22 Δεκεμβρίου, 2025
10:52 πμ

Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, στην Κύπρο, είχαμε μία απόπειρα λογοκρισίας ενός βραβευθέντος ποιητή και μία τετελεσμένη λογοκρισία ενός ζωγράφου.

Από την άλλη, κατά την ίδια περίοδο, έχουμε την ανάδειξη μιας κυπριακής πόλης σε πολιτιστική (συμ)πρωτεύουσα της Ευρώπης και την επικείμενη ανάληψη της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την Κύπρο.

Τι πάει λάθος; Γιατί μια τέτοιας έντασης αντίθεση δεν αναδύει απλώς υποκρισία αλλά είναι μια ισχυρή ένδειξη συλλογικής ψυχοπαθολογίας. Πρόκειται για ένα σοβαρό acting out του σταθερά αθεράπευτου διχασμού της συλλογικής μας προσωπικότητας.

Για κακή μας τύχη, η Κυπριακή Προεδρία συμπίπτει με ένα ιδιαίτερο φολκλορικό τελετουργικό: τις εδώδιμες βουλευτικές εκλογές. Σαν συνεπής μεταοθωμανική συνθήκη και σαν ορκισμένη μετα-αποικιοκρατική κατάσταση, η Κύπρος επιμένει να φορτίζει την κάλπη με μια προστιθέμενη ανθρωπολογική αξία.

Πιθανότατα υφίσταται και στην Κύπρο ο ιδιότυπος «εκλογικός εθισμός» των Νεοελλήνων που διέγνωσκε o καθηγητής μου στη Νομική της Αθήνας, Νίκος Αλιβιζάτος. Αναφέρομαι στην εκτονωτική εναπόθεση κάθε απωθημένης προσδοκίας, κάθε ματαιωμένης ψευδαίσθησης στη στιγμή που ο λευκός φάκελος διαπερνά τη σχισμή της κάλπης.

Το βασικό σύμπτωμα κάθε εθισμού είναι η πάση θυσία διασφάλιση της (πολιτικής) δόσης, η με κάθε κόστος επίτευξη της (πολιτικής) νάρκωσης, η τεχνητή πρόκληση (πολιτικής) αφασίας. Την επομένη, άλλωστε, των εκλογών, τα στερητικά σύνδρομα παίρνουν και πάλι τα ηνία και οι πελάτες που θέλουν να τους αποκαλούν πολίτες, αναζητούν εκ νέου σαν junkies το δηλητήριο, όσο καταστροφικό κι αν αποδείχτηκε.

Ο κυπριακός πολιτικός πολιτισμός αποτελούσε ανέκαθεν μία διαπραγμάτευση ανάμεσα στη φάρσα και τη φρίκη. Ωστόσο, στην εποχή της ψηφιοποιημένης μεταπολιτικής, της ασύμμετρης ρευστοποίησης θεσμών, αρχών και ερμηνευτικών σχημάτων, φαίνεται ότι η φάρσα και η φρίκη τείνουν να ταυτίζονται.

Μέσα στον κουρνιαχτό για τους πίνακες του Γαβριήλ, τα πανηγύρια για τη Λάρνακα και την κωλοπιλάλα – όπως έλεγε η γιαγιά μου στην Πάτρα – για την Προεδρία, την ψιλογλίτωσε ο Γενικός Ελεγκτής. Η εμφάνισή του incognito, με περούκα και γυαλιά σε λεωφορείο που μεταφέρει εργαζόμενους, έχει ένα έντονο σημειολογικό ενδιαφέρον. Ένας ανώτατος κρατικός αξιωματούχος, μεταμφιέζεται σε κάποιον ιδεώδη κανονικό άνθρωπο και επιβιβάζεται «αυτοπροσώπως» και κατ’ εξαίρεση σε ένα μεταφορικό μέσο δημόσιας χρήσης για να ελέγξει, λέει, ιδίοις όμμασι τι συμβαίνει στα δημόσια λεωφορεία.

Το αποτέλεσμα, πέρα από το να θυμίζει χαρακτήρα των Α.Μ.Α.Ν., έχει περισσότερο ζουμί: η εμφάνιση αυτή είναι τόσο κραυγαλέα για να μην γίνει αντιληπτή. Μοιάζει να μην ενδιαφέρει τον εμπνευστή της αν θα προδώσει την πραγματική ταυτότητα του μεταμφιεσμένου. Είναι μία αντεστραμμένη μεταμφίεση μέσα σε έναν εικονικό κόσμο όπου όλα είναι πια «OK», σε μια καθημερινότητα που λιώνει σε μια ανακυκλούμενη παραδοξότητα.

Η εμφάνιση αυτή φέρει μία έντονη επιτελεστικότητα, είναι αποτέλεσμα της ανάληψης ενός ρόλου σε μια θεατρική συνθήκη. Ο Γενικός Ελεγκτής υποδύεται ότι ελέγχει και μας το λέει ευθέως. Ένας άνθρωπος που έπεσε σαν αλεξιπτωτιστής στον κρατήρα της θεσμικής κρίσης που προκάλεσε η κακήν κακώς αποπομπή του προκατόχου του μεταμφιέζεται σε αυτό που αποδέχτηκε να γίνει: σε έναν γελωτοποιό της εξουσίας. Η μεταμφίεση, τελικά, καταλήγει να αντανακλά εκείνο το συναίσθημα γελοιότητας που μας πλημμυρίζει όταν στεκόμαστε αμήχανα μεταξύ φάρσας και φρίκης: «για γέλια ή για κλάματα;». Ιλαρή κωμωδία μέσα σε μια κατασκότεινη τραγωδία.

Στην γκροτέσκα εμφάνιση του κυρίου Γενικού, σκάνε σαν ασυντήρητη αποχέτευση όλα τα σημεία των κυπριακών καιρών. Αποτυπώνεται εικαστικά η καχεκτική μας δημοκρατία. Η αλγοριθμική δημοκρατία του Φειδία, η επιλεκτική δημοκρατία της ελίτ και η εικονική δημοκρατία ενός happy traveller Προέδρου είναι οι πυλώνες της Δημοκρατίας της Περούκας. Της επικράτειας της μεταμφίεσης σε αυτό που πραγματικά είμαστε. Του χώρου που αρνείται πεισματικά να γίνει χώρα.

Και οι υστερικοί και αυτόκλητοι θεματοφύλακες των ιερών της «μελαψής, κοντοπόδαρης φυλής» (Διονύσης Σαββόπουλος, Κωλοέλληνες, 1989 – παράφραση), που κάθε τόσο γαβγίζουν για απρεπή τέχνη δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά τα μαντρόσκυλα που τρέχουν λιμασμένα πίσω από τους γυμνούς βασιλιάδες τους.

Ελεύθερα, 21.12.2025

Exit mobile version