16 Νοεμβρίου, 2025
3:12 μμ

Μπαρδόν για τον άκομψο τίτλο, προσπάθησα να βρω πιο «εύοσμο», αλλά δεν τα κατάφερα.

Ακόμη ένα επεισόδιο, ή καλύτερα ακόμη ένα καρφί στο φέρετρο του κύρους του πολύπαθου κρατικού μας θεσμού απονομής λογοτεχνικών διακρίσεων ήταν η πρόσφατη παρέμβαση του ίδιου του προέδρου της Κριτικής Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, Κυριάκου Ιωάννου. Δεν πρόλαβαν καλά- καλά να χαρούν τη βράβευσή τους οι άνθρωποι και μέσα σε λίγες ώρες από διακριθέντες μετατράπηκαν σχεδόν σε αποδιοπομπαίους τράγους για την «κατάντια» της λογοτεχνίας της Κύπρου. Λες και φταίνε που βραβεύτηκαν.

Άλλο και τούτο. Πρόεδρος Κριτικής Επιτροπής να αμφισβητεί τις ίδιες τις βραβεύσεις αλλά και την επάρκεια των υπόλοιπων μελών, ουσιαστικά επειδή… μειοψήφησε (!). Δηλαδή, επειδή διαφώνησε με τα αποτελέσματα στα οποία, κατά πλειοψηφία, κατέληξε το σώμα του οποίου προέδρευε. Με τον τρόπο αυτό, μοιάζει να συμβάλει ο ίδιος σ’ αυτό ακριβώς που καταγγέλλει. Δηλαδή, με μια τέτοια παρέμβαση «φαλκιδεύει την αξιοπιστία των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας» και «διασύρει το κύρος του Υφυπουργείου Πολιτισμού». Ανεξαρτήτως αν τα επιχειρήματα που θέτει στέκουν ή όχι.

Το φαινόμενο αυτό μπορεί να μην είναι εντελώς καινούριο∙ ωστόσο, δεν είναι σαφές αν έχει υπάρξει προηγούμενο παγκοσμίως όπου ο πρόεδρος ή μέλος τέτοιας κριτικής επιτροπής να στρέφεται προσωπικά εναντίον λογοτέχνη, επειδή τα υπόλοιπα μέλη, καλώς ή κακώς, έκριναν ότι αξίζει το βραβείο. Μα, είμαστε σοβαροί; Και να παραθέτει κιόλας, φιλόλογος άνθρωπος, επιστήμων και νεοελληνιστής, χαρακτηριστικά (κατά τον ίδιο) τμήματα από το βραβευθέν έργο, δηλαδή εντελώς αποσπασματικά και εκτός συγκειμένου.

Ο ίδιος ο Ιωάννου υποστηρίζει ότι προέβη στην κατά τη γνώμη μας -επιεικώς- άγαρμπη αυτή παρέμβαση προκειμένου να προκαλέσει ένα «ηλεκτροσόκ» στον θεσμό, για να τον «συνεφέρει». Να μου επιτρέψει να θεωρώ ότι μάλλον του τραβάει το καλώδιο. Ούτως ή άλλως, τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας κατάντησαν ένας από τους πιο επεισοδιακούς θεσμούς, χωρίς ο θόρυβος αυτός που σχεδόν κάθε χρόνο προκαλείται, να έχει οποιοδήποτε θετικό αντίκρισμα είτε στη διαδικασία, είτε πολύ περισσότερο στην ίδια τη λογοτεχνική παραγωγή.

Μάλλον, δύσκολα θα αποκτήσουν μια χρονιά «ηρεμίας». Αν δεν είναι μια έντονη δημόσια αντιπαράθεση, θα είναι ένα πρακτικό ζήτημα, μια αστοχία, μια παράλειψη της διαδικασίας ή μια απόφαση που προκαλεί συζητήσεις. Ο θεσμός, αντί να λειτουργεί ως σημείο συνάντησης της λογοτεχνικής κοινότητας, καταλήγει να γίνεται ο καθρέφτης των παθογενειών της. Και -κυρίως- όχι μόνο των δικών της.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι πέρσι η Κριτική Επιτροπή, με την ίδια ακριβώς σύνθεση, αποφάσισε να μην απονείμει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Κρατικό Βραβείο Μελέτης/ Δοκιμίου, ανακοινώνοντας ωστόσο κανονικά τη βραχεία λίστα με τα επικρατέστερα βιβλία που… δεν ήταν αρκετά καλά για να βραβευτούν. Εντούτοις, τότε δεν υπήρξε αμφισβήτηση της επάρκειας της σύνθεσης της επιτροπής, ούτε δημόσιες παρεμβάσεις από μειοψηφούντα μέλη. Δεν τέθηκε θέμα γνώσης της κυπριακής διαλέκτου, ούτε ειδικοτήτων που «δεν επαρκούν».

Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι γιατί οι ενστάσεις αυτές εμφανίζονται τώρα. Μήπως επειδή τότε οι προτιμήσεις του προέδρου έγιναν δεκτές; Αν η διαδικασία, κατά την κρίση του, πάσχει από διαρθρωτικά προβλήματα, γιατί αυτά δεν τέθηκαν εξαρχής; Ή γιατί δεν τέθηκαν κατά τη διάρκεια κι όχι μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων; Γιατί, εν τέλει, δεν παραιτήθηκε και περίμενε την ολοκλήρωση της θητείας του;

Η παρέμβαση αυτή, λοιπόν, με το ύφος, την ένταση και την ποιότητα που είχε, άνοιξε μια σειρά από ζητήματα που ξεπερνούν την προσωπική μειοψηφία στις αποφάσεις και αγγίζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κριτική, τη διαφωνία και την ευθύνη μέσα σ’ έναν θεσμικό ρόλο. Μια κριτική επιτροπή, με όποια διαδικασία κι αν έχει οριστεί, δεν μπορεί να λειτουργεί δημοσίως ως χώρος προσωπικών βεβαιοτήτων. Οι διαφωνίες είναι δεδομένες. Αυτό που δεν είναι δεδομένο είναι η δημόσια υπονόμευση των αποφάσεων που έχεις θεσμικά συμβάλει να ληφθούν.

Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο όταν ο ίδιος ο πρόεδρος αποδίδει τη μη βράβευση συγκεκριμένων βιβλίων σε ιδεολογικά κριτήρια. Στο κυπριακό λογοτεχνικό τοπίο, διαχρονικά, το πρόβλημα δεν ήταν η δυσφορία προς τα έργα με θρησκευτικό ή εθνικό πρόσημο. Υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας μάλλον είναι η ύπαρξη μιας υπερευαισθησίας υπέρ έργων που συμμορφώνονται με κυρίαρχες ταυτότητες, αισθητικές και ιδεολογικές. Καλώς, εφόσον πάνω απ’ όλα πληρούσαν τα ποιοτικά κριτήρια. Βλέπετε; Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας μονοδιάστατης ανάγνωσης: όλοι έχουμε το δικαίωμα να θεωρούμε ένα έργο άξιο ή ανάξιο βράβευσης, αλλά όχι να αποδίδουμε συλλήβδην ιδεολογικά κίνητρα επειδή διαφωνούμε.

Είναι απορίας άξιο τι κλίμα θα επικρατήσει στην απονομή της 15ης Δεκεμβρίου και ποιοι τελικά θα παραστούν. Το μόνο βέβαιο είναι πως, αντί η διάκριση να λειτουργεί ως μοχλός στήριξης και επιβράβευσης των δημιουργών, καταλήγει να τους επιστρέφεται σχεδόν σαν βάρος. Είναι, δηλαδή, ένα βραβείο που, μέσα στον θόρυβο και την αμφισβήτηση, μοιάζει να τους προσφέρεται με το ένα χέρι και να τους αφαιρείται- ηθικά και συμβολικά- με το άλλο. Πολλώ μάλλον που ο δημιουργός αυτός είναι και νέος λογοτέχνης, πρωτοεμφανιζόμενος. Ο δε άλλος, για το βιβλίο του οποίου ο Κ. Ιωάννου διατύπωσε δημόσια τη θέση ότι ουσιαστικά υπολείπεται από ένα άλλο που προτιμούσε ο ίδιος (!), είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους και συνεπείς εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έχοντας στα 43 του υπογράψει πάνω από 20 βιβλία.

Πρωτάκουστα πράγματα. Τα βραβεία αυτά δίνονται μία φορά τον χρόνο. Θα έπρεπε να λειτουργούν ως ευκαιρία αναγνώρισης, συζήτησης, ώσμωσης, ακόμη και διαφωνίας. Αλλά όχι απαξίωσης.

Ελεύθερα, 16.11.2025

Exit mobile version