«Όπως ακριβώς ο φόβος και η ανησυχία για τον κορωνοϊό μεταδόθηκαν σαν επιδημία, έτσι και τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με τη βία και την εκδικητικότητα, μπορούν να εξαπλωθούν στην κοινωνία – κι αυτό είναι το φαινόμενο της συναισθηματικής επιδημιολογίας», ανέφερε στον «Φ» ο νευρολόγος-ψυχίατρος δρ Κυριάκος Βερεσιές καθηγητής του Πανεπιστημίου Philips(πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών και Συμπεριφοράς), όταν τον καλέσαμε να σχολιάσει την έξαρση της βίας, ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους, που το τελευταίο διάστημα βιώνουμε στην Κύπρο.
Πρόσθεσε ότι «είναι ανησυχητική αυτή η πρωτοφανής κατάσταση αυξημένης βίαιης εγκληματικότητας, ατομικής και ομαδικής, όπως δολοφονίες, επιθέσεις που καταλήγουν σε τραυματισμούς ανθρώπων ή καταστροφή περιουσίας και άλλα. Και το ίδιο ανησυχητικός είναι ο ρόλος που παίζουν Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), στην ενίσχυση και διεύρυνση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της βίας». (σ. σ. Σχετική είναι η πρόσφατη παρατήρηση του κοινωνικού ερευνητή στην Αθήνα Στράτου Φαναρά, ότι «η υπερέκθεση των πολιτών/τηλεθεατών σε εγκληματικές ιστορίες και εγκληματικές προσωπικότητες της «διπλανής πόρτας», εθίζει στη βία και την παραδοξότητα».

Πάντως ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου Γιώργος Φράγκος, υπόψη του οποίου θέσαμε αυτές τις αναφορές του δρα Βερεσιέ, «δεν συμμερίζεται την άποψη ότι παρατηρείται υπερπροβολή της βίας στα κυπριακά ΜΜΕ», όπως μας είπε. Επεσήμανε ότι «τέτοια υπερπροβολή, παρατηρείται περισσότερο «στον διαδικτυακό Tύπο, που κατατρύχεται από τη μάστιγα της εντυπωσιοθηρίας», κατά την έκφρασή του. Προχώρησε δε, τονίζοντας ότι «η μερίδα του λέοντος όσον αφορά την υπόθαλψη βίαιων συμπεριφορών, ανήκει στα ΜΚΔ και όχι στα ΜΜΕ».
Τεχνολογία και αλληλεπίδραση παραγόντων
Απαντώντας σε ερώτησή μας, ο δρ Βερεσιές τόνισε ότι «η ρίζα του κακού σε αυτή την περίπτωση, αυτή την εποχή της επικοινωνίας, μέσα από τη σύγχρονη τεχνολογία, βρίσκεται στην πολύπλοκη αλληλεπίδραση παραγόντων. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την τηλεθέαση ή την επισκεψιμότητα, τα ΜΜΕ αναπαράγουν συνεχώς αρνητικές ειδήσεις και λεπτομέρειες δολοφονιών και βίαιων πράξεων, με ανατριχιαστικό τρόπο. Και κάτι πολύ ανησυχητικό, είναι ότι μεταφέρονται σε όλα τα ΜΜΕ, με όλες τις λεπτομέρειες και τα εγκλήματα που διαπράττονται σε μια άλλη χώρα, την Ελλάδα, με τρόπο που δίνει την εντύπωση πως συμβαίνουν στη δική μας επικράτεια! Δηλαδή δεν φτάνουν οι τηλεοπτικές σειρές που έχουν ως μοναδικό τους θέμα την εκδίκηση και τον θάνατο, γίνεται μεταφορά του «ζωντανού θανάτου» που δηλητηριάζει τη ψυχή του ανθρώπου, από κάπου αλλού, στο σπίτι μας. Αυτή η συνεχής έκθεση σε σκληρή βία και τραγωδία, αναταράσσει συναισθηματικά το άτομο, δημιουργώντας ένα κλίμα φόβου, θυμού και, ενδεχομένως, απελπισίας. Η επανάληψη και η λεπτομερής κάλυψη αυτών των γεγονότων, λειτουργεί σαν ένας ιός που μεταδίδει αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και, εν τέλει, επηρεάζει τις συμπεριφορές».
Στην ερώτησή μας «πώς επιδρά η συχνή έκθεση σε βίαιες αφηγήσεις, ακόμα και μυθοπλασίας;», ο δρ Βερεσιές απάντησε: «Η τηλεοπτική και διαδικτυακή αναπαραγωγή βίας, έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις. Στις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης των τελευταίων ετών είναι ελληνικές σειρές, με θέματα όπως ο θάνατος, η εκδίκηση και η βεντέτα, που εξοικειώνουν το κοινό, με πράξεις βίας. Αυτή η συνεχής έκθεση, ακόμα και σε μυθοπλασία, μπορεί να μειώσει την ευαισθησία απέναντι στις συνέπειες της βίας, να υποβαθμίσει την αξία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και να νομιμοποιήσει, κατά κάποιο τρόπο, τη χρήση της, ως μέσο επίλυσης διαφορών. Η «εκδίκηση» ως κινητήριος μοχλός στις αφηγήσεις αυτές, μπορεί να μεταφραστεί υποσυνείδητα, σε μια αποδεκτή λύση για προσωπικές διαφορές. Όταν ένα άτομο εκτίθεται επανειλημμένα σε τέτοιες σκηνές, η βία αρχίζει να φαντάζει ως μια κανονική, ή ακόμα και αποτελεσματική αντίδραση σε αντιπαραθέσεις. Αυτή η «κανονικοποίηση», ανοίγει τον δρόμο για τον μιμητισμό. Οι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι που είναι πιο ευάλωτοι στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, μπορεί να αρχίσουν να βλέπουν αυτές τις βίαιες συμπεριφορές, ως πρότυπα ή ως λύσεις για τα δικά τους προβλήματα, οδηγώντας σε επικίνδυνες τάσεις αυτοδικίας ή επιθετικότητας».

Δυσπιστία στη δικαιοσύνη και… αυτοδικία
Ρωτήσαμε τον δρα Κυριάκο Βερεσιέ ποιο ρόλο παίζει στην ανάπτυξη αυτών των τάσεων, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η δυσπιστία των πολιτών, προς τη δικαιοσύνη. Η απάντηση που πήραμε: «Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ένας από τους πιο επικίνδυνους παράγοντες. Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι το σύστημα δικαιοσύνης δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, τότε μπορεί να οδηγηθούν σε ένα λανθασμένο ηθικό δίδαγμα: ότι μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη, μόνοι τους. Αυτή η αντίληψη, ενισχύει την τάση για αυτοδικία και την επίλυση διαφορών, μέσω της βίας. Η ιδέα της εκδίκησης, παίρνει πλέον μια επικίνδυνη διάσταση, καθώς δεν αποτελεί πια σενάριο μυθοπλασίας, αλλά μια ενδεχομένως… δικαιολογημένη προσωπική ενέργεια, για την αποκατάσταση μιας αδικίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς υπονομεύει τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου και μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο βίας, όπου ο καθένας αναλαμβάνει τον ρόλο του δικαστή και του δήμιου…».
Αναζητήσαμε απάντηση και στο πώς αυτές οι συμπεριφορές, ειδικά της βίας και της εκδίκησης, μεταφέρονται σε συγκεκριμένες ομάδες ή στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στην Κύπρο;
«Για να γίνει κατανοητό, μας είπε ο δρ Βερεσιές, πρέπει να αντιληφθούμε πως η συμπεριφορά, είναι εξαιρετικά μεταδοτική. Αντίστοιχα, η συνεχής έκθεση σε βία και εκδίκηση – είτε μέσω των ειδήσεων, είτε μέσω της ψυχαγωγίας – μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διάδοση βίαιων συμπεριφορών σε συγκεκριμένες ομάδες, όπως οι νέοι, ή και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η μεταφορά συμπεριφορών στις μαζικές διαδηλώσεις, βρίσκει εφαρμογή και εδώ: η βία που προβάλλεται, μπορεί να νομιμοποιηθεί και να αναπαραχθεί από άτομα ή ομάδες που αισθάνονται αδικημένα, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς, ή απλώς έχουν εξοικειωθεί με την εικόνα της βίας, ως λύση. Η μίμηση δεν είναι πάντα συνειδητή – μπορεί να είναι μια υποσυνείδητη υιοθέτηση προτύπων που βλέπουμε να επικρατούν».
Κανονικοποίηση, μιμητισμός, ανασφάλεια
Στο ερώτημα γιατί είναι τόσο σημαντικό να αποφεύγεται η υπερβολική λεπτομέρεια και η σκληρή αναπαραγωγή βίαιων γεγονότων, ο δρ Βερεσιές απάντησε: «Όπως αναφέραμε, τα ΜΜΕ και ΜΚΔ, συχνά παρουσιάζουν τις δολοφονίες και τις πράξεις βίας, με υπερβολική λεπτομέρεια, σκληρότητα και συνεχή επανάληψη. Και το κάνουν αυτό, επιδιώκοντας την τηλεθέαση και τα κλικ και λειτουργώντας ουσιαστικά, ως «διαφημιστές» της βίας. Αυτή η προσέγγιση, έχει καταστροφικές συνέπειες:
*Κανονικοποίηση της βίας: Η συνεχής έκθεση σε τέτοιες εικόνες και περιγραφές, κάνει τη βία να φαίνεται φυσιολογική ή αναπόφευκτη. Μειώνεται η αίσθηση του σοκ και της απέχθειας που θα έπρεπε να προκαλεί και η βία ενσωματώνεται στην καθημερινότητά μας, ως κάτι το συνηθισμένο.
*Προώθηση μιμητισμού: Όταν οι πράξεις βίας προβάλλονται με τέτοιο τρόπο, μπορεί να εμπνεύσουν μιμητικές συμπεριφορές, ειδικά σε ευάλωτα άτομα που αναζητούν τρόπους να εκφράσουν τον θυμό, την απελπισία ή την αίσθηση αδικίας. Η λεπτομερής κάλυψη, μπορεί άθελά της να δώσει ιδέες ή να δείξει τρόπους σε άτομα με ψυχολογικά προβλήματα ή επιθετικές τάσεις.
*Αύξηση φόβου και ανησυχίας: Αντί να ενημερώνουν ψύχραιμα, τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ, μπορεί να δημιουργήσουν ένα κλίμα πανικού, υπερβολικού φόβου και ανασφάλειας, κάνοντας τους πολίτες να νιώθουν ότι η κοινωνία είναι πιο επικίνδυνη απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα».
Υπεύθυνη κάλυψη, λογική σκέψη, ενσυναίσθηση
Ο δρ Βερεσιές μας ανέφερε για τη θετική πλευρά της συναισθηματικής επιδημιολογίας: «Η αισιόδοξη πλευρά της συναισθηματικής επιδημιολογίας είναι ότι, ενώ τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές είναι μεταδοτικά, μπορούμε να επιλέξουμε ποια θα μεταδώσουμε. Αντί να μεταφέρουμε αρνητικά συναισθήματα και βίαιες συμπεριφορές, μπορούμε να επιλέξουμε να διαδώσουμε συμπεριφορές που ενισχύουν την πρόληψη, τη λογική σκέψη, την ενσυναίσθηση και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Χρειάζεται λοιπόν, υπεύθυνη κάλυψη από τα ΜΜΕ και ΜΚΔ, με αποφυγή της υπερβολικής λεπτομέρειας και της σκληρής αναπαραγωγής βίαιων γεγονότων, ενίσχυση της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη, προώθηση θετικών προτύπων για επίλυση διαφορών μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας και ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών. Η αισιόδοξη πλευρά της συναισθηματικής επιδημιολογίας, είναι ότι μπορούμε να επιλέξουμε να τη χρησιμοποιήσουμε για το καλό, οδηγώντας σε πρόληψη και ένα πιο υγιές κοινωνικό περιβάλλον».
Ποιες πρακτικές θα προτείνατε στα ΜΜΕ για να συμβάλουν στην πρόληψη της βίας, χωρίς να παραβιάζεται η ελευθερία του Τύπου, ρωτήσαμε και ο δρ Βερεσιές σημείωσε: «Η ελευθερία του Τύπου είναι θεμελιώδης, αλλά συνοδεύεται από την ευθύνη. Αντί να αναπαράγουν σκληρές λεπτομέρειες των εγκλημάτων, τα ΜΜΕ θα έπρεπε να εστιάζουν στην ανάλυση των βαθύτερων αιτιών της βίας, όπως οι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες, οι ψυχολογικές διαστάσεις, ή οι ελλείψεις στο σύστημα. Αυτό σημαίνει λιγότερες ανατριχιαστικές περιγραφές και περισσότερα ρεπορτάζ εις βάθος, με ειδικούς. Επίσης η γλώσσα και οι εικόνες που χρησιμοποιούνται, δεν πρέπει να δραματοποιούν τη βία, ούτε να ηρωοποιούν τους δράστες, ακόμα και αν αυτό γίνεται με αρνητικό πρόσημο για τους δράστες. Η υπερβολική προβολή προσώπων που εμπλέκονται σε βίαια περιστατικά, μπορεί να τους προσδώσει μια ανεπιθύμητη διασημότητα. Η προσέγγιση πρέπει να είναι ψύχραιμη, αντικειμενική και να μην τροφοδοτεί την περιέργεια για τις ακρότητες. Τα ΜΜΕ, αντί να δείχνουν τη βίαιη πράξη, μπορούν να προβάλουν τις οδυνηρές συνέπειες της βίας στα θύματα, στις οικογένειές τους και στην κοινωνία συνολικά. Ακόμα, μπορούν να αναδείξουν προσπάθειες πρόληψης, προγράμματα υποστήριξης και θετικά παραδείγματα επίλυσης συγκρούσεων και να ενημερώνουν το κοινό για την αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαιοσύνης, τις διαδικασίες και την τιμωρία των ενόχων. Τέλος, οι φορείς των ΜΜΕ θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους κώδικες δεοντολογίας τους, όσον αφορά την κάλυψη της βίας και να εφαρμόζουν μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Η εκπαίδευση των δημοσιογράφων σε θέματα ψυχολογίας της βίας και των επιπτώσεών της, είναι επίσης απαραίτητη».
Αυτορρύθμιση, επιμόρφωση και…χαμηλές αμοιβές…
«Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι παρατηρείται υπερπροβολή της βίας στα κυπριακά ΜΜΕ», μας είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου Γιώργος Φράγκος. «Αντιθέτως – πρόσθεσε – θεωρώ ότι σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό, λειτουργούν οι αρχές και οι κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Οι λεπτομέρειες, γαργαλιστικές ή αποκρουστικές, αποφεύγονται και παρατίθενται μόνο εκείνα τα στοιχεία, που συγκροτούν και τεκμηριώνουν ένα γεγονός. Αυτό βέβαια δεν ισχύει πάντα και δεν ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό στον διαδικτυακό Tύπο, που κατατρύχεται από τη μάστιγα της εντυπωσιοθηρίας, από το κυνηγητό της επισκεψιμότητας και των κλικς.
Στο δέλεαρ της εντυπωσιοθηρίας, ενδίδει συχνά και η τηλεόραση. Όχι σπάνια, τα τηλεοπτικά δελτία κατακλύζονται από λεπτομέρειες που δεν προσφέρουν στην είδηση, αλλά απλώς επενδύουν στα χαμηλά ένστικτα του κοινού, στην περιέργειά του κλπ. Δεν είναι θέμα διαβάθμισης ευθυνών, αλλά η μερίδα του λέοντος όσον αφορά την υπόθαλψη βίαιων συμπεριφορών, θεωρώ ότι ανήκει στα ΜΚΔ και όχι στα ΜΜΕ. Εκεί δεν ισχύει κανένας δεοντολογικός κανόνας και δεν ασκείται και κανένας έλεγχος. Μπορούν βέβαια να γίνουν βελτιωτικές κινήσεις και από δικής μας πλευράς, του δημοσιογραφικού κόσμου.
Η Ένωση Συντακτών Κύπρου, αυτό κάνει διαχρονικά, με διαρκείς επιμορφώσεις των μελών της, αλλά και με τη δράση της γενικά και ειδικά ως ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπου επίσης επιτελείται πολύ σημαντικό έργο. Μέσα από την αυτορρύθμιση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, μπορούν ακόμη να γίνουν πολλά. Φτάνει και οι επιχειρηματίες ΜΜΕ, οι εργοδότες των δημοσιογράφων, να θελήσουν να επενδύσουν στην επιμόρφωση και στην καλλιέργεια συναφούς κουλτούρας, στα μέλη του συντακτικού τους προσωπικού. Με υποστελέχωση και χαμηλά αμειβόμενο προσωπικό, ούτε η δημοσιογραφία υπηρετείται σωστά, ούτε η δεοντολογία».