Η Κύπρος βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα από τα πλέον διαχρονικά και κρίσιμα προβλήματά της: την εξασφάλιση επάρκειας υδάτινων πόρων. Η κλιματική κρίση οδηγεί σε συχνότερες και παρατεταμένες περιόδους ανομβρίας, κάνοντας επιτακτική τη λήψη μελετημένων, ανθεκτικών και ολοκληρωμένων μέτρων – ενώ για τα επόμενα δύο καλοκαίρια απαιτούνται και άμεσα ανακουφιστικές παρεμβάσεις. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Η χώρα μας κατατάσσεται δεύτερη παγκοσμίως σε υδατική πίεση, με δείκτη άνω του 80% στο Water Stress Index (όταν το όριο για «υψηλή πίεση» είναι μόλις 40%). Παράλληλα, η Κύπρος εμφανίζει τον υψηλότερο Δείκτη Εκμετάλλευσης Υδάτων (WEI+) στην Ευρώπη, που αγγίζει το 124%. Οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθεί κατά περίπου 15% από τη δεκαετία του 1970, ενώ οι εισροές στα φράγματα έχουν μειωθεί κατά περίπου 40%. Αυτή τη στιγμή, η πληρότητα των φραγμάτων βρίσκεται κοντά στο 15%.
Από το 1997, η Κύπρος στράφηκε στην αφαλάτωση για να αντιμετωπίσει την ανεπάρκεια νερού. Σήμερα λειτουργούν 5 μονάδες με συνολική δυναμικότητα περίπου 235.000 m³/ημέρα, ενώ αναμένεται η προσθήκη τεσσάρων μικρότερων μονάδων (+40.000 m³/ημέρα) εντός του επόμενου έτους. Ο σχεδιασμός προβλέπει αύξηση της δυναμικότητας σε 415.000 m³/ημέρα έως το 2030-31. Η αφαλάτωση, αν και κρίσιμη για την υδατική ασφάλεια, είναι ενεργειοβόρα διαδικασία, με υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται στους καταναλωτές, και φέρει έντονο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Συνολικά, οι κλιματικές αλλαγές επιδεινώνουν ένα ήδη οριακό υδατικό ισοζύγιο, επιβάλλοντας άμεση δράση αλλά και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η τραγική κατάσταση που βιώνουμε σήμερα και η προσωρινή ανακούφιση από τις δανεικές μονάδες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, μας θυμίζουν την ανεπάρκεια των δημοσίων πολιτικών των τελευταίων ετών, της παρούσας κυβέρνησης περιλαμβανομένης. Οι Κυπριακές κυβερνήσεις, ενώ σωστά προνόησαν για τη δημιουργία φραγμάτων, θα έπρεπε να έχουν την οξυδέρκεια να προβλέψουν το μέγεθος του προβλήματος (οι ειδικοί, άλλωστε προειδοποιούσαν για χρόνια) και να μην περιορίζονται στη λογική της διαχείρισης, αλλά να ακολουθούν καλά επεξεργασμένη στρατηγική.
Θεσμικές Παρεμβάσεις και Στρατηγικός Σχεδιασμός
Ο σχεδιασμός και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής για το νερό συνεπάγεται δύσκολες πολιτικές αποφάσεις – όπως η ιεράρχηση προτεραιοτήτων μεταξύ τομέων (π.χ. τουρισμός vs. γεωργία) και αναθεώρηση υφιστάμενων αγροτικών πρακτικών και πολιτικών, οι οποίες πρέπει να ληφθούν με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον και τη βιωσιμότητα. Αυτά είναι θέματα βαθύτατα πολιτικά, εφόσον αντανακλούν τις αξίες και τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Συγχρόνως, όμως, αφού χαραχθεί ένα κοινώς αποδεκτό στρατηγικό πλαίσιο πολιτικών, είναι κρίσιμο να περιοριστούν οι πολιτικές παρεμβάσεις στην εκτελεστική διαχείριση του προβλήματος. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η υπερβολική πολιτικοποίηση οδηγεί σε αποσπασματικές ή πυροσβεστικές λύσεις αντί για συνεπή εφαρμογή ενός μακρόπνοου σχεδίου.
Απαιτούνται θεσμικές αλλαγές στη διακυβέρνηση των υδάτων. Ο νόμος του 2010 προέβλεπε τη δημιουργία Ενιαίας Αρχής Διαχείρισης Υδάτων, όμως αυτό έμεινε εν πολλοίς στα χαρτιά. Προτείνεται η ανασύσταση μιας ανεξάρτητης Ενιαίας Αρχής Υδάτων με ισχυρές αρμοδιότητες στον στρατηγικό σχεδιασμό και τον προγραμματισμό των υδατικών πόρων, θωρακισμένης από μικροπολιτικές πιέσεις. Η Αρχή αυτή θα πρέπει να εστιάζει σε μακροπρόθεσμο προγραμματισμό (π.χ. αξιολόγηση ετήσιων αναγκών και αποθεμάτων, σχεδιασμός έργων και μέτρων) αντί σε δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα διαχείρισης. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλιστεί μια συνεπής, μακροπρόθεσμη στρατηγική με μικρά αλλά σταθερά βήματα προς την ίδια κατεύθυνση, ανεξαρτήτως αλλαγών κυβέρνησης ή πρόσκαιρων ετών με αυξημένες βροχοπτώσεις.
Εκ των ων ουκ άνευ, το διοικητικό συμβούλιο αυτής της Αρχής να είναι τεχνοκράτες που θα επιλεγούν μέσα από κατάλληλες διαδικασίες, στη βάση διεθνών βέλτιστων πρακτικών, και οι οποίοι θα λογοδοτούν εάν δεν επιτυγχάνονται οι μετρήσιμοι στόχοι που θα θέσουν και εγκριθούν από την εκτελεστική εξουσία. Φτάνει πια τα διοικητικά συμβούλια διακοσμητικού χαρακτήρα και περιορισμένης ευθύνης, για βόλεμα ημετέρων.
Άμεσα Μέτρα Διαχείρισης
Για τα επόμενα 1-2 χρόνια, στόχος είναι η μείωση της κατανάλωσης κατά 10-15 εκατ. κ.μ. ετησίως, χωρίς οι περικοπές να επικεντρωθούν αποκλειστικά στα νοικοκυριά. Όλοι πρέπει να σηκώσουμε μεγαλύτερο βάρος, αν και η κατανομή του βάρους οφείλει να γίνει με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος, αποτελεσματικότητας, και αλληλεγγύης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, προτείνουμε την ακόλουθη δέσμη άμεσων μέτρων:
α) Εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με τη λειψυδρία και την αξία του νερού. Είναι απαραίτητο να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα ορθολογικής κατανάλωσης, δεδομένου ότι το νερό αποτελεί πολύτιμο και πεπερασμένο φυσικό πόρο.
β) Σύζευξη αφαλάτωσης με ΑΠΕ: Άμεση μελέτη και πιλοτική εφαρμογή για τη σύνδεση των ενεργειοβόρων μονάδων αφαλάτωσης με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ώστε το αφαλατωμένο νερό να παράγεται με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος. Η διαχείριση των μονάδων θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση – παράγοντας και αποθηκεύοντας νερό σε λιμνοδεξαμενές ακόμα και εκτός περιόδων αιχμής – ώστε να λειτουργούν αποδοτικά όλο το χρόνο.
γ) Περιορισμός διαρροών στα δίκτυα: Σήμερα, όπως έχουν δείξει εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, οι διαρροές δεν είναι ευκαταφρόνητες. Σπαταλούμε ένα πολύτιμο και δυσεύρετο πόρο. Είναι κατεπείγον να υλοποιηθεί πρόγραμμα εντοπισμού και επισκευής διαρροών στο δίκτυο ύδρευσης και άρδευσης, τα οποία χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’70, ιδίως σε περιοχές με υψηλές απώλειες, όπως η Πάφος και η Λεμεσός. Παράλληλα, είναι σημαντική η προγραμματισμένη παρακολούθηση, συντήρηση και αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών (αγωγοί, φράγματα) για μείωση των απωλειών νερού.
δ) Άμεση αξιοποίηση ανακυκλωμένου νερού: Επιτάχυνση των έργων επεξεργασίας λυμάτων και ολοκλήρωση αγωγών μεταφοράς, ώστε το ανακυκλωμένο νερό να ενταχθεί στο υδατικό ισοζύγιο και να αξιοποιείται όπου δυνατόν (κυρίως στην άρδευση). Σημειώνεται ότι περίπου 70% της συνολικής κατανάλωσης νερού αφορά την άρδευση αντί την ύδρευση. Επομένως, η αύξηση της χρήσης ανακυκλωμένου νερού στη γεωργία μπορεί να εξοικονομήσει σημαντικές ποσότητες πόσιμου νερού.
(ε) Περιορισμός μη απαραίτητης κατανάλωσης στους αστικούς και τουριστικούς τομείς. Ειδικότερα:
Μακροπρόθεσμες Λύσεις και Βιωσιμότητα
Επειδή το υδατικό πρόβλημα δεν είναι πρόσκαιρο αλλά δομικό, απαιτείται ένα σύνολο μόνιμων παρεμβάσεων που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των υδατικών μας πόρων. Οι κυριότεροι άξονες μακροπρόθεσμης στρατηγικής περιλαμβάνουν:
(i) Αναδιάρθρωση της αγροτικής χρήσης νερού: Επανεξέταση του μοντέλου αξιοποίησης νερού στον αγροτικό τομέα. Είναι απαραίτητος ένας ειλικρινής διάλογος με τους αγρότες για ρεαλιστικές αποφάσεις, ώστε να μειωθεί σταδιακά η καλλιέργεια υδροβόρων προϊόντων και να υιοθετηθούν αποδοτικότερες μέθοδοι άρδευσης. Η συνέχιση καλλιεργειών που απαιτούν τεράστιες ποσότητες νερού με μη αποδοτικούς τρόπους άρδευσης δεν θεωρείται βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
(ii) Υιοθέτηση έξυπνων τεχνολογιών και ψηφιοποίηση δικτύων: Προώθηση νέων τεχνολογιών για πιο αποτελεσματική διαχείριση και παρακολούθηση της διαχείρισης του νερού, τόσο στην ύδρευση όσο και στην άρδευση
(iii) Εκσυγχρονισμός δικτύων υποδομής: Σταδιακή αναβάθμιση των αστικών δικτύων ύδρευσης και των αρδευτικών υποδομών. Αυτό περιλαμβάνει αντικατάσταση πεπαλαιωμένων αγωγών, ζωνοποίηση δικτύων και καλύτερο έλεγχο πίεσης για μείωση διαρροών, καθώς και βελτίωση των φραγμάτων και των ταμιευτήρων όπου χρειάζεται για μεγαλύτερη αποδοτικότητα στη συγκράτηση νερού.
(iv) Βιώσιμη ανάπτυξη νέων πηγών: Ο σχεδιασμός κάθε νέας υδατικής υποδομής πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη βιωσιμότητα. Για παράδειγμα, οι νέες μονάδες αφαλάτωσης οφείλουν να συνδέονται απευθείας με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για να μειωθεί το ενεργειακό τους αποτύπωμα.
(v) Οικονομικά κίνητρα εξοικονόμησης: Αναθεώρηση της τιμολογιακής πολιτικής του νερού με τρόπο που να ενθαρρύνει την εξοικονόμηση και να αποθαρρύνει τη σπατάλη. Σήμερα, το νερό είναι φθηνό. Για έναν τόσο πολύτιμο και σπάνιο πόρο, η τιμολογιακή πολιτική πρέπει να αναθεωρηθεί. Η εφαρμογή κλιμακωτών τιμολογίων (όπου η υπερβολική κατανάλωση πληρώνεται πολύ ακριβότερα) σε συνδυασμό με ανταμοιβές ή επιδοτήσεις για πρακτικές εξοικονόμησης (π.χ. χρήσης τεχνολογιών χαμηλής κατανάλωσης) θα δημιουργήσει οικονομικά αντικίνητρα στην υπερβολική χρήση νερού. Για τα κίνητρα και αντικίνητρα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του νοικοκυριού.
(vi) Να μάθουμε από χώρες με παρόμοια προβλήματα, όπως χώρες της Μέσης Ανατολής. Το Ισραήλ έχει αναπτύξει προωθημένες τεχνολογίες για την εξοικονόμηση και εκμετάλλευση του νερού. Ενδελεχής μελέτη τέτοιων πρακτικών θα είναι ωφέλιμη και για μας.
Συμπέρασμα
Η ανομβρία είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο θα γίνεται εντονότερο χρόνο με τον χρόνο, ωστόσο η λειψυδρία είναι ένα ανθρωπογενές φαινόμενο που φανερώνει την έλλειψη μακροπρόθεσμων και ολοκληρωμένων σχεδιασμών. Συνεπώς, το υδατικό πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι συγκυριακό, αλλά δομικό – και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά ή με προσωρινές λύσεις. Απαιτείται ένας ολοκληρωμένος, μακρόπνοος και ρεαλιστικός σχεδιασμός, βασισμένος σε επιστημονικά δεδομένα, συντονισμένη δράση και ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας. Μόνο με συνδυασμό τεχνογνωσίας, ισχυρής πολιτικής βούλησης και κοινωνικής συνυπευθυνότητας μπορεί να δοθεί αποτελεσματική και βιώσιμη λύση. Η ενίσχυση της προσφοράς (μέσω νέων πηγών νερού, π.χ. αφαλάτωση, ανακύκλωση) πρέπει να συμβαδίζει με τον περιορισμό της ζήτησης (εξορθολογισμός κατανάλωσης, εξάλειψη σπατάλης) σε όλα τα επίπεδα.
Το θέμα του νερού δεν είναι έκτακτο—είναι διαρθρωτικό και δεν αποτελεί απλώς ζήτημα διαχείρισης φυσικών πόρων, αλλά ζήτημα ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές. Χρειάζεται σοβαρό κράτος, ορθολογισμός και κοινωνική ευθύνη. Το «Άλμα» έχει τη βούληση, την πρόταση και τον πολιτικό σχεδιασμό, ώστε η Κύπρος του 2033 να μην συνεχίζει να έχει τα προβλήματα της δεκαετίας του 1970, ούτε να τα αντιμετωπίζει με τις λογικές εκείνης της δεκαετίας.
* Επικεφαλής Κινήματος Άλμα, τέως Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, επισκέπτης Καθηγητής Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου