Ανάμεσα στο συντετριμμένο πλήθος που χειροκροτούσε όρθιο παρατεταμένα, στεκόταν σε περίοπτη θέση έξω από το προστώο της εκκλησίας μια νεαρή κοπέλα. Δεν σπάραζε, αντίθετα χαμογελούσε πια και έλαμπε, παρά τα εμφανώς δακρυσμένα της μάτια.
Κάποια στιγμή το χέρι της φτερούγισε στον αέρα σε μια τρυφερή χειρονομία αποχαιρετισμού προς τη νεκροφόρα που ήταν έτοιμη να αναχωρήσει, με τον πίσω θάλαμο έμφορτο με λουλούδια και με το φέρετρο της μητέρας της. Αυτή κάτι παραπάνω γνωρίζει από όλους τους υπόλοιπους τεθλιμμένους. Δεν έχει λόγους πια να αισθάνεται λύπη· υπερτερεί η ευγνωμοσύνη.
Η Λαζάρια, που έχει το όνομα του παππού της, ήταν 12 ετών όταν η Αλεξία της ανακοίνωσε ότι μόλις έχει διαγνωστεί με καρκίνο. «Δηλαδή, μαμά, θα πεθάνεις;» ήταν η πρώτη αυθόρμητη, σχεδόν αυτόματη ερώτηση που ξέφυγε από χείλη της. Όχι, βέβαια. Φυσικά και όχι.
Και πράγματι, έζησε. Έζησε αρκετά για να τη χαρεί φοιτήτρια, να την καμαρώσει γυναίκα, να τη δει να κάνει τα πρώτα της βήματα στο σανίδι. Έζησε, επίσης, αρκετά για να κάνει πολλά- πολλά από τα θεατρικά της όνειρα πραγματικότητα. Όπως και πολλά από τα δικά μας. Έζησε για να εκπληρώσει το χρέος που ένιωθε προς την ιστορία και τις νεότερες γενιές, να μετουσιώσει σε γόνιμες ιδέες και ερεθίσματα το ριζοσπαστικά δημιουργικό της πνεύμα. Έζησε για να πρωτοστατήσει στη διεκδίκηση του ωραίου και του δίκαιου και μετέτρεψε τη σκηνή σε όχημα για να μοιραστεί βαθιές προσωπικές και κοινωνικές αλήθειες, να τις μετατρέψει σε θεατρικές εμπειρίες σφραγίζοντας και γονιμοποιώντας με αυτές τις καρδιές χιλιάδων.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ΕΖΗΣΕ- γενικά. Έζησε γεμάτα. Έζησε αρκετά για να τεκμηριώσει μια ζωή με νόημα και ουσία, μια ζωή όλο χαρές, λύπες, έρωτες, απογοητεύσεις, ανατροπές, συγκινήσεις, ζωή σημαίνουσα για την ίδια και για τους άλλους. Μια ζωή όπου ντρίμπλαρε περίτεχνα συμβιβασμούς και φόβους, κοίταξε κατάματα και με θάρρος τα απωθημένα της, έξυσε μόνη της τις πληγές της για να τις γιατρέψει. Κι όταν χρειάστηκε, κοίταξε και τον ήλιο κατάματα. Κάποιοι από εμάς θα χρειαζόμασταν δύο, τρεις και πέντε ζωές για να τα πλησιάσουμε όλα αυτά.
Κι όμως, παραδόξως ή αναμενόμενα, αυτά τα πολυώδυνα χρόνια της δοκιμασίας ήταν τα πιο δημιουργικά αυτής της γεμάτης ζωής. Δύσκολα μπορεί κάποιος να απαριθμήσει τα επιτεύγματα της καλλιτεχνικής της πορείας από τις αρχές του 2017 μέχρι και ελάχιστες μέρες πριν εκπνεύσει. Παράλληλα, κατόρθωσε μέσα σ’ αυτά τα τόσο πυκνά σε εμπειρίες και συναισθήματα χρόνια να τακτοποιήσει εκκρεμότητες, να κλείσει με γλυκύτητα και σύνεση ανοιχτά κεφάλαια, να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και τον κόσμο, να τα έχει όλα όσο το δυνατόν τακτοποιημένα, όπως κάποιος που πριν αναχωρήσει για ταξίδι φροντίζει να έχει το σπίτι καθαρό, τα λουλούδια ποτισμένα, τα σκυλιά ταϊσμένα.
Η αγάπη για τη ζωή αποδείχτηκε η καλύτερη θεραπεία, εκείνη που παρέτεινε τη διάρκεια του βίου. Όχι μια αγάπη παθητική, αλλά μια λαχτάρα μαχητική, μια επιθυμία να την πιάσει από τα μαλλιά και να της φωνάξει πως «όσο είμαι εδώ, θα ζω».
Έτσι στέρησε από τον καρκίνο την ικανοποίηση της νίκης. Το θηρίο «κακοπέρασε» μαζί της, λύγισε από το φως που γεννάει η γενναιότητα της δημιουργίας. Έτσι, υπό μία έννοια, η Αλεξία έφυγε πλήρης όχι μόνο έργων αλλά και ημερών, αφήνοντας πίσω το πιο σπουδαίο μάθημα: ότι δεδομένου πως όλοι ζούμε μέχρι να πεθάνουμε, αξίζει να διεκδικείς τη ζωή ως την ύστατη αναπνοή.
Συνεπώς, η Λαζάρια υποθέτω ότι το εισέπραξε αυτό και το κατάλαβε. Το βίωσε μέσα από την ίδια τη στάση ζωής της μητέρας της, πέρα και μέσα από βλέμματα, κινήσεις, πράξεις, λόγια που έπεσαν κάτω ή που έμειναν μετέωρα. Και πολύ πέρα, φυσικά, από λόγια του αέρα σαν αυτά που διαβάζετε τώρα. Δεν θα μπορούσε να μη συνειδητοποιήσει ότι, εκτός από μορφή ελευθερίας, αυτή η στάση είναι που καθιστά μια ζωή ολοκληρωμένη.
Η απώλεια είναι πάντα απώλεια, αλλά έχει νόημα άραγε να θρηνούμε έναν άνθρωπο που φώτισε, ακριβώς επειδή δεν φοβήθηκε να ζήσει;
Ελεύθερα, 9.11.2025










