Οι πρόσφατες συζητήσεις και αρθρογραφίες περί της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας καθώς και οι τοποθετήσεις των δύο κυβερνήσεων χρήζουν μιας πολύ ψύχραιμης προσέγγισης.
Αυτό το έργο δηλώνουν κατ’ επανάληψη και οι δύο κυβερνήσεις ότι το θέλουν να υλοποιηθεί και θα υλοποιηθεί. Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση το θεωρεί έργο μεγάλης και στρατηγικής σημασίας και αναγκαίο να πραγματοποιηθεί. Το Ισραήλ δηλώνει κατά καιρούς ότι συμφωνεί και θα το ενδιέφερε να εμπλακεί.
Φυσιολογικά προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν προχωρεί. Οι πλείστοι εστιάζουν στις οικονομικές και τις τεχνικές δυσκολίες του έργου. Είναι αυτές οι δυσκολίες ανυπέρβλητές; Κατά την κρίση μου όχι, από τη στιγμή που και η Ε.Ε. συνδράμει και η καλή θέληση Ελλάδας και Κύπρου για δίκαιη οικονομική επιβάρυνση είναι δεδηλωμένη. Εφόσον λοιπόν ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια τι θα εμποδίζει την υλοποίηση του έργου; Δυστυχώς κατά την άποψη μου το πραγματικό αγκάθι προς πραγματοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου αλλά εξαιρετικά ωφέλιμου έργου, ακούει στο όνομα ΑΣΦΑΛΕΙΑ.
Είναι ακριβώς το ίδιο αγκάθι το οποίο παρεμποδίζει την υλοποίηση συμφωνίας ανακήρυξης ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας, ανεξάρτητα και πέραν από άλλα εμπόδια, που ενδεχομένως υπάρχουν. Αυτή η αδυναμία είναι που δημιουργεί τη δυνατότητα στην Τουρκία να δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, βλέπε τουρκολιβυκό μνημόνιο κ.ο.κ. Είναι ως εκ τούτου αναγκαίο να υπάρξει μια συναπόφαση κοινής διαχείρισης του ζητήματος. Όπως είναι επίσης απαραίτητο να ξεκαθαρίσει τη θέση της, επι του ιδίου ζητήματος και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι κατά τη γνώμη μου αδιανόητο η Ε.Ε. να ζητεί από την μια υλοποίηση του έργου και μάλιστα να προειδοποιεί για οικονομικές και άλλες συνέπειες στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί, αλλά ταυτόχρονα να σφυρίζει αδιάφορα για το θέμα ασφάλειας του έργου. Εφόσον αυτό το έργο είναι και ευρωπαϊκής σημασίας και αφορά δύο κράτη μέλη της Ένωσης, τα οποία οριοθετούν τα σύνορα της, με μια τεράστιας σημασίας περιοχή, γιατί να αδιαφορεί για την ασφάλεια του έργου; Μάλιστα μιλούμε για τη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Εξαιρετικά ευαίσθητη και ταραχώδη, κομβικό σημείο από αρχαιοτάτων χρόνων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια περιοχή στην οποία ήδη έχει «βάλει χέρι» ο πλανητάρχης, βλέπε Γάζα, και που αν η Ε.Ε. δεν εμπλακεί ενεργά κινδυνεύει να εξοστρακισθεί ως σημαντικός δρώντας. Από την άλλη δικαιούται κάθε πολίτης της Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας να διερωτηθεί, γιατί η Ε.Ε. αδιαφορεί για την ενεργειακή ασφάλεια δύο Κρατών μελών της, αλλά κάνει τα πάντα για τη ενεργειακή και όχι μόνο ασφάλεια ενός μη κράτους μέλους.
Φυσικά και σε αυτήν την περίπτωση ισχύει το σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει. Είναι γι΄ αυτό που έχω προαναφέρει ότι είναι αναγκαίο να υπάρξει κοινός αποφασιστικός χειρισμός από Ελλάδα και Κύπρο, μακριά βέβαια από τα φώτα της δημοσιότητας. Πιθανότατα βέβαια υπάρχει συμφωνημένη κοινή διαχείριση επί του θέματος, οπόταν οι αναφορές μου, καθίστανται καθαρά ένας προβληματισμός και τίποτα άλλο.
Είμαι της έντονης άποψης ότι αυτό το ζήτημα θα πρέπει να αντικρίζεται με την ίδια σοβαρότητα και υπευθυνότητα και από τους άλλους πολιτικούς δρώντες σε Κύπρο και Ελλάδα. Εννοώ τα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ. Τα θέματα ασφάλειας, με δεδομένο μάλιστα τον τουρκικό αναθεωρητισμό και την επιθετικότητα της Άγκυρας, δεν προσφέρονται για οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευση. Θα διερωτηθεί ίσως κάποιος. Μα δεν θα σχολιάζονται; Δεν θα αναφέρονται αυτά τα θέματα;
Θεωρώ ότι ο καθένας κατανοεί ότι και να σχολιάζονται, και να αναφέρονται, και να κρίνονται και να επικρίνονται είναι θεμιτό. Προς τούτο όμως υπάρχουν οι τρόποι, υπάρχουν και τα κατάλληλα βήματα. Είναι όμως ανεπίτρεπτο να δέχονται συστηματική επίθεση όσοι αξιωματούχοι εγείρουν καθηκόντως, προβληματισμούς π.χ. για τη βιωσιμότητα του έργου. Ούτε αποτελεί συμβολή στην προσπάθεια υλοποίησης του, μια καταπιεστική συμπεριφορά.
Μια συμπεριφορά η οποία αποσκοπεί στην χρησιμοποίηση του δημοσίου αισθήματος κατά τρόπο που να υποχρεώσει έναν συμβαλλόμενο να συναινέσει σε ενέργειες που δεν δικαιολογούνται και δεν τεκμηριώνονται. Αν ένας συμβαλλόμενος, οποιοσδήποτε και αν είναι, έχει κάνει λάθος σχεδιασμούς ή έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι τρίτων στις οποίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί, οφείλει να βρει τις λύσεις και να αναλάβει τις ευθύνες του. Όχι να προσπαθεί να φορτώσει το κόστος των λύσεων και τις ευθύνες στους ώμους άλλων. Οι σχέσεις Κύπρου – Ελλάδας δεν προσφέρονται για κάτι τέτοιο.
Επιστρέφοντας στο θέμα ασφάλεια φρονώ ότι είναι η ώρα να ιδωθεί με καθαρό μυαλό το κύριο εμπόδιο, κατά την κρίση μου, όχι μόνο στο υπο αναφορά θέμα, αλλά και σε όλα τα άλλα. Το κύριο εμπόδιο, ακούει στο όνομα Τουρκία. Είναι μάλιστα πάρα πολύ παράδοξο το εξής γεγονός: Ενώ τα τελευταία χρόνια ο τουρκικός αναθεωρητισμός ολοένα και εντείνεται και η τουρκική επεκτατικότητα αυξάνεται, σε Ελλάδα και Κύπρο, όσοι αρνούνται να δουν αυτήν την πραγματικότητα, γίνονται όλο και πιο έντονοι. Και το μόνο που ουσιαστικά εισηγούνται είναι διαρκείς υποχωρήσεις προς κατευνασμό του θηρίου.
Αυτή η στάση όμως όχι μόνο δεν οδηγεί σε εκλογίκευση την τουρκική πολιτική αλλά δίνει και άλλοθι σε ορισμένους εταίρους της Ελλάδας και της Κύπρου, για να τηρούν μία στάση ναι μεν άλλα, προς εξυπηρέτηση των δικών τους στενά κρατικών συμφερόντων. Μια στάση που όχι μόνο καταργεί την εταιρική αλληλεγγύη αλλά τραυματίζει καίρια σε βάθος χρόνου και τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Και επειδή υπάρχουν πάντα οι πρόθυμοι να παρεξηγήσουν και να ερμηνεύσουν όσα γράφω ως πολιτική μετωπικής σύγκρουσης έχω να πω τα εξής:
Ουδείς σέβεται ένα κράτος που δεν σέβεται τον εαυτό του.
Ουδείς υπερασπίζεται κάποιο κράτος που δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του.
Εδώ μάλιστα το ζητούμενο δεν είναι αλληλεγγύη και συμπαράσταση σε οτιδήποτε έκνομο, άδικο ή αντίθετο προς τη διεθνή νομιμότητα. Το αντίθετο εδώ μιλάμε για αιτήματα Κύπρου και Ελλάδας, νόμιμα, δίκαια και πλήρως εναρμονισμένα με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.