Απορρίφθηκε η έφεση του γιατρού ο οποίος πέρσι τον Μάρτιο είχε καταδικαστεί σε τέσσερις μήνες φυλάκιση, για υπόθεση άσεμνης επίθεσης.
Ο συγκεκριμένος ιατρός βαρυνόταν με τέσσερις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης, δηλαδή ότι φίλησε σε τέσσερις περιπτώσεις την ίδια ημέρα ασθενή του. Κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μετά από ακροαματική διαδικασία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών για κάθε κατηγορία, οι οποίες ήταν συντρέχουσες.
Ο ιατρός προσέφυγε στο Εφετείο προσβάλλοντας τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή του, υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να είχε ανασταλεί. Έφεση είχε καταχωρήσει και ο Γενικός Εισαγγελέας γιατί θεώρησε τις ποινές ως ανεπαρκείς.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2020 όταν η παραπονούμενη 23 ετών είχε υποβληθεί σε νάρκωση με σκοπό την εξέτασή της από τον συγκεκριμένο γιατρό. Όταν αυτή άρχισε να συνέρχεται αντιλήφθηκε πως ο γιατρός ήταν δίπλα της στο δωμάτιο χωρίς να υπάρχει άλλο πρόσωπο και σε κάποια στιγμή την φίλησε στο στόμα. Αυτό συνέβη τέσσερις φορές. Ήταν η θέση του κατηγορούμενου, ότι ήταν η παραπονούμενη που τον φίλησε και μετά αυτή έστειλε μήνυμα στη φίλη της για να ζηλέψει, κάτι που το Δικαστήριο απέρριψε.
Το Εφετείο (δικαστές Χαραλάμπους, Κονής και Στυλιανού) έκρινε πως οι επιβληθείσες ποινές κινούνται στο εύρος της επιείκειας. Η αύξηση της προβλεπόμενης ποινής το 2009 και το ότι επρόκειτο για τέσσερεις διακριτές άσεμνες επιθέσεις (έστω και σε σύντομο χρόνο) από ιατρό σε ασθενή του, η οποία ανέκαμπτε από αναισθησία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μεγαλύτερες ποινές, ιδιαίτερα σε άτομο το οποίο δεν είχε προς όφελός του την έκπτωση λόγω παραδοχής.
Αντιλαμβανόμαστε βέβαια, προσθέτουν οι δικαστές, ότι η επιείκεια την οποία επέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο εδράζεται κυρίως στη συνεκτίμηση της εξωδικαστικής τιμωρίας, στις δυσμενείς συνέπειες τις οποίες η καταδίκη επιφέρει στην επαγγελματική σταδιοδρομία του κατηγορούμενου και στην κοινωνική απαξίωση την οποία βιώνει ένεκα της καταδίκης του. «Δεν διαφωνούμε με τη σημασία την οποία απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ζητήματα αυτά. Ενδεχομένως, αποδίδοντας την ίδια σημασία να επιλέγαμε υψηλότερη ποινή. Όμως δεν είναι αυτό το ζητούμενο».
Το Εφετείο απέρριψε τελικώς τόσο την έφεσή του κατά της καταδίκης και τη μη αναστολής της ποινής φυλάκισης, όσο και της έφεσης του Γ. Εισαγγελέα.