Αυτή η κυρία κάθισε απέναντί μου στο λεωφορείο και ξεκίνησε να διαβάζει την Αγία Γραφή.
Είχε βάλει σημαδάκι με ένα πράσινο post it στην Α’ προς Κορινθίους του Αποστόλου Παύλου – «ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐθέν εἰμι {…}». Ψέλλισε κάτι στο στόμα της, ευχή κι εσωτερική επιθυμία για να της φανερωθεί το Άλλο όπως ο Φανούριος πράττει με τα απολεσθέντα, έκανε το σταυρό της, φίλησε το ευαγγέλιο, το έκλεισε, άγγιξε σα να ‘ταν χέρια νεογέννητου το μπλε εξώφυλλο με τον χρυσό σταυρό και το έβαλε προσεκτικά μέσα στην τσάντα της.
Κοίταξε για λίγο έξω απ’ το παράθυρο: Την Μάρνης, μερικούς αλλοδαπούς που κοιμούνται ακόμα κάτω από σκηνές ή με το κεφάλι ασκέπαστο παρακαλώντας για ξαστεριά, τις εθελόντριες που έφερναν ζυμαρικά και ρούχα για τα παιδιά, ένα πανό που έγραφε για την «ελευθερία στην Παλαιστίνη» και κάτι στα αραβικά για τη Γάζα, δυο τρεις μεσάζοντες που αναγνωρίζονται πιο εύκολα κι απ’ τους λευκούς στην Αντίς Αμπέμπα.
«Μόνο ο Θεός θα μας σώσει, καλή μου κυρία», σκέφτηκα. Ο όποιος Θεός. Με το όποιο όνομα. Κι όχι, φυσικά, εκείνος του Τατσόπουλου, του «διαβολικού», ο μη υπαρκτός – εκείνος που σου δίνει σήμα πως «πλανάται» και μυρίζεσαι την αύρα του καθώς αναγνωρίζεις τα μη δεδομένα ως «θαύμα» και «φως».
Δεν είδα σ’ εκείνη την κυρία αισθήματα μειονεξίας, προκατάληψη, άρνηση της δύναμης του νου, επιφύλαξη, εχθρότητα, μίσος για όσους ζουν καλύτερα από εκείνη – δεν θα ‘ναι πολλοί, βέβαια. Είδα φόβο. Εκείνο τον απροσδιόριστο που καρφώνεται στο βλέμμα και προδίδεται από τα μάτια κάθε φορά που αντικρίζουν τα πιο μύχια κομμάτια της σκέψης να αποσυνδέονται, να αποσυντίθενται. Είναι εύκολο να αναγνωρίζεις τους ανθρώπους όταν κλονίζονται – τα σπασμένα νερά είναι γενετήσια συμπεριφορά.
Στις μέρες της μεγάλη κρίσης, των μεγάλων προβλημάτων, των αξεδιάλυτων ορίων, οι άνθρωποι στρέφονται στην πίστη, στην Τέχνη ή στην καταστροφή. Στη δημιουργία ή στο κακό. Στο ρεαλιστικό ή στη φαντασία. Στο ουσιώδες ή στο φτηνό και ξεφλουδισμένο παρελθόν που σέρνει με επιταχυνόμενη πορεία το βαγόνι στο γκρεμό για να το διαλύσει εις τα εξ ων συνετέθη. Ουσιαστικά τίποτα δεν μένει όρθιο – υπάρχει ένας ακούνητος εσωτερικός ανεμοστρόβιλος που τα τελευταία χρόνια συμπαρασύρει σχέσεις, δουλειές, φιλότιμο, απαξιώνει ζωές και πυρπολεί ελπίδες.
Ο κόσμος μας δεν είναι ίδιος πια. Ο κόσμος άλλαξε. Το βλέπεις ιδίως στους εικοσάχρονους. Που βιώνουν την τεχνολογική κρίση στο πετσί τους αν και τους σαγηνεύει ως «μάννα». Κι αυτή υπόγεια τους μεταμορφώνει στο «άλλο».
Κάποτε ήταν κι αυτός ένα παιδί. Λεπτό και κοκαλιάρικο όπως παραμένει και σήμερα, στα 51 του. Στο σπίτι του άκουγε Μανώλη Αγγελόπουλο – τα «μαύρα μάτια σου», τη «μολυβιά», το «σβήσε με κυρά μου», το «όσο αξίζεις εσύ». Θυμάται ακόμη τη συναυλία στο Λυκαβηττό με τον τσιγγάνο, αυτήν που είχε δει σε βιντεοκασέτα – ήταν λες και ήθελε να αρπάξει λίγο ταλέντο, να αφομοιώσει το θείο ενδοφλέβια σαν δώρο. Ξεκίνησε να μαθαίνει μπουζούκι.
O πατέρας του στο μεροκάματο, η μάνα του δεν οδηγούσε, σταμάταγε τυχαία αυτοκίνητα στο δρόμο για να τον πάνε από τον δάσκαλό του που ήταν στη Ξυλοφάγου μέχρι το Λιοπέτρι – «θα μας παίξεις, ρε μιτσή λίγο μπουζουκούι;».
Το έπιανε στην αγκαλιά του, κοιτούσε το άνοιγμα στο κέντρο σαν τρύπα που καταπίνει το θόρυβο και ξεκινούσε τις πρώτες νότες από τη «φραγκοσυριανή»: «Θα ‘ρθω να σε ανταμώσω / κάτω στην ακρογιαλιά / θα ‘θελα να σε χορτάσω / όλο χάδια και φιλιά…». Δεν έγραψε ποτέ του τραγούδια τελικά. Αλλά ανέβηκε πίστα. Αστόχησε εύστοχα. Κι είδε από ψηλά τη μιζέρια, το στραβό χείλος, τη γκρίνια, γράφοντας δημόσια για όλα τα στραβά της· είδε ψύχραιμα τα αναίτια αγανακτισμένα που τρέφουν το ερείπιο δημιουργώντας μορφές τεράτων και Εφιάλτες χαιρετώντας τα. Δεν είπε λέξη. Έπραξε.
Αυτή είναι μία από τις ιστορίες της ζωής του που μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ο Θανάσης Φωτίου, και που σήμερα, Παρασκευή, λίγο πριν αποχαιρετίσουμε το ζεστό αυτό Καλοκαίρι που ο Πλούτωνας χτυπάει τους Υδροχόους σα να ‘ταν άλυτα χταπόδια στην ακτή, αφήνει τον όμιλο του Φιλελευθέρου γι’ άλλα μέρη κι άλλες πολιτείες μαγεμένος από το σιγουτραγούδισμα της Κίρκης.
Ένα παιδί λαϊκό από τα εντόσθιά του, τετραγωνισμένο, γεννημένο και τρεφόμενο από τα αναγκαία μερικών καμάρων για πολλά χρόνια, που μόνο του προσπάθησε και κοπίασε και δούλεψε και πέτυχε στις σκυταλοδρομίες της βαριάς καθημερινότητας, μέσα σε ανταριασμένες θάλασσες όπου τράβαγε να σώσει όσους σώζονταν, αλλά κι όσους δεν του έδιναν καν το χέρι τους προς βοήθεια για ν’ ανέβουν κι αυτοί στη δική του μικρή βάρκα. Κι αν μπορούσαν και στη δική του μεγάλη πίστα. Με εκείνον στο τιμόνι. Κι όρτσα τα πανιά. Κι όρτσα στο αγέρι! Και πάλι, Θανάση.
Μυαλό και χέρια – να τι χρειάζεται, τελικά, ο άνθρωπος για να προοδεύει. Και λίγο ταλέντο ν’ αγαπά.
Ελεύθερα, 31.8.2025