«Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ. Πέθανε στις 3 Αυγούστου αφού εκείνη τη μέρα έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει τον μπέμπη της. Χάσαμε τα παιδιά μας μαζί με άλλους 104 ανθρώπους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Δεν ζω, απλά υπάρχω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου».
Ο μπέμπης της Μαργαρίτας ήταν το πρώτο θύμα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, την ημέρα που σταμάτησε ο χρόνος για δεκάδες οικογένειες και για όλους τους Έλληνες.
Η μητέρα του έφυγε 12 μέρες μετά, αφήνοντας τον σύζυγό της Ανδρέα μόνο του, να αναρωτιέται σχεδόν καθημερινά, να ψάχνει μέσα του τα «αν» και τα «γιατί» της δικής του προσωπικής τραγωδίας.
Εκείνη τη Δευτέρα 23 Ιουλίου του 2018 ο γιος του πυροσβέστη Ανδρέα Δημητρίου και της συζύγου του Μαργαρίτας έκλεινε έξι μήνες ζωής και οι γονείς του θα πήγαιναν να δουν τα ρούχα που θα φορούσε ο μπέμπης στη βάφτιση.
«Θυμάμαι που μου είχε πει η γυναίκα μου “πάμε πρώτα να δούμε τα ρούχα του παιδιού και μετά πήγαινε στην υπηρεσία”. Εγώ τότε της αρνήθηκα. Αν όμως την είχα ακούσει, ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα» θα πει μετά από καιρό προσθέτοντας: «Κάθε βράδυ ψάχνω τα “αν” αλλά δεν καταλήγω πουθενά».
Τα ίδια “αν” μαζί με πάρα πολλά “γιατί” ταλανίζουν ακόμη τους συγγενείς των θυμάτων και των εγκαυματιών που μόνο δικαιωμένοι δεν νιώθουν – ακόμη και μετά από τη δίκη για το Μάτι – εφτά χρόνια έπειτα από εκείνη την εφιαλτική ημέρα που δεν θα φύγει ποτέ από τη μνήμη τους.
Η αρχή της τραγωδίας
Λίγο μετά τις τρεις το απόγευμα εκείνης της μαύρης Δευτέρας ένας 65χρονος κάτοικος στην περιοχή Νταού Πεντέλης, προσπαθεί να κάψει κάποια κούτσουρα, πιστεύοντας ότι όλα θα εξελιχθούν ομαλά.
Στις πέντε παρά είκοσι κάμερα ασφαλείας σε παρακείμενη κατοικία, καταγράφει λευκό καπνό να υψώνεται ανάμεσα σε μια διώροφη κατοικία και μια πρόχειρη κατασκευή που παραπέμπει σε μαντρί ή κοτέτσι.
Σε ελάχιστα λεπτά η φωτιά που ξεκινάει παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και οι ισχυροί δυτικοί άνεμοι τη σπρώχνουν ανατολικά με κατεύθυνση προς το Νέο Βουτζά, ενώ το 199 της Πυροσβεστικής ειδοποιείται στις πέντε παρά δέκα.
Από εκείνη τη στιγμή και τις επόμενες ώρες η τότε πολιτική ηγεσία, τα δύο πρώτα ονόματα στην ιεραρχία της Πυροσβεστικής αλλά και η Αστυνομία, χάνουν τα αυγά και τα καλάθια, κάνοντας απανωτά λάθη που αποδείχθηκαν μοιραία.
Το πρώτο ήταν η μετακίνηση τουλάχιστον 11 οχημάτων από την περιοχή της Νέας Μάκρης στη φωτιά της Κινέτας και το δεύτερο η λάθος εκτίμηση των Σωτήρη Τερζούδη-Βασίλη Ματθαιόπουλου (αρχηγός και υπαρχηγός της Πυροσβεστικής αντίστοιχα) για τη φωτιά που περνάει από τον Νέο Βουτζά και πλησιάζει το Μάτι.
Η πύρινη λαίλαπα που σάρωσε τα πάντα
Τα λάθη του κρατικού μηχανισμού διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ η φωτιά φτάνει στο Μάτι και άνθρωποι αρχίζουν να φεύγουν αλλόφρονες, χωρίς να έχουν πάρει οδηγίες από τους αρμόδιους. Θα είναι άθελά τους οι πρωταγωνιστές της τραγωδίας που θα εξελιχθεί τις επόμενες ώρες σε αυτό τον παράδεισο που μετατράπηκε σε επί γης κόλαση.
Όταν η Αστυνομία κλείνει τη Λεωφόρο Μαραθώνος, ουσιαστικά σπρώχνει όσους ήθελαν να φύγουν αλλά κι αυτούς που έρχονταν αναζητώντας τους δικούς τους, πίσω στο Μάτι, προς το Κόκκινο Λιμανάκι.
Αυτοί που επέζησαν αποκαλούν πλέον το συγκεκριμένο δρόμο «ο δρόμος του θανάτου», αφού εκεί εγκλωβίστηκαν δεκάδες άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητά τους και στο λεγόμενο «οικόπεδο του θανάτου» όπου έσβησαν 26 άτομα που δεν είχαν δρόμο διαφυγής.
«Καιγόταν ότι ήταν εύφλεκτο, ξύλα, κολόνες της ΔΕΗ, σπίτια τα πάντα…» καταγράφηκε σε μια από τις εκατοντάδες μαρτυρίες εκείνης της εφιαλτικής βραδιάς. «Κατέβηκα στις παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα της κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη. Εκείνη την ώρα είδα και τον πρώτο νεκρό. Ήταν ένας καμένος άνθρωπος ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου».
Ο αριθμός των νεκρών αρχίζει να μεγαλώνει, όσο περνούν οι ώρες ενώ όσοι καταλήγουν στη θάλασσα παλεύουν με τα νερά και την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ειδικά οι ηλικιωμένοι, ενώ βοήθεια δεν έρχεται από το πουθενά. Όταν οι πυροσβέστες βρίσκουν τις πρώτες σωρούς, ενημερώνουν το Συντονιστικό αλλά ο τότε υπουργός προστασίας του πολίτη Νίκος Τόσκας φέρεται να επιλέγει την σιωπή μαζί με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους.

«Νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καίγονταν, αλλά ήταν οι γονείς μου»
Ο Τόσκας είναι ο άνθρωπος που μετά την τραγωδία θα βγει να δηλώσει ότι δεν έβρισκε λάθη στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, ενώ ο τότε αρχηγός της αστυνομίας δήλωνε περήφανος για τη δουλειά της ΕΛΑΣ. Η μαρτυρία που ακολουθεί μάλλον θα κάνει τον τελευταίο να αισθάνεται άβολα για τα όσα έλεγε σε εκείνη την αλήστου μνήμης συνέντευξη τύπου, όταν οι νεκροί είχαν φτάσει τους 84 ανθρώπους.
«Στο εξοχικό στη Νέα Μάκρη πήγαιναν, αλλά δεν έφτασαν ποτέ γιατί τους σταμάτησαν στη Ραφήνα και τους έστειλαν από το Μάτι…Όταν μίλησα στις 18.20 μου είπαν να μην ανησυχώ και πως υπάρχει Αστυνομία και τους κατευθύνει. Εγώ τους είπα να κάνουν αναστροφή προς Αθήνα αλλά ούτε αυτό τους άφησαν με αποτέλεσμα στις 18.43 να έχω το τελευταίο τηλεφώνημα, όπου τους ρώτησα που είναι. Η μαμά μου είπε ότι είναι μέσα στις φωτιές. Τη ρώτησα αν υπάρχει κάποιος να τους κατευθύνει και μου είπε ότι δεν υπάρχει κανείς».
Λίγες ώρες μετά ο άνθρωπος αυτός αναζητάει μέσα στο σκοτάδι, τα καμένα σπίτια και τα αποκαΐδια τους γονείς του, αφού δεν μπορεί πια να τους βρει στο τηλέφωνο. «Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν είδα το αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Τελικά με πήραν γύρω στις πέντε τα ξημερώματα και μου είπαν ότι τους βρήκαν. Πήγα και αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καίγονταν, ήταν οι γονείς μου».

Οι καμένοι και το Συντονιστικό της πλάκας
Σε μια περιοχή που πνιγόταν στο πράσινο, τη νύχτα της 23ης Ιουλίου και το ξημέρωμα της Τρίτης, άνθρωποι πνίγηκαν στη θάλασσα και δίδυμα αδερφάκια απανθρακώθηκαν μέσα σε αυτοκίνητα, ένα από τα εκατοντάδες που κάηκαν ενώ οι μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές.
«Συνάντησα τον αδερφό μου» περιέγραψε ένας επιζών «και μέχρι τις δέκα το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί».
Τη Δευτέρα λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένας αμήχανος Αλέξης Τσίπρας φτάνει στο Συντονιστικό Κέντρο της Πυροσβεστικής και ακούει τον Τόσκα και τον Τερζούδη να του λένε ότι η φωτιά είναι υπό έλεγχο, ενώ του απαριθμούν κάποιες περιοχές.
Κανένας δεν αναφέρεται στο Μάτι, του μιλάνε για φωτιά στο Νέο Βουτζά και την Ραφήνα αλλά παρόλο που είναι γνωστό ακόμη και στα ΜΜΕ ότι υπάρχουν νεκροί εκεί, κανείς δεν ενημερώνει τον τότε πρωθυπουργό.
Οι απειλές για το πόρισμα
«Στο Μάτι υπήρχαν παντού τέφρες και μια μυρωδιά θανάτου» είπε καιρό μετά ένας πατέρας που έψαχνε τον γιο του μέσα σε αυτή την κόλαση. «Όλα λιωμένα, ακόμη και τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες, έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό. Ήταν πτώματα μέσα σε κίτρινες σακούλες. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδί. Μετά μας είπαν να δώσουμε DNA και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί».
Όταν ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής Δημήτρης Λιότσιος αναλαμβάνει να συντάξει το πόρισμα για την τραγωδία στο Μάτι, καταλαβαίνει πολύ γρήγορα ότι το έργο του δεν θα είναι εύκολο.
Οι πιέσεις είναι αφόρητες και ο Βασίλης Ματθαιόπουλος που προήχθη σε αρχηγό της Πυροσβεστικής του δίνει να το καταλάβει και με το παραπάνω σε ένα προκαθορισμένο ραντεβού τους. Μόνο που δεν αντιλαμβάνεται ότι ο επιπυραγός έχει πατήσει το κουμπί rec του κινητού του και ηχογραφεί τη συνομιλία τους ή για την ακρίβεια, τις απειλές που δέχεται.
Ο νέος αρχηγός χρησιμοποιώντας ενίοτε αγοραίες εκφράσεις του λέει εν πολλοίς: «Πού πας να δείξεις τις ικανότητές σου με τα θηρία; Με 100 νεκρούς. Πού πας ρε; Εάν γράψεις για ευθύνες των ανωτέρων σου όλοι θα μαζευτούμε και θα σε σκίσουμε».
Του δίνει και οδηγίες πως να συντάξει το πόρισμα τονίζοντας να εστιάσει στους ανέμους, την καύσιμη ύλη, τη μίξη πεύκων με σπίτια και την άναρχη δόμηση.
Ο Λιότσιος φεύγει από το γραφείο του Ματθαιόπουλου αλλά δεν θα υποκύψει στις απειλές του αρχηγού. Θα κάνει τη δουλειά του, θα ενημερώσει εισαγγελέα και ανακριτή για τα όσα βιώνει, ενώ το ηχητικό απόσπασμα από τη συνομιλία του με τον Ματθαιόπουλο που δημοσιοποιείται από τη «Καθημερινή» σοκάρει την κοινή γνώμη και τους συγγενείς των θυμάτων.
Το πόρισμά του «καίει» τον Βασίλη Ματθαιόπουλο, τον Σωτήρη Τερζούδη, τον τότε Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Ιωάννη Καπάκη και τον πρώην διοικητή του ΕΣΚΕ Ιωάννη Φωστιέρη που μετά τη δίκη για την πιο φονική πυρκαγιά όλων των εποχών στη χώρα μας, εκτίουν πλέον ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

«Έκλαιγα με ουρλιαχτά»
Η τιμωρία τους ήταν απλά ένα πολύ μικρό βάλσαμο για ανθρώπους που θρηνούν ακόμη, παιδιά, γονείς, συγγενείς και φίλους όπως η 29χρονη σήμερα Περσεφόνη Ζυγομαλά που σώθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει τη γιαγιά της.
«Στις 23 Ιουλίου 2018 μπήκαμε στη θάλασσα στο Μάτι, όχι για να κολυμπήσουμε- η γιαγιά δεν κολυμπούσε άλλωστε πλέον γιατί φοβόταν μην πάθει καρδιά-αλλά για να σωθούμε» ήταν τα λόγια της σε μια ανάρτηση όταν αποφάσισε να μιλήσει μέσα από τα social media.
«Είχα χάσει ήδη μέσα στη μαυρίλα τη φωτιάς και τους καπνούς τη μαμά μου και τον μπαμπά μου-που τελικά γλίτωσαν-κι έτσι η απόφαση ήταν μονόδρομος, πήρα τη γιαγιά και μπήκαμε στη θάλασσα. Οι φλόγες ήταν τεράστιες και ο αέρας καυτός, δεν μπορούσαμε να κοιτάμε πίσω προς τη φωτιά».
Η νεαρή κοπέλα δυσκολεύεται να κρατήσει τη γιαγιά της η οποία αρχίζει να λέει ασυναρτησίες και να χάνει την επαφή με την κόλαση της πραγματικότητας που βίωνε. «Άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά. Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω».
Όταν την πλησιάζουν δύο νεαροί, την πείθουν να αφήσει τη νεκρή πλέον γιαγιά της και να συνεχίσει να κολυμπάει μαζί τους οπότε «μέσα σε λίγα λεπτά ήμασταν πλέον στα ανοιχτά. Μας είχαν πάρει τα κύματα και απλά υπήρχαμε. Χωρίς καμία βοήθεια. Όταν λέμε καμία εννοούμε τίποτε, μόνο βυθός, πανικός και σιωπή».
Συναντούν κι άλλο κόσμο, αλλά κανένα σωστικό μέσο.
«Άρχισα να κρυώνω πολύ, να παγώνω, όλες αυτές τις ώρες σκεφτόμουν πότε θα πεθάνω…Ξαφνικά εμφανίζεται ένα μικρό καΐκι. Ούρλιαξα με ότι είχα και δεν είχα από ενέργεια. Μας άκουσαν, δεν το πίστευα ότι μας άκουσαν!».
Ένας καπετάνιος από το Λαύριο με οχτώ Αιγύπτιους ψαράδες περιμάζεψε την Περσεφόνη Ζυγομαλά και όλους όσους μπορούσε να μεταφέρει, όπως τη νεαρή κοπέλα που βρήκαν λίγο αργότερα στον δρόμο για το λιμάνι της Ραφήνας.
«…Κολυμπούσε ολομόναχη. Ανέβηκε στο καΐκι κι εκείνη. Ήταν συνομήλική μου, αγκαλιαστήκαμε. Δεν γνωριζόμασταν αλλά κλαίγαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης».
protothema.gr