Αιτητές απορρίπτονται από το ΕΕΕ ή τους αποκόπτεται, όταν διαπιστώνεται ότι απέκτησαν οικογενειακή ακίνητη περιουσία, η αξία της οποίας ξεπερνά τις €100.000, παρόλο ότι δεν έχουν το δικαίωμα επικαρπίας της.
Σχετικά παράπονα εξέτασε η Επίτροπος Διοικήσεως, η οποία μετά από έρευνα διαπίστωσε πως άτομα μπορεί και να στερούνται το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης λόγω της στρέβλωσης αυτής στη νομοθεσία και ζητά από την υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας να την επανεξετάσει. Ενώπιον της Επιτρόπου Μαρίας Στυλιανού Λοττίδη, υποβλήθηκαν δύο παράπονα από μονογονιούς ότι τους αποκόπηκε το επίδομα που λάμβαναν επειδή διαπιστώθηκε από την αρμόδια υπηρεσία, ότι απέκτησαν ακίνητη περιουσία που ξεπερνούσε τις €100.000.
Στην μια περίπτωση η αιτήτρια είχε εγγράψει επ’ ονόματί της την οικία που διαμένει η μητέρα της, η οποία διατηρεί δικαίωμα επικαρπίας σ’ αυτή. Στην άλλη περίπτωση, η παραπονούμενη διαμένει μαζί με τα παιδιά της σε προσφυγικό σπίτι, χωρίς κανένα εισόδημα από εργασία ή διατροφή από τον πρώην σύζυγό της, καθώς το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις υποχρεώσεις του λόγω προβλημάτων υγείας. Η αιτήτρια είχε ένσταση για την αποκοπή του επιδόματος ΕΕΕ, υποστηρίζοντας πως άδικα απορρίφθηκε η αίτησή της, καθώς, η περιουσία για την οποία γίνεται λόγος, είναι το σπίτι του πρώην συζύγου της και πατέρα των δύο παιδιών της, το οποίο μεταβίβασε στα παιδιά τους με την επιφύλαξη, όμως, του δικαιώματος επικαρπίας και πως λόγω του δικαιώματος αυτού δεν είναι αξιοποιήσιμο, ούτε διαμένει η ίδια σε αυτό με τα παιδιά της, αλλά ο πρώην σύζυγός της.
Και στις δύο περιπτώσεις, κατά την Επίτροπο, παρατηρείται απόρριψη αιτήσεων ΕΕΕ λόγω ακίνητης περιουσίας που υπερβαίνει σε αξία το όριο των €100.000 και την οποία κατέχουν οι ίδιοι οι αιτητές ή μέλη της οικογενειακής τους μονάδας, κατόπιν μεταβίβασης από οικογενειακό τους πρόσωπο και συγκεκριμένα γονέα, με την επιφύλαξη όμως του δικαιώματος επικαρπίας. Είναι συνήθης πρακτική στην κυπριακή κοινωνία, τονίζει στην Έκθεση, οι γονείς να μεταβιβάζουν την ακίνητη περιουσία τους στα παιδιά τους με εγγραφή δικαιώματος επικαρπίας, με σκοπό την εξασφάλιση αυτών σε περίπτωση που αποβιώσουν αλλά και την εξασφάλιση των ιδίων ότι θα εξακολουθούν να αξιοποιούν και να διαμένουν στην ακίνητη περιουσία που έχουν μεταβιβάσει, χωρίς τα παιδιά τους να έχουν δικαίωμα επ’ αυτής μέχρι τη λήξη της.
Όπως διαπιστώνεται, η περί Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νομοθεσία, πιθανόν να δημιουργεί και/ή προωθεί άδικες λύσεις καθότι με την εφαρμογή του άρθρου 13(α), απορρίπτονται αιτήσεις ΕΕΕ πολιτών, που φαίνεται να έχουν άμεση ανάγκη οικονομικής στήριξης, επειδή η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας τους, ξεπερνά την προβλεπόμενη μέγιστη αξία (€100.000) που δύνανται να κατέχουν με βάση τη νομοθεσία, εξαιτίας του ότι είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας αλλά υποκείμενης σε δικαίωμα επικαρπίας, δηλαδή περιουσίας που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν.
«Οπότε, η απόρριψη αιτήσεων ΕΕΕ πολιτών, για περιουσία που κατέχουν αλλά δεν μπορούν να αξιοποιήσουν, δυνατό να στερεί άδικα και αδικαιολόγητα το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης στα άτομα αυτά, εξουδετερώνοντας στην πράξη τον σκοπό που είχε ο νομοθέτης με την παροχή του εν λόγω επιδόματος», σημειώνει η Επίτροπος.
Μετά τα ευρήματα αυτά, η Επίτροπος εισηγείται όπως η υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, επανεξετάσει το θέμα και προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για εξεύρεση και προώθηση νομοθετικής ρύθμισης, η οποία να εφαρμόζεται σε όλους τους αιτητές ΕΕΕ που τυγχάνει να είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας υποκείμενης σε δικαίωμα επικαρπίας, ούτως ώστε να μη λαμβάνεται υπόψη ακίνητη περιουσία η οποία είναι υποκείμενη σε δικαίωμα επικαρπίας, για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή ΕΕΕ, παρά μόνο όταν το δικαίωμα αυτό λήξει και η ακίνητη ιδιοκτησία περιέλθει ελεύθερη στην κυριότητα του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.









