Τρικυμία προέκυψε στις σχέσεις Ελεγκτικής Υπηρεσίας και Υφυπουργού Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής με αφορμή ειδική έκθεση σχετικά με την έκδοση 100.000 ηλεκτρονικών ταυτοτήτων. Την κρίση πυροδότησε αναφορά του Γενικού Ελεγκτή σε «ιδιάζουσα σχέση» του Υφυπουργού Έρευνας με την εταιρεία η οποία ανέλαβε (με απευθείας ανάθεση) την έκδοση των ταυτοτήτων και στην οποία εργοδοτείτο προηγουμένως, με τον υφυπουργό να αντιδρά κρίνοντας τη σχετική αναφορά «τουλάχιστον ατυχή».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο νυν υφυπουργός προτού αναλάβει το σημερινό του πόστο υπηρετούσε ως εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας που ανέλαβε την εκτύπωση των ταυτοτήτων.
Ο υφυπουργός υποδεικνύει από πλευράς του, πως «η εξέλιξη του έργου υπήρξε αποτέλεσμα θεσμικών και τεχνικών διαδικασιών που ξεκίνησαν από το 2017 και ολοκληρώθηκαν το 2025, υπό την εποπτεία τριών διαφορετικών κυβερνητικών σχημάτων».
Ο Γενικός Ελεγκτής κ. Ανδρέας Παπακωνσταντίνου δεν πείστηκε από τις εξηγήσεις που δόθηκαν και έτσι περιέλαβε στην έκθεση τα περί «ιδιάζουσας σχέσης». Σημειώνει δε και το γεγονός ότι για το έργο έγινε απευθείας ανάθεση χωρίς την προκήρυξη ανοικτών προσφορών. Υποδεικνύει επίσης, πως από κάποιο στάδιο και μετά υπήρχε η ευχέρεια ενημέρωσης των ενδιαφερομένων για επικείμενη προκήρυξη προσφορών, ώστε να προετοιμαστούν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες (υποδομές, εξουσιοδότηση από τις αρχές κοκ) κάτι το οποίο δεν έγινε.
Σε προλογισμό του Γενικού Ελεγκτή αναφέρεται, πως «ο έλεγχος της Υπηρεσίας του επικεντρώθηκε στην απευθείας ανάθεση από το Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής για την έκδοση 100.000 ηλεκτρονικών ταυτοτήτων από Ιδιωτική εταιρεία.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, «τον Οκτώβριο 2024, το Συμβούλιο Προσφορών ενέκρινε την ανάθεση του έργου στην εν λόγω ιδιωτική εταιρεία με εκτίμηση κόστους €3,85 εκατ., χωρίς να προηγηθεί ανοιχτή διαδικασία προσφορών. Το Υφυπουργείο αιτιολόγησε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν άλλοι οικονομικοί φορείς (ΟΦ) με την απαιτούμενη πιστοποίηση».
Ο Γενικός Ελεγκτής καταγράφει και τα ακόλουθα:
-Παρόλο που όντως τη δεδομένη στιγμή φαίνεται ότι δεν υπήρχε άλλος οικονομικός φορέας (ΟΦ) στην Κυπριακή Δημοκρατία, σημειώνουμε τα εξής:
-Δεν είναι ξεκάθαρο ότι άλλοι οικονομικοί φορείς από την ΕΕ δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια ανοιχτή προσφορά, ειδικά αν δινόταν επαρκής χρόνος, με δεδομένο ότι η σχετική νομοθεσία ψηφίστηκε το 2021. Πιθανή συμμετοχή και άλλων οικονομικών φορέων πιθανώς θα διασφάλιζε πιο ανταγωνιστική τιμή.
-Η ανάγκη για τις ηλεκτρονικές ταυτότητες ήταν γνωστή στο Υφυπουργείο πριν την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας, οπότε οποιαδήποτε επίκληση του «επείγοντος» δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
-Ακόμη και όταν αποφασίστηκε να μην ακολουθηθεί η ανοιχτή διαδικασία προσφορών, το Υφυπουργείο θα μπορούσε να ακολουθήσει «Εκούσια Προκήρυξη», η οποία αφορούσε στην παραχώρηση 10 ημερών σε τρίτους να υποβάλουν τυχόν ενστάσεις.
-Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, και με δεδομένο ότι η προσφορά αφορούσε μόνο τις πρώτες 100.000 ηλεκτρονικές ταυτότητες (οπότε αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλοι σχετικοί διαγωνισμοί στο μέλλον) σημειώνουμε ότι το Υφυπουργείο, αναγνώρισε την ανάγκη ύπαρξης υγιούς ανταγωνισμού, και έχει εκφράσει την πρόθεσή του, να προχωρήσει σε διαδικασίες που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή και άλλων οικονομικών φορέων, για την κάλυψη μελλοντικών αναγκών.
Ο Γενικός Ελεγκτής σημειώνει επίσης, πως «η εφαρμογή του έργου έχει ξεκινήσει στις 20.01.2025, και μέχρι σήμερα ο αριθμός έκδοσης ηλεκτρονικών ταυτοτήτων δεν έχει ξεπεράσει τις 10.000, παρόλο μάλιστα, που η αίτηση για τις πρώτες 30.000 είναι δωρεάν. Προφανώς, θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα ενημέρωσης ή άλλα κίνητρα ώστε να υπάρξει ουσιαστική αύξηση του ενδιαφέροντος».
-Δεδομένης της ιδιάζουσας σχέσης του Υφυπουργού με την ανάδοχο εταιρεία, κατά την άποψη μας, το Υφυπουργείο θα έπρεπε να είχε επιδείξει μεγαλύτερη προσοχή στη διαδικασία ανάθεσης.
Στο ιστορικό ανάθεσης της εκτύπωσης των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων καταγράφονται και τα ακόλουθα:
Στις 11.10.2024, εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Προσφορών του Υφυπουργείου (ΣΠ) η απευθείας ανάθεση στην Εταιρεία για εξασφάλιση 100.000 ηλεκτρονικών ταυτοτήτων με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και εκτίμηση δαπάνης ύψους €3,9 εκατ., αφού κρίθηκε ότι δεν υπήρχε άλλος Οικονομικός Φορέας (ΟΦ) που να διαθέτει την απαραίτητη προς τούτο έγκριση από την αρμόδια αρχή που είναι το Τμήμα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΤΗΕ).
Κατά την απευθείας διαπραγμάτευση, η Εταιρεία υπέβαλε προσφορά με ποσό όσο και το ποσό της εκτίμησης δαπάνης, ήτοι €3,9 εκατ. Η διαπραγμάτευση με την Εταιρεία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά €0,5 ανά ηΤαυτότητα, δηλαδή μείωση συνολικά €50.000, και τελικό ποσό σύμβασης τα €3,85 εκατ.
Αναγνωρίζουμε ότι τη δεδομένη στιγμή στην Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), φαίνεται ότι δεν υπήρχε άλλος αδειοδοτημένος Οικονομικός Φορέας (ΟΦ) που θα μπορούσε να συμμετάσχει σε ένα ανοιχτό διαγωνισμό. Επίσης φαίνεται ότι ορθώς το Υφυπουργείο είχε κάνει διερεύνησης της αγοράς, έχοντας έρθει σε επαφή με κάποιους δυνητικούς προσφοροδότες, χωρίς να διαφαίνεται να υπήρξε ενδιαφέρον. Επίσης αναγνωρίζουμε ότι για την εκτέλεση του έργου απαιτείται συγκεκριμένη υποδομή με υψηλό αρχικό κόστος.
Σημειώνονται όμως τα εξής:
▪ Στο σχετικό άρθρο της νομοθεσίας, με βάση το οποίο δόθηκε η έγκριση για την πιο πάνω διαδικασία, αναφέρεται ότι η χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση (δηλαδή απευθείας ανάθεση) επιτρέπεται «μόνο εάν δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο και η απουσία ανταγωνισμού δεν είναι αποτέλεσμα τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων της σύμβασης».
Με δεδομένο ότι τελικά η σύμβαση υπογράφτηκε στις 20 Ιανουαρίου του 2025 (ενώ η λειτουργός ενημέρωσε τον Γενικό Διευθυντή (ΓΔ) στις 30/10/2024), διαφαίνεται ότι το Υφυπουργείο είχε επαρκή χρόνο ώστε να μπορούσε να παραχωρήσει τις 10 ημέρες για τη διαδικασία «Εκούσιας Προκήρυξης».
▪ Δεδομένης της ιδιάζουσας σχέσης που είχε ο Υφυπουργός με τη συγκεκριμένη εταιρεία (ήταν ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Εταιρείας πριν διοριστεί ως Υφυπουργός), το Υφυπουργείο θα έπρεπε κατά την άποψη μας, να ακολουθήσει τουλάχιστον τη διαδικασία «Εκούσιας Προκήρυξης».
Η απόφαση για προσφυγή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τη συγκεκριμένη εταιρεία ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση πρότασης του Υφυπουργείου, αν και όπως υποδεικνύει ο Γενικός Ελεγκτής, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στο Συμβούλιο Προσφορών και όχι στο Υπουργικό.
Στην Έκθεση καταγράφεται επίσης, πως μια μέρα πριν τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Προφορών του Υφυπουργείου, ανώτερος λειτουργός του ( του Υφυπουργείου) έκανε σχετική αναφορά όχι μόνο στη διαδικασία που θα ακολουθείτο αλλά και στην εταιρεία στην οποίαν, τελικά, ανατέθηκε η προσφορά.