16 Οκτωβρίου, 2025
2:15 μμ

Άννα Τενέζη Σε ρυθμό αρχαίας τραγωδίας. Εκδόσεις Αρχύτας 2023

Παλαιότεροι και σύγχρονοι λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι, δεν επιχείρησαν απλώς μεταφράσεις είτε παραφράσεις αρχαιοελληνικών δραμάτων, των τραγωδιών ιδίως, αλλά και δημιούργησαν με τους ιστούς της αρχέτυπης πλοκής τους τις δικές τους συνυφάνσεις καινοτόμων διασκευών έως και ανατρεπτικών δραματουργικών προσεγγίσεων. Καθότι τα απαράμιλλα αυτά αριστουργήματα της κλασικής μας θεατρικής γραμματείας συνιστούν αέναες  πηγές ακένωτης έμπνευσης και δελεαστικής πρόκλησης για πρωτεϊκούς οιονεί μετασχηματισμούς σε ένα νέο αυτοτελές έργο. Εξ ου και οι απειράριθμες ανά το παγκόσμιο σκηνοθετικές προτάσεις, που αιφνιδιάζουν με την ευρηματικότητα των παραστασιακών τους τομών αναδεικνύοντας τον κειμενικό λόγο σε αναγεννητική σκηνική πράξη, ενώ άλλες στην προσπάθειά τους να πρωτοτυπήσουν και με συνεργό την υπερβάλλουσα τεχνολογία φθάνουν όχι σε μετανεωτερικές αλλά μετέωρες ακρότητες χάνοντας το γόνιμο από το ουσιώδες.

Ειδικότερα, οι γενεαλογικές αυτές αναδημιουργίες επιχωριάζουν στην Αισχυλική Ορέστεια, που πυροδοτεί ένα πλέγμα πολλαπλών ερμηνευτικών θεωρήσεων, όπως τη διάσταση ανθρώπινης δικαιοσύνης και θείας δίκης, τη διαπάλη αρσενικού και θηλυκού, πατριαρχίας και μητριαρχίας, τη σύγκρουση μεταξύ παλαιού και νέου δικαίου, της ανθρώπινης βούλησης και της θεϊκής μοίρας. Εξάλλου, ο ίδιος ο Αισχύλος, προκειμένου να θέσει υπό την κρίση του θεατή σημαντικά ιστορικά γεγονότα της εποχής του,  αποτυπώνει τη νοηματική τους σημειολογία σε αλληγορική δραματοποίηση, επιφέροντας στον παραδεδομένο μύθο ρηξικέλευθες μεταβολές και εμπλουτίζοντάς τον συγχρόνως με τις πρωτοποριακές του απόψεις.

Μακρηγόρησα προλογίζοντας την παρουσίαση του αξιόλογου βιβλίου της Άννας Τενέζη, που ευστόχως τιτλοφορεί «Σε ρυθμό αρχαίας τραγωδίας» και ευθέως σχετίζεται με τα ως άνω ψήγματα αληθείας. Καθώς θα ήταν εκ του περισσού, σκοπίμως δεν προβάλλει το θέμα που πραγματεύεται, αλλά την αφετηρία και τον τρόπο της υφολογικής σύνθεσης στο παρόν δημιουργικό της πόνημα. Ωστόσο, στο προϊδεαστικό οπισθόφυλλο επισημαίνει ότι δεν αντιπαρατίθεται στον μέγιστο αρχαίο τραγωδό, παίρνοντας αφορμή από τις «Χοηφόρους» του, για να «κραυγάσει» το δικό της αντιπολεμικό μήνυμα. Επεξηγηματικός ο υπότιτλος: «Μια αντιπολεμική κραυγή κάτω από τον μανδύα της αρχαίας τραγωδίας». Συνεπώς και σύμφωνα με όσα εισαγωγικά παραθέσαμε, για καμιά αντιπαράθεση δεν πρέπει να απολογείται η συγγραφέας, γράφοντας τη δική της και εξόχως ενδιαφέρουσα τραγωδία, που έρχεται να προστεθεί στο σύγχρονο δραματολόγιο «μετα-ποίησης» του αρχαίου τραγικού λόγου.

Με την επάρκεια της φιλολογικής της σκευής επικαλείται τον Αριστοτελικό ορισμό, διατηρώντας τα κατά ποσόν μέρη της τραγωδίας, ήτοι τις οργανωτικές δομές της δράσης με τον πρόλογο, την πάροδο, τα τρία επεισόδια και τα τρία στάσιμα, που καταλήγουν στην εκτενή έξοδο υπό τύπον ενός τέταρτου επεισοδίου στην κορύφωση των εξελικτικών δρώμενων. Εξαίρεση των δομικών προδιαγραφών η ολιγόστιχη ακροτελεύτια δεύτερη έξοδος ως παραινετική υπόμνηση αποφθεγματικής ρήσης για την επικράτηση του δίκαιου απέναντι στο άδικο. Εντός της κατ’ οικονομίαν ενότητας του χωροχρόνου τα πρόσωπα επίσης παραμένουν τα ίδια με αφαίρεση του οικέτη, εφόσον δεν χρειάζεται να αναγγείλει τις αποτρόπαιες πράξεις, που διαδραματίζονται εκτός ανακτόρων. Στους κύριους όμως άξονες, που συγκροτούν τον μύθο στην επεισοδιακή του ροή σε ρυθμούς επιταχυνόμενων διαλόγων και άμεσων στιχομυθιών σε σχέση με την επιβράδυνση των χορικών στα στάσιμα, συναρμόζονται καινοφανή στοιχεία ανατρεπτικής διαφοροποίησης στους ρόλους και τις αντιδράσεις των προσώπων και του χορού.

Κατ’ αρχήν, ο χορός αντί των γηγενών του Άργους βασιλικών θεραπαινίδων, αποτελείται από αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας, συνειρμός που παραπέμπει τόσο στην αιχμαλωσία της Κασσάνδρας από τον «Αγαμέμνονα», την πρώτη τραγωδία της Αισχύλειας τριλογίας, όσο και στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Και δεν έρχονται, όπως στις «Χοηφόρους» με νεκρικές χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα, αλλά με σπονδές ικεσίας στον «σκληρό θεό της ξηρασίας», για να λυπηθεί τα σπαρτά και τα ζωντανά, που εξολοθρεύονται από την ανομβρία. Και πάλι ο πικρός συνειρμός για την ανομβριόπληκτη γη μας. Ο Πυλάδης, αχώριστος σύντροφος του Ορέστη στην εξορία και τον επαναπατρισμό του και ως εκ των συμφραζομένων αρραβωνιαστικός της Ηλέκτρας, δεν είναι ο βωβός και αμέτοχος συνοδός στην Αισχύλεια τραγωδία, αλλά συνεργός στην εκδίκηση έχει ενεργό ρόλο, παρακινώντας τον φίλο του σε στιγμές δισταγμού να τηρήσει την εντολή του Φοίβου Απόλλωνα, προχωρώντας στη μητροκτονία. Νεοφανής προσέτι συγγραφική επινοητικότητα η αποκάλυψη της Ηλέκτρας ότι κυοφορεί τον παράνομο και μισητό καρπό της συνεύρεσής της με τον Αίγιστο, για να εκδικηθεί τη μοιχαλίδα μητέρα της και απεχθή φόνισσα του λατρευτού της πατέρα. Υπερβαίνοντας τη σκηνοθετική σύμβαση των αρχαίων τραγωδιών, η διπλή δολοφονία διαπράττεται από τον Ορέστη σε κοινή θέα, στα ανακτορικά προπύλαια με την Ηλέκτρα να δίνει με το σπαθί του Πυλάδη τα ανταποδοτικά κτυπήματα στον ανόσιο διακορευτή της και εραστή της μητέρας της ως επίδοξο σφετεριστή του θρόνου των Ατρειδών. Επί πλέον, ο Ορέστης, συναντώντας τη γριά τροφό του στην έξοδο και μετρώντας τη γνώμη της, την αναγκάζει να του πει αν έπραξε δίκαια ή άδικα. Συνειδητοποιώντας την απόκρισή της «Κι ό,τι έκανες της μάνας σου μεγάλο κρίμα είναι.», η τραγική του απορία «Από τον φόνο ποια απαλλαγή;/ Πώς λύτρωση στον κόσμο αυτό θε νά ’βρω;» προοικονομεί τις επικείμενες προεκτάσεις στην τρίτη τραγωδία «Ευμενίδες» της Τριλογίας.

Η ευρεσιτεχνία, εν τέλει, στο αξιέπαινο έργο της Άννας Τενέζη εστιάζεται στα θρηνητικά άσματα δίκην τραγικών κομμών του πρώτου και τρίτου στάσιμου των προσφύγων Τρωαδίτισσων, που συνηχούν τη μέθεξη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 και της Κυπριακής Τραγωδίας του 1974. Ελάχιστο δείγμα αισθητικής προσομοίωσης στην ποιητική καλλιέπεια του τραγικού μέτρου οι ακόλουθοι στίχοι: «Είδα φλόγες να ζώνουν το σπίτι μου,/ την πολιτεία μου να γκρεμίζεται/ σαν από σεισμό./[…]/ Σκλάβα εγώ ατιμασμένη/ γυρίζω στους ρημαγμένους δρόμους/ της πολιτείας μου/ ανάμεσα σε φαντάσματα άταφων νεκρών,/ πάνω από πτώματα καμένων ζωντανών./ Κι από τότε μετά,/ με τη φαντασία μου πετώντας εκεί,/ που ποτέ πια δε θα είμαι.».     

   Φιλελεύθερος 13.10.2025

Exit mobile version