Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου, «και πολλά επικράνθη- η Ελένη της Καρπασίας», εκδόσεις Νεφέλη 2024.
Αν, όπως προτάσσει ο Μαχαιράς στο Χρονικό του, η Αγία Ελένη, κατά την άφιξή της στην Κύπρο, «ηύρεν το νησσίν έρημον και πολλά επικράνθη», η Ευρυδίκη Περικλέους- Παπαδοπούλου, παραθέτοντας ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα ως προμετωπίδα στο βιβλίο της, επικαλείται παρεμφερώς στον τίτλο του την αλγεινή ρήση, έμφορτη, κατά τον Όμηρο, «σημάτων λυγρών».
Καθότι ηχεί ως δυσοίωνη πρόρρηση για τα δεινά τής επί 51 έτη τουρκοκατεχόμενης μισής μας πατρίδας. Εξ ου και «πολλά επικράνθη η Ελένη της Καρπασίας», τής των Αχαιών Ακτής, της Χερσονήσου των Αγίων και του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέα της, αλλά και των εγκλωβισμένων νεομαρτύρων- θυμάτων των σαδιστικών εκφοβισμών, των απηνών βασανιστηρίων και των μεθοδευμένων εκδιώξεων, των βιασμών και των σφαγιασμών από τους θηριώδεις δήμιους της βάρβαρης εθνοκάθαρσης.
Αυθεντικές οι μαρτυρίες και ζωντανές οι βιωματικές μνήμες της εμβληματικής δασκάλας Ελένης Φωκά στο Καρπασίτικο μαρτυρολόγιο της Κυπριακής τραγωδίας του 1974. Η αποτύπωσή τους αναδεικνύεται, αναβιώνοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές των θαυμαστών έργων και των ταλανισμένων ημερών της, στο χρονικό οδοιπορικό της συγγραφέως.
Οι 600 σελίδες του, περιλαμβανομένων γλωσσαρίου με τις ιδιωματικές λέξεις των διαλόγων, εγγράφων και φωτογραφιών, συνυφαίνουν με δεξιοτεχνία σκηνικής παραστατικότητας τη μυθιστορηματική πλοκή και την αφηγηματική ιστόρηση μέσα από αυτούσια δραματικά γεγονότα και τα υπαρκτά πρόσωπα των τραγικών πρωταγωνιστών τους. Ένα τιμητικό ανάθημα σ’ εκείνον τον μικρό μέγα κόσμο των Ακριτών της Καρπασίας, ειδικότερα της Αγίας Τριάδας και την αγωνίστρια διδασκάλισσά της, που δεν δίδαξε μόνο τότε τους μαθητές της, αλλά εξακολουθεί να μας παραδίδει μαθήματα πεισματικής προσήλωσης στο υπέρτατο χρέος. Διδάγματα έμπρακτης εθνικής αξιοπρέπειας, Ελληνοπρεπούς φιλοπατρίας και απαρέγκλιτης πίστης στην Ελευθερία της αρετής και της τόλμης.
Είναι αυτή η αγάπη της γης τους, που οι πολύτεκνοι βιοπαλαιστές γονείς της, ο Λύσανδρος και η Λουτσία, ενεφύσησαν με παραδειγματικές συμβουλές στα εννιά παιδιά τους και που η μεγαλύτερη πρωτοκόρη τους ανήγαγε σε γνώμονα υπεύθυνης μαχητικής δράσης. Γιατί, παρά τις συμβουλές συγγενών και φίλων να μην αντιστέκεται στις διαταγές του ψευδοκράτους είτε να φύγει ακολουθώντας άλλους συγχωριανούς της στις ελεύθερες περιοχές δήθεν «διά της ιδίας θελήσεως», για να μην υφίσταται την καταπίεση, τους προπηλακισμούς και τη σωματική ακόμη κακοποίηση από ψευδοαστυνομικούς, αποίκους και στρατιώτες του κατοχικού στρατού, ουδέποτε υπέκυψε στους έκνομους όρους και στους παρανοϊκούς εκβιασμούς των κατακτητών μήτε συναίνεσε στην ψευδεπίγραφη έκδοση των πιστοποιητικών τους. Κι ας είχαν αναγκαστεί να μεταφερθούν τα αδέλφια της και αργότερα η πονεμένη μητέρα της σ’ ένα σπιτάκι στο Τσιακκιλερό. Οι αξίες και τα ιδεώδη που υπαγόρευε η προγονική εντολή της συνείδησής της δεν της το επέτρεπαν.
Καθώς θα πρόδιδε τα καθαγιασμένα χώματα της γενέτειράς της, που σαν «άρκαστη» δεν την άφηναν να ξεριζωθεί από τα δέντρα και τους αρωματικούς της θάμνους, τις ελιές, τις τερατσιές, τα καπνά, τις κολοκασιές και τα άλλα θαλερά γεννήματα μαζί με τα ζώα της ζήσης τους, που τους είχαν κλέψει και τα νέμονταν οι δυνάστες της ακόρεστης διαρπαγής.
Όφειλε να μείνει, φυλάγοντας «Θερμοπύλες», κοντά στο «νησσί» της αγαπημένης της θάλασσας, στις τοποθεσίες με τα παμπάλαια τοπωνύμια, στις εκκλησιές και τα βυζαντινά της μνημεία, όπως τη βασιλική με τους κίονες στους ιωνικούς στυλοβάτες και τα περίφημα ψηφιδωτά δάπεδα. Για να μνημονεύει τους τεθνεώτες του κοιμητηρίου τους, μεταξύ των οποίων τον σεβαστό ιερέα τους Παπάντρεα που είχαν αιχμαλωτίσει στις φυλακές των Αδάνων και τον Αγωνιστή Θεόδωρο, που τα Μεχμετζίκ τον υπέβαλαν σε αλλεπάλληλα βασανιστήρια.
Το καθήκον την καλούσε προσέτι να ενσταλάζει κουράγιο στους εναπομείναντες ηλικιωμένους συντοπίτες της, να προσεύχεται κάτω από το βεβηλωμένο εικονοστάσι και την κρύπτη της Ελληνικής τους σημαίας, να υπερασπίζεται το καταληστευμένο της σπίτι με τη φρακτή, όπου είχε στήσει το μελίσσι του, βάφοντάς το γαλανόλευκο ο γέροντας πατέρας της. Ο πατέρας που τη στήριζε και που τον συνέτρεχε μέχρι που τον κτύπησαν θανάσιμα δυο νεαροί έποικοι κοντά στο ετοιμόρροπο αλακάτι τους και που σαν ξεψύχησε πρόσφυγας με αθεράπευτες ψυχοσωματικές πληγές, οι κατοχικές δυνάμεις δεν επέτρεψαν την ταφή στο χωριό του.
Πρωτίστως έπρεπε να μείνει ολόρθη όχι μόνο για να μάθει γράμματα στα λιγοστά παιδιά, που της εμπιστεύθηκαν οι γονιοί τους, το μοναδικό τους φως παρηγοριάς μέσα στο σκοτάδι της κατοχής, αλλά ενώνοντας την έδρα με τα τέσσερα θρανία ως να ύψωνε οχυρό αντίστασης, να μορφώσει χαρακτήρες και να παιδαγωγήσει ψυχές, να χαλυβδώσει τη θέληση της αντοχής και να στεριώσει τη χριστιανική τους πίστη. Διώχνοντάς τους εντέλει τον φόβο του κατακτητή, να τους εμπνεύσει ελεύθερο φρόνημα πατρίδας.
Οι νουθεσίες της πατριδικής της παιδαγωγίας κατοπτρίζονται στα αισθήματα, τις σκέψεις και τις πράξεις των μαθητών της, που όρθωναν το ανάστημά τους απέναντι στις κατάφωρες αδικίες των κατακτητών, των σφετεριστών εποίκων του μισού τους γηπέδου και των βάναυσων καταπατητών των αυτονόητων τους δικαιωμάτων.
Αλλά και όταν από το κρυφό σχολειό τους της Αγίας Τριάδας μεταβαίνουν στις ελεύθερες περιοχές για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο, έντονες στα ημερολόγιά τους οι καταγγελτικές διαμαρτυρίες για την έλλειψη επαρκούς ενσυναίσθησης από συμμαθητές, ορισμένους καθηγητές και την ίδια την πολιτεία, προπάντων κατά του καθεστώτος Ντενκτάς, που τους απαγόρευε στο οδόφραγμα την επιστροφή στον τόπο τους.
Εντονότερη η φωνή της δασκάλας τους στα μηνύματα, τις επιστολές, τις συνεντεύξεις στον τοπικό και ξένο Τύπο, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά τη σύλληψη και την κακομεταχείρισή της. Επαναλαμβανόμενες οι εκκλήσεις της σε επιτροπές, αξιωματούχους και τους εκάστοτε προέδρους έως και σε διεθνή βήματα για την προάσπιση της νομιμότητας, της δικαιοσύνης και της Κυπριακής Ελευθερίας.
Και δυστυχώς δεν έπαψε από τότε να πικραίνεται η Ελένη της Καρπασίας και μαζί της όλοι εμείς…