16 Ιουλίου, 2025
7:01 μμ

Για τα περιστατικά ψυχικά ασθενών που προβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες, όπως απόπειρες φόνου ή δολοφονίες εις βάρος στενών συγγενών τους, μίλησε στον «Φ» ο Πρόεδρος της Κυπριακής Εταιρείας Ψυχιάτρων, δρ. Λάμπρος Σαμαρτζής, σκιαγραφώντας κυρίως τους λόγους που οδηγούν αυτά τα άτομα στις πράξεις αυτές.

Μόνο το 4% με 5% της εγκληματικότητας σχετίζεται με ψυχικές διαταραχές

Όπως ανέφερε ο δρ. Σαμαρτζής, «το 95% της βίας και της εγκληματικότητας διαπράττεται από άτομα που δεν πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή. Μόνο ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4% με 5% σχετίζεται με άτομα που έχουν κάποια ψυχιατρική διάγνωση». Μάλιστα, τόνισε πως οι ψυχικά ασθενείς είναι πολύ πιο πιθανό να είναι θύματα βίας, παρά θύτες.

Στις περιπτώσεις όπου ένας ψυχικά ασθενής εμπλέκεται σε εγκληματική ενέργεια, αυτό συνήθως γίνεται χωρίς σχεδιασμό ή προμελέτη. «Πρόκειται για πράξεις που δεν είναι προσχεδιασμένες. Πολλές φορές, είτε τα ίδια τα άτομα αποκαλύπτουν τι έγινε, είτε οι υποθέσεις εξιχνιάζονται άμεσα», υπογράμμισε ο γιατρός.

Η γλώσσα δεν πρέπει να είναι στιγματιστική

Ο δρ. Σαμαρτζής προειδοποιεί ότι η δημόσια ρητορική για τα άτομα με ψυχική ασθένεια δεν πρέπει να είναι στιγματιστική. «Δεν είναι όλοι οι ψυχικά ασθενείς επικίνδυνοι – αυτή η γενίκευση είναι υπερβολική και άδικη. Το στίγμα επιδεινώνει την πρόγνωση, γιατί επηρεάζει την αντίληψη, ενισχύει τα στερεότυπα και τις διακρίσεις» και αποτρέπει την πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, εξήγησε.

Όπως είπε, πολλοί ασθενείς δεν απευθύνονται στους γιατρούς τους, ούτε λαμβάνουν την απαραίτητη θεραπεία, ακριβώς εξαιτίας του φόβου του κοινωνικού στιγματισμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η κατάστασή τους και να μειώνεται η πρόγνωση για αποκατάσταση.

Γιατί οι ασθενείς διακόπτουν τη θεραπεία

Ο δρ. Σαμαρτζής ανέφερε τρεις βασικούς λόγους που οδηγούν έναν ασθενή να διακόψει τη θεραπεία του:

Άρνηση της πάθησης: Ο ασθενής δεν αναγνωρίζει ότι πάσχει, πιστεύει ότι είναι καλά και δεν χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή.

Ανεπαρκές υποστηρικτικό περιβάλλον: Οι φροντιστές, η οικογένεια ή τα κοντινά του πρόσωπα ενδέχεται να μην έχουν τις κατάλληλες γνώσεις ή την αποδοχή της πάθησης. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι γονείς διακόπτουν την αγωγή, πιστεύοντας ότι το παιδί τους δεν έχει πλέον ανάγκη από φάρμακα.

Έλλειψη κατάλληλης φροντίδας στην κοινότητα: «Για τα σοβαρά περιστατικά χρειάζονται διεπαγγελματικές ομάδες ψυχικής υγείας μέσα στην κοινότητα. Δεν επαρκεί μόνο η συμβολή του ψυχιάτρου», δήλωσε, προσθέτοντας πως παρότι το ΓΕΣΥ έχει βελτιώσει την προσβασιμότητα, σε περιπτώσεις βαριάς ψυχικής νόσου απαιτείται πολυεπίπεδη υποστήριξη.

Η υποτροπή και η βία μέσα στο σπίτι

Όταν ένα άτομο διακόψει τη φαρμακευτική του αγωγή, δεν υποτροπιάζει άμεσα, αλλά σταδιακά. Η συμπεριφορά του αρχίζει να αλλάζει, κάτι που μπορούν να αντιληφθούν οι οικείοι του. Ο δρ. Σαμαρτζής υπογραμμίζει πως εκεί είναι κρίσιμη η παρέμβαση των συγγενών, για να τον οδηγήσουν άμεσα σε γιατρό ή να τον πείσουν να συνεχίσει την αγωγή του.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η βία συνήθως εκδηλώνεται από νεαρούς άνδρες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που υπάρχει διπλή διάγνωση – δηλαδή ψυχική διαταραχή και χρήση ουσιών (αλκοόλ ή ναρκωτικά). Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης βίαιης ή αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.

Στο ερώτημα γιατί τα περιστατικά βίας συχνά στρέφονται προς τα κοντινά πρόσωπα, απαντά: «Δημιουργούνται συγκρουσιακές σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Όταν υπάρχει ψύχωση, παρατηρείται και παρερμηνεία των προθέσεων. Ο ασθενής αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι συγγενείς του θέλουν το καλό του. Οι ίδιοι οι συγγενείς, από την άλλη, συχνά διστάζουν να καταγγείλουν περιστατικά βίας, φοβούμενοι το στίγμα, τη νοσηλεία ή τις επιπτώσεις στο μέλλον. Πολλές φορές, θεωρούν ότι “μόνο με την αγάπη θα αλλάξουν τα πράγματα”, όμως αυτό δεν αρκεί».

Η ανάγκη για ισχυρές δομές στην κοινότητα

Ο δρ. Σαμαρτζής υπογράμμισε ότι «όταν ένας ασθενής είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του ή για την κοινότητα, τότε νοσηλεύεται με διάταγμα στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Εκεί γίνεται αξιολόγηση, διάγνωση και σταθεροποίηση με φαρμακευτική αγωγή. Μόλις εξαλειφθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην εισαγωγή, ο ασθενής εξέρχεται και παραπέμπεται σε κοινοτικές υπηρεσίες». Ωστόσο, εάν μετά την έξοδο διακόψει εκ νέου τη θεραπεία, η υποτροπή είναι σχεδόν βέβαιη. «Το κράτος οφείλει να δώσει έμφαση όχι μόνο στη θεραπεία, αλλά και στη δημιουργία ισχυρών δομών ψυχικής υγείας μέσα στην κοινότητα, με διεπαγγελματικές ομάδες και κατάλληλη κοινωνική ένταξη των ασθενών», ανέφερε καταληκτικά.

Exit mobile version