Η ορθή πρακτική και η εντιμότητα δεν επιτρέπουν σε συμβαλλόμενο να διαφοροποιήσει όρο σε έγγραφο που αμφότεροι κατέληξαν για να ξεγελάσει τον αντισυμβαλλόμενο και να του μεταφέρει υποχρέωση που αυτός ανέλαβε ή να προσθέσει υποχρέωση και να την εναποθέσει στον αντισυμβαλλόμενο, εκτός εάν υπήρξε κοινό λάθος.
Αυτό μπορεί να συμβεί πριν από την υπογραφή και ενώ τα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία, να υπάρξει αντικατάσταση ή προσθήκη όρου σε έγγραφο, χωρίς τη γνώση του αντισυμβαλλόμενου, παρά τη διαβεβαίωση ότι το κείμενο της συμφωνίας είναι το τελικό και δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή.
Αυτή η ενέργεια είναι κατακριτέα, εφόσον επιδιώκεται εξαπάτηση του ενός συμβαλλόμενου σε βάρος του άλλου, μετά την υπογραφή του εγγράφου και επιμονή ότι δήθεν αυτά που υπεγράφησαν είναι και τα συμφωνηθέντα. Πρόκειται για δόλια συμπεριφορά που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, όταν μάλιστα με την αλλαγή μιας ή δύο λέξεων μεταφέρεται ή προστίθεται οικονομική υποχρέωση στον άλλο συμβαλλόμενο.
Η περίπτωση διαφέρει όταν υπάρχει κοινό λάθος, οπότε αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι το αναγνωρίζουν και το διορθώνουν από κοινού οι ίδιοι με συμπληρωματική συμφωνία. Φυσικά η υπογραφή δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, αλλά η εμπιστοσύνη και η διασφάλιση των συναλλαγών που θα πρέπει να τους διακατέχει, δημιουργεί και την υποχρέωση για διόρθωση του λάθους.
Απόφαση Δικαστηρίου
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην απόφαση που εξέδωσε ο Ανώτερος Δικαστής κ. Λ. Πασχαλίδης, ημερ.7.05.2025, είχε να επιλύσει διαφορά μεταξύ συμβαλλομένων στα πλαίσια συμφωνίας αγοραπωλησίας κατοικίας, για την αγορά της οποίας ζητήθηκε από τον πωλητή να εξασφαλίσει την έκδοση τραπεζικής επιταγής για την από μέρους του τήρηση των συμβατικών του υποχρεώσεων.
Συγκεκριμένα, η αξίωση του αγοραστή στην αγωγή ήταν ότι δικαιούταν σε επιστροφή του ποσού των εξόδων της τραπεζικής εγγύησης, πλην εκείνα των πρώτων δύο χρόνων που βάρυναν τον ίδιο, τα οποία αναγκάστηκε να πληρώσει αδικαιολόγητα στον πωλητή για να μην απωλέσει τα δικαιώματά του, καθώς και διάταγμα διόρθωσης της συμφωνίας αγοραπωλησίας, ώστε αυτή να αντικατοπτρίζει την πραγματική πρόθεση και συμφωνία των μερών σε σχέση με τα έξοδα της εγγυητικής για την υπόλοιπη περίοδο των οκτώ χρόνων, τα οποία θα τα επωμιζόταν αποκλειστικά ο πωλητής.
Ο επίδικος όρος της συμφωνίας που υπογράφτηκε και τον οποίο ο πωλητής υπεραμυνόταν ως εξ αρχής συμφωνημένο, ανέφερε ότι «ο αγοραστής θα πληρώσει το κόστος της εγγυητικής επιστολής για τα πρώτα δύο χρόνια.., και ο αγοραστής θα πληρώσει το κόστος της εγγυητικής για τα υπόλοιπα οκτώ χρόνια».
Η θέση όμως του αγοραστή ήταν ότι ο εν λόγω όρος, ορθά συνταγμένος, έπρεπε να αναφέρει ότι «ο αγοραστής θα πληρώσει το κόστος της εγγυητικής επιστολής για τα πρώτα δύο χρόνια.., και ο πωλητής θα πληρώσει το κόστος εγγυητικής για τα υπόλοιπα οκτώ χρόνια».
Νομική ανάλυση Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο ανέφερε την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η υπογραφή δεσμεύει και ότι είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές. Ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους μιας έγγραφης συμφωνίας, με εξαίρεση όταν εγείρεται θέμα απάτης.
Το Δικαστήριο έκρινε με βάση νομολογία ότι είχε εξουσία να προβεί σε διόρθωση της σύμβασης συνεπεία επίδειξης ασυνείδητης ή δόλιας συμπεριφοράς. Βρήκε ότι το προτιθέμενο για υπογραφή κείμενο της συμφωνίας δόθηκε σε υπάλληλο του πωλητή για να προβεί σε διορθώσεις άσχετες με τον επίδικο όρο.
Ενώ το κείμενο της συμφωνίας βρισκόταν στην αποκλειστική κατοχή του πωλητή, άλλαξε ο συγκεκριμένος επίδικος όρος εν αγνοία και άνευ της συγκατάθεσης του αγοραστή, χωρίς ο πωλητής να αναφέρει στον αγοραστή ότι έγινε η συγκεκριμένη αλλαγή στο λεκτικό του επίδικου όρου πριν την υπογραφή.
Κατάληξη Δικαστηρίου
Κατέληξε ότι τα έξοδα της εγγυητικής που ο πωλητής απαίτησε από τον αγοραστή δεν δικαιολογούνταν στη βάση της πραγματικής πρόθεσης και συμφωνίας των μερών και ότι ο αγοραστής δεν είχε μια τέτοια συμβατική υποχρέωση και αναγκάστηκε να πληρώσει το ποσό για να μην απωλέσει τα δικαιώματά του. Κατ’ επέκταση, εξέδωσε απόφαση εναντίον του πωλητή για το ποσό των εξόδων της εγγυητικής και διάταγμα διόρθωσης της συμφωνίας.
*Δικηγόρος στη Λάρνακα