Υπάρχουν καλλιτέχνες που μετρούν την καριέρα τους σε χρόνια. Και υπάρχει η Άννα Βίσση, που μοιάζει να μετριέται σε… ποσοστά μπαταρίας, σταθερά στο 100%. Αν αυτό δεν είναι θαύμα της φύσης, τότε σίγουρα είναι το δικό της προσωπικό επίτευγμα.
«Για πες, πώς είναι η Βίσση από κοντά;» — η ερώτηση που προκαλεί στιγμιαία σιωπή στην παρέα, καθώς όλοι περιμένουν από τον τυχερό αυτόπτη μάρτυρα να περιγράψει τη γυναίκα που έχει ανακαλύψει πώς να γυρίζει το ρολόι του χρόνου πίσω, δείχνοντας σε κάθε νέα δεκαετία ακόμη πιο νέα από την προηγούμενη.
Σε περίπτωση που…: «Δεν είμαι πλαστική εγώ»
Ο χαρακτηρισμός «θεά» δίπλα στο όνομα Βίσση δεν είναι έκφραση ενός τρελαμένου γκρούπι που την ακολουθεί σαν πιστό σκυλί σε κάθε εμφάνισή της, αλλά αποκτά κυριολεκτική διάσταση αφού μόνο κάποια υπερφυσική οντότητα θα μπορούσε να βγαίνει νικήτρια στο μπρα ντε φερ με τον χρόνο, ο οποίος, ενώ κυλάει αμείλικτος ακόμα και για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, φαίνεται ότι στη θέα της Ελληνίδας Μαντόνα έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά ή μάλλον έχει πέσει στα γόνατα και την προσκυνά ως τον θηλυκό Μπέντζαμιν Μπάτον.
Στα 67 της χρόνια και με 52 χρόνια καριέρας στην πλάτη της (για την ιστορία, είναι τέσσερις μήνες μεγαλύτερη από την ορίτζιναλ Μαντόνα), η Αννα Βίσση δεν είναι μόνο ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο, αλλά και ένα θαύμα της φύσης ή μάλλον ένα φαινόμενο δύο σε ένα, τόσο με όρους καλλιτεχνικούς όσο και βιολογικούς που λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία: όσο μεγαλώνει η καλλιτεχνική της υπόσταση τόσο μικραίνει η βιολογική της ηλικία, κάθε χρόνο και νεότερη, κάθε εμφάνισή της και πιο απαστράπτουσα από την προηγούμενη.
Ακόμα καλύτερα που η Βίσση του 2025 έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την Αννα του 1995, κάτι σπάνιο για τις περισσότερες καλλιτέχνιδες της υψηλής κλάσης της, που στην άνιση μάχη με τον χρόνο συνήθως καταλήγουν να μοιάζουν είτε με τσιτωμένες μούμιες του παλιού εαυτού τους είτε να μην του μοιάζουν καθόλου – ως εργαστηριακό δημιούργημα κάποιου μερακλή πλαστικού χειρουργού.
Οι κακεντρεχείς θα έσπευδαν να πετάξουν τις γνωστές τοξίνες τους σχετικά με τις πλαστικές επεμβάσεις στις οποίες έχει καταφύγει η Ελληνίδα καλλιτέχνιδα για να ξεγελά τον χρόνο – όλοι ξέρουν κι έναν γιατρό στον οποίο έχει καταφύγει η Βίσση για να την κάνουν να μοιάζει με την καλύτερη νεανική εκδοχή της.
Κανείς όμως δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ότι αφού έχει κάνει πλαστικές πώς γίνεται να φαίνεται σαν να μην έχει κάνει πλαστικές, αφού κανένα νυστέρι δεν μπορεί να σε κάνει να λάμπεις σαν 27χρονη αν και 67χρονη.
Εννοείται ότι όπως κάθε γυναίκα, καλλιτέχνιδα και μη, έχει επισκεφτεί πλαστικούς γιατρούς και δερματολόγους κ.τ.λ. και έχει προφανώς βελτιώσει τις όποιες φθορές προκαλεί το πέρασμα του χρόνου, όμως είναι άλλο να κάνεις «μερεμέτια» στο όχημα κι άλλο να αλλάζεις και το σασί -«Δεν είμαι πλαστική εγώ», έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή της στο YouTube.
Στην περίπτωσή της, η έξωθεν βοήθεια από τις δυνάμεις των πλαστικών χειρουργών είναι κατά πολύ υποδεέστερη από τις δικές της προσωπικές προσπάθειες και φυσικά μέσα εξόντωσης της φθοράς, τα οποία συνοψίζονται στη φράση «στρατιωτική πειθαρχία», ήτοι υγιεινή διατροφή και εντατική γυμναστική, όχι περιστασιακά, αλλά ως επιλογή τρόπου ζωής, ως μονόδρομος για κάποιον γεννημένο πρωταθλητή.

Η γυμναστική «είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής»
Στο υπόγειο του σπιτιού της έχει ένα υπερσύγχρονο γυμναστήριο, εξοπλισμένο εξ ολοκλήρου από την Technogym, αφού η ίδια ήταν και η πρωταγωνίστρια της καμπάνιας του αθλητικού brand.
Μάλιστα στο βίντεο της καμπάνιας που κυκλοφόρησε στα social media εξηγούσε στο κοινό ενώ έκανε γυμναστική πώς καταφέρνει να έχει πάντα ενέργεια και πώς η γυμναστική είναι το κλειδί για τη σκηνική της λάμψη, την αντοχή και τη συνολική της ευεξία.
«Πιο μεγάλη, άρχισα να ασχολούμαι και να πιστεύω στη χρησιμότητα που έχουν τα βάρη. Είναι κάτι που αποτελεί τη γυμναστική μου, μπορώ να πω, στο 95%. Είδα ότι αυτού του είδους η γυμναστική, του γυμναστηρίου, με τα βάρη, μου έδωσε ένα άλλο σώμα, κέρδισα ένα άλλο σώμα… Πρέπει να νιώσεις τι σου δίνει η γυμναστική και από τη στιγμή που θα νιώσεις τα benefits, γιατί είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής η γυμναστική, δεν θα την αφήσεις ποτέ. Αλλά πρέπει να το κάνεις. Να το ξεκινήσεις. Είναι σαν την αγάπη, σαν τον έρωτα: άμα τον νιώσεις, δεν τον αφήνεις ποτέ», έλεγε χαρακτηριστικά.
Το θέμα «έρωτας» σήμερα μπορεί να μην το έχει ψηλά στην ατζέντα της, έχει όμως για πάντα το τραγούδι, τη μεγαλύτερη αγάπη της και παντοτινή και για χάρη του θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να το υπηρετεί ξέροντας ότι η υγεία φωνής και σώματος είναι βασική προϋπόθεση για να το πάει μέχρι τέλους.
Η Αννα γεννήθηκε με ένα τεράστιο ταλέντο και χάρισμα στις χορδές της, αλλά χωρίς καθημερινή εξάσκηση και φροντίδα δεν θα κατάφερνε ούτε να το εξελίξει ούτε και να το συντηρήσει.
Εξακολουθεί να κάνει εντατικά μαθήματα φωνητικής με την αδελφή της Λία, παραμένει σε αφωνία για περίπου εννέα ώρες πριν από τις μεγάλες εμφανίσεις της, όπως καλή ώρα στο Καλλιμάρμαρο, πίνει τσάι, smoothies και χυμούς, δεν καπνίζει, δεν πίνει, δεν παίρνει χημικά σκευάσματα, δεν της αρέσουν οι πλαστικές επεμβάσεις, παρακολουθεί όλες τις νέες τάσεις, της αρέσει να κάνει παρέα με πιτσιρικάδες, χρησιμοποιεί τα social media άψογα πιάνοντας τον παλμό της εποχής, διαβάζει τα πάντα από κριτικές αλλά δεν μασάει, δεν αφήνει τίποτα να τη σταματήσει από αυτό που θέλει να κάνει και την εμπνέει.
Είναι μούσα και στρατιώτης μαζί. Και πάει στη μάχη της σκηνής αγόγγυστα και πάντα ντυμένη στην πένα.
Η διατροφή: «Εχω να φάω τηγανητές πατάτες 13 χρόνια»
Η εικόνα που έχει το ευρύ κοινό για την Αννα Βίσση είναι η ίδια, υπέρλαμπρη και γκλαμουράτη, να ερμηνεύει με ένα μικρόφωνο στο χέρι με πάθος τα τραγούδια της, να τη βλέπει και να μην τη χορταίνει.
Η εικόνα που έχουν οι άνθρωποι που τη συναναστρέφονται εκτός σκηνής είναι η Αννα, κάζουαλ και χύμα, ντυμένη με φαρδιά cargo παντελόνια και με sneakers, να πηγαίνει σε πρόβες, σε φιλικά τραπεζώματα, στο στούντιο, σε συνεντεύξεις και σε εμφανίσεις της κρατώντας πάντα ένα τάπερ, ενίοτε και μια ζυγαριά.
Να τρώει και να μη χορταίνει, αφού κάθε της γεύμα είναι ακριβώς μελετημένο και πιστό στο εκάστοτε διατροφικό πρόγραμμα που ακολουθεί, εξ ου και το τάπερ, που ετοιμάζεται σχολαστικά και απαρέγκλιτα από την ίδια ελέγχοντας κάθε θερμίδα, όφελος για το σώμα σε κάθε μπουκιά – χωρίς συχώριο.
Για έναν άνθρωπο που «το φαγητό είναι ευτυχία», όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα στις συνεντεύξεις της, η συστηματική αποχή από οτιδήποτε ξεφεύγει από το υγιεινό διατροφικό της πλάνο είναι μάλλον κάτι σαν αυστηρή τιμωρία, αν και η ίδια προσπαθεί να το αντιμετωπίζει ως απαραίτητο μέσο συντήρησης στην πρώτη γραμμή μιας καριέρας εις το διηνεκές, ως το ελάχιστο τίμημα που κάθε καλλιτέχνις του δικού της βεληνεκούς πληρώνει με αντάλλαγμα την πολύωρη άρτια ερμηνεία και απόδοση ενός ατελείωτου ρεπερτορίου επιτυχιών μπροστά σε ένα κοινό που στέκεται άγαλμα να τη χαζεύει όσο εκείνη χτυπιέται τραγουδώντας και χορεύοντας μέχρι να χαράξει.
«Εχω να φάω τηγανητές πατάτες 13 χρόνια», δήλωσε πρόσφατα και όσοι την ξέρουν το υπογράφουν. «Θυμάμαι, όταν είχα πάει σπίτι της πριν από κάποια χρόνια, μόλις άνοιξα το ψυγείο για να πάρω κάτι να πιω, άρχιζε να γρυλίζει ο ήχος από ένα γουρούνι. Κλείνω την πόρτα του ψυγείου, σταματάει το γρύλισμα.
Την ξανανοίγω, αρχίζει πάλι το γρύλισμα. “Ρε Αννα, τι φάση είναι αυτό; Από πού έρχεται ο ήχος;”, τη ρωτάω. Εκείνη γελώντας μου λέει: “Ρε ούφο, από το φωτοκύτταρο. Εχω βάλει τον ήχο γουρουνιού για να μου θυμίζει πώς θα γίνω αν κάνω επιδρομές στο ψυγείο”», περιγράφει συνεργάτης της που έχει ζήσει τη σταρ στην καθημερινή της ζωή, που ειδικά σε περιόδους προετοιμασίας της πριν από τις ζωντανές εμφανίσεις είναι υπόδειγμα στρατιωτικής πειθαρχίας, ενίοτε και σε σημείο σωματικής κακοποίησης.
Για τις ακραίες δοκιμασίες στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό της για να παραμείνει πάντα αδύνατη και σε φόρμα έχει μιλήσει και η ίδια σε συνεντεύξεις της: «Εχω φερθεί απαίσια στο σώμα μου. Απορώ πώς δεν έχω χαλάσει ανάλογα. Εχω κάνει εγκληματικές δίαιτες. Ομως αν δεν περάσεις αυτή τη φάση… Υπήρξα πολύ δυστυχισμένη διατροφικά. Πάντα στη στέρηση. Ημουν πολύ υστερική με το φαγητό και τα κιλά. Το αρνήθηκα, με κακομεταχειρίστηκα. Πίστευα ότι το να φοράω 24 νούμερο παντελόνι ήταν κάτι σημαντικό».
Και όπως μαρτυρούν στενοί συνεργάτες της, όντως η Βίσση έχει δοκιμάσει κάθε είδους δίαιτα, η οποία θα μπορούσε να την απαλλάξει από τα όποια παραπάνω κιλά έπαιρνε τις περιόδους που χαλάρωνε, όταν δεν είχε ζωντανές εμφανίσεις και επέτρεπε στον εαυτό της να τρώει παγωτό που λατρεύει και να γεύεται κυπριακά φαγητά τα οποία δεν φημίζονται για τη θερμιδική τους λιτότητα.
«Θυμάμαι όταν έκανε τη δίαιτα Atkins, που τότε ήταν πολύ στη μόδα και πολύ βολική για τους καλοφαγάδες όπως η Αννα, μπορούσες, ας πούμε, να τρως λιπαρά και κρέατα, αλλά κάτι είχε καταλάβει λάθος στη δίαιτα και αντί να αδυνατίσει είχε βάλει και δύο εξτρά κιλά! Νόμιζε πως μπορούσε να βάζει όση ζαχαρίνη ήθελε στον καφέ της κι αντί για μία, έβαζε έξι. Εννοείται τη σταμάτησε γιατί δεν της απέφερε αποτελέσματα», λέει συνεργάτης της.
Τον τελευταίο καιρό κάνει τη διαλειμματική νηστεία, αλλά πλέον ξέρει πολύ καλά τι και πώς πρέπει να τρώει υιοθετώντας ένα υγιεινό διατροφολόγιο.
«Η Αννα ανήκει στους ανθρώπους που δεν τους συγχωρούνται εύκολα οι διατροφικές ατασθαλίες. Ηταν κάτι που το συνειδητοποίησε νωρίς στην καριέρα της και ήξερε ότι δεν ανήκει στις τυχερές που μπορούν να τρώνε και να μην παχαίνουν αν γυμνάζονται ταυτόχρονα. Η Αννα για να παραμείνει fit έπρεπε και να προσέχει τι και πώς το τρώει και να γυμνάζεται καθημερινά και σκληρά. Ακόμα και σε ταξίδια της και σε περιοδείες φροντίζει να πηγαίνει στα γυμναστήρια των ξενοδοχείων και να γυμνάζεται για περίπου δύο ώρες. Δεν χαλαρώνει ποτέ παρά μόνο στις ολιγοήμερες διακοπές της», λέει άλλος συνεργάτης της.
Και ναι, είναι ανασφαλής με την εμφάνισή της, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι που εκτίθενται στα φώτα και ξέρουν ότι η εικόνα τους περνά από αξονικό τομογράφο, έρμαιο στα σχόλια του κάθε πικραμένου.
Λένε άλλωστε ότι οι πιο ανασφαλείς άνθρωποι είναι οι όμορφοι, πόσο μάλλον όταν είναι και διάσημοι αφού τραγουδίστριες όπως η Αννα Βίσση αντιμετωπίζουν την εικόνα τους ως μέρος της καλλιτεχνικής τους ευθύνης, ως ένα ακόμα βασικό στοιχείο της αισθητικής αρτιότητας που θέλουν να προσφέρουν στο κοινό τους.
Η γκαρνταρόμπα: Η επιρροή του Νίκου Καρβέλα
Η Αννα της δεκαετίας του ’70, όταν ξεκίνησε την καριέρα της, με την Αννα του 2025 είναι σαν να βλέπεις την εξέλιξη μιας ολόκληρης εποχής μέσα από έναν άνθρωπο.
Με τη διαφορά ότι είχε ένα τρομερά αλάνθαστο ένστικτο να προπορεύεται από την εποχή της, να μαντεύει τις τάσεις προτού καν γίνουν ή μάλλον να τις δημιουργεί η ίδια και να τις εγκαταλείπει όταν πια γίνονται μόδες του συρμού.
Στις ζωντανές και δημόσιες εμφανίσεις της είχε πάντα τον τρόπο να σε εκπλήσσει με τις στυλιστικές της επιλογές, κάθε σεζόν λάνσαρε και κάτι πρωτοποριακό, είχε έναν μοναδικό τρόπο να είναι μαξιμαλιστική αλλά ποτέ κιτς, να είναι ροκ αλλά όχι ταγάρι, να είναι γκλάμορους αλλά όχι μαζικής κατανάλωσης.
Ισως επειδή δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και όλα περνούν από το μικροσκόπιο της εξονυχιστικής μελέτης του χτισίματος της εικόνας της όχι ως σικέ κατασκεύασμα, αλλά ως απόρροια της καλλιτεχνικής της φτιαξιάς.
Με την ίδια άλλωστε σχολαστικότητα που θα αντιμετωπίσει τις στυλιστικές της επιλογές πριν από τα live, την ίδια ενέργεια θα καταναλώσει και για τα τεχνικά ζητήματα: τον φωτισμό, τον ήχο, το στήσιμο του σκηνικού, το location των βιντεοκλίπ, τους μουσικούς, τους σκηνοθέτες, τους χορευτές, τους γραμματείς και φαρισαίους.
Με τα πάντα. Δεν ανήκει στους καλλιτέχνες που αφήνει τη δουλειά σε ένα επιτελείο παρατρεχάμενων ώστε να αφεθεί απερίσπαστη στην ερμηνεία των τραγουδιών της. Είναι σε όλα παρούσα, το ζει το έργο από τη γέννηση μέχρι την απόδοσή του στο κοινό.
Τα ρούχα της είναι κι αυτό μέρος της φαντασμαγορίας και ως τέτοια περιγράφουν την ντουλάπα της όσοι έχουν βρεθεί στο βεστιάριο του σπιτιού της στην Εκάλη.
Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, είναι η αλήθεια, όταν μιλάμε για την Αννα Βίσση, η οποία για το φανατικό υπερπληθές κοινό της είναι ένα διαχρονικό fashion icon αλλά διόλου fashion victim, αν και «άρρωστη με το shopping», όπως έχει ομολογήσει η ίδια.
Η γκαρνταρόμπα της περιλαμβάνει το πάνθεον των διάσημων σχεδιαστών πρώτης γραμμής, άπειρα τα ρούχα αλλά και τα αξεσουάρ, από παλαιότερες κολεξιόν αλλά και τωρινές, από καπέλα και ζώνες και πέδιλα μέχρι πολύχρωμα sneakers, μπότες και κοσμήματα, μιλάμε για το λούνα παρκ της κάθε φασιονίστα που σέβεται τον τίτλο της, αν και για την Αννα αυτό είναι μία ακόμα πτυχή μιας καριέρας στην οποία δεν αφέθηκε τίποτα στην τύχη του.
Αν φέτος οι sold out εμφανίσεις στο Καλλιμάρμαρο ήταν κατευθείαν από το ατελιέ των Dolce & Gabbana στο Μιλάνο, όπου τη συνόδεψε, όπως λέγεται, η κουμπάρα της (και συνεργάτιδά της πια, αφού ίδρυσαν μαζί την εταιρεία παραγωγής D&A Δήμητρα Κούστα, πέρυσι ήταν ο Ελληνας σχεδιαστής Βρεττός Βρεττάκος, που της έφτιαξε μια κάπα με 500.000 κρυστάλλινα μοτίβα σε ασημί ιριδίζουσες αποχρώσεις ώστε να αναδεικνύει κάθε κίνησή της πάνω στη σκηνή κάνοντάς τη σαν να αιωρείται πάνω από το κοινό, στην εμφάνισή της στη Eurovision είχε φορέσει total look του Γκοτιέ, το ’98 στα «Αστέρια» Γλυφάδας είχε εμφανιστεί με ένα χρυσό iconic σύνολο του Βερσάτσε, στο Grecian chic show του Dior στο Καλλιμάρμαρο φόρεσε tropical print κορμάκι Dior, παντελόνι off white και λευκά Converse sneakers και πάει λέγοντας.
Δείτε εδώ βίντεο από τις sold out συναυλίες της στο Καλλιμάρμαρο
Στυλίστες έχουν περάσει πολλοί από το καμαρίνι και το σπίτι της, αλλά τα τελευταία χρόνια εμπιστεύεται τυφλά την κόρη της Σοφία, που την ξέρει άλλωστε καλύτερα από τον καθέναν, αν και εκείνος που διαχρονικά θα την επηρεάζει με τη γνώμη του είναι ο Νίκος Καρβέλας.
Η Βίσση ήταν η πρώτη που επένδυσε σε ρούχα υψηλής ραπτικής στις πίστες και η πρώτη που τόλμησε να φορέσει δερμάτινα φέρνοντας τα πάνω κάτω.
«Με κορόιδευαν γιατί τότε όλες έκαναν κοινότοπες επιλογές, μετά με δόξαζαν βέβαια», είχε πει σε συνέντευξή της στη «Vogue» για τις κατά καιρούς στυλιστικές της μεταμορφώσεις.
Οσο για τα μαλλιά της, έχουν επίσης υποστεί κάθε εργασία, βαφή και πειραματισμό, κάθε τάση, μήκος, απόχρωση, κούρεμα και extensions φυσικά. «Είναι δικά μου αυτά τα μαλλιά. Τα πλήρωσα», κάνει χιούμορ σε μια ανάρτησή της στο Instagram που τη δείχνει να τη χτενίζει ο κομμωτής της.
Και αυτή είναι η μεγαλειώδης εξυπνάδα της, να κάνει χιούμορ με την εμφάνισή της, να αυτοτρολάρεται μην αφήνοντας έτσι σε άλλους το περιθώριο να την ειρωνευτούν ή και να την κράξουν. Το κάνει πριν από αυτούς – «με αγάπη, Αννα». «Με την Αννα δεν βαριέσαι ποτέ», έχει πει για την ίδια ο υπεύθυνος του φαν κλαμπ της, Ακης Πάνου. «Κάνει χιούμορ, ακούει τους πάντες, διαβάζει τα πάντα, αλλά ούτε δέχεται συμβουλές, ούτε και δίνει».
Μόνη πυξίδα της είναι η μουσική και το καλλιτεχνικό της ένστικτο. Δεν υπάρχει είδος μουσικής που να μην το χει δοκιμάσει: από μπαλάντες, έντεχνο, ποπ και ροκ μέχρι χασάπικα, ηλεκτροπόπ και ροκ όπερες, γκρεμίζοντας όλα τα στερεότυπα και τις ταμπέλες, «ενώνοντας όλα τα είδη, χωρίς τίποτα να σου ξενίζει, χωρίς καμία ενοχή, τα συνέδεσε με φυσική αρμονία γιατί όλα αυτά ήταν μέσα της, συνέθεταν εκείνη», έχει πει η Ναταλία Γερμανού, φίλη και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών της όπως τα «Τσαλακωμένα σεντόνια».
Ακούστε εδώ το κομμάτι «Σεντόνια»
Η Αννα Βίσση δεν είναι ένα καλλιτεχνικό φαινόμενο. Είναι και κοινωνικό. Το είδαμε στις ουρές έξω από το Καλλιμάρμαρο με ένα ετερόκλητο κοινό, από μαθητές σχολείου μέχρι συνταξιούχους, από φερέλπιδες γόνους ευκατάστατων οικογενειών μέχρι ώριμες γυναίκες και σύμπασα τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα να περιμένει με τις ώρες για να τραγουδήσει μαζί της, για να συγκινηθεί περισσότερο και από αυτή. Γιατί ό,τι έχει πει η Βίσση το έχεις ζήσει, γιατί σου δίνει ελπίδα ότι μπορείς να μείνεις για πάντα νέος αν βρεις ένα πάθος να σε τροφοδοτεί. Κι ας πεθάνεις από «αγάπη υπερβολική».
protothema.gr