17 Νοεμβρίου, 2025
11:58 πμ

Λίγο πριν βγει η νέα του ταινία «Σπασμένη Φλέβα» στις αίθουσες, ο ακαταπόνητος Κύπριος σκηνοθέτης σημειώνει ότι ο μεγάλος αγώνας είναι η αναζήτηση της αγάπης. 

Εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, έχει χαράξει τη δική του ανεξίτηλη πορεία στο ελληνικό σινεμά, με ταινίες αιχμηρές, αλλά βαθιά ανθρώπινες, που μετατρέπουν την ωμή καθημερινότητα σε ποιητικό εφιάλτη. Από το «Σπιρτόκουτο» του 2002, μέχρι την 6η του ταινία «Σπασμένη Φλέβα» που προβάλλεται από τις 27 Νοεμβρίου σε Ελλάδα και Κύπρο, παραμένει πιστός σε μια αναγνωρίσιμη φιλμική γραφή, ρεαλιστική μέχρι το κόκαλο, που δεν εξωραΐζει αλλά κοιτάζει κατάματα την κοινωνική και ηθική παρακμή της Ελλάδας. Είναι ταυτόχρονα μια γραφή βαθιά πολιτική, καθώς αποκαλύπτει τον Έλληνα ως έχει, χωρίς άλλοθι και χωρίς φίλτρα. Με τη σπάνια ακρίβεια λόγου και εικόνας που τον διακρίνει, εξακολουθεί να θέτει τα πιο επιτακτικά και τα πιο ενοχλητικά ερωτήματα. Με τη νέα ταινία, ένα καθαρόαιμο αστικό δράμα, επιστρέφει σε μια Αττική σκοτεινή και οριακή, σε μια χώρα που μοιάζει να αιμορραγεί εσωτερικά. Οι ήρωές του, ως συνήθως, πασχίζουν να επιβιώσουν μέσα σε μια κοινωνία που καταρρέει. Κι εκείνος τους παρατηρεί «εκ των έσω», με τη θερμοκρασία ενός βλέμματος που εμπλέκεται, χωρίς να κρίνει.

Με τη «Σπασμένη Φλέβα» καταδύεσαι για μια ακόμα φορά στα σκοτάδια της πόλης και του ανθρώπου. Τι εξακολουθεί να σε ελκύει σ’ αυτό το «ασφυκτικό» σύμπαν; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω, αλλά πάντα εκεί κινούμουν. Εκεί ήτανε τα ενδιαφέροντά μου από το «Σπιρτόκουτο» κι ύστερα, σε όλες τις ταινίες μου. Δηλαδή, οι άνθρωποι στα ζόρια, μέσα στα σπίτια τους που γίνονται κλουβιά. Κακά τα ψέματα, η ανθρώπινη κατάσταση και συνθήκη είναι αβυσσαλέα. Έχει πολύ «ψωμί». Έχει δράμα, έχει πόνο, έχει και αλήθεια. Προσφέρει πολύ υλικό για βαθύτερη διερεύνηση και κατά συνέπεια, στην πραγματικότητα προσφέρεται και για στοχασμό πάνω στον εαυτό μας.

Ο τίτλος είναι σκληρός, σχεδόν σωματικός. Πόσο κυριολεκτικός και πόσο μεταφορικός είναι; Ο τίτλος έχει ένα μυστήριο και μια μεταφορά που θα είναι κρίμα να την αποκαλύψω και να τη «χαλάσω». Μόνο όταν δει κάποιος την ταινία μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει «Σπασμένη Φλέβα».

Η σωματικότητα ήταν στόχος; Έτσι κι αλλιώς είναι. Όλες οι ταινίες μου είναι σωματικές. Υπάρχει πολύ «ανθρωπίλα» μέσα: ιδρώτας, ανάσα, επαφή. Θέλω να νιώθεις τον άνθρωπο, όχι απλώς να τον βλέπεις.

Υπάρχει περιθώριο για αγάπη και τρυφερότητα μέσα στη βία των σχέσεων που κινηματογραφείς; Πάντα. Αυτά δεν χάνονται ποτέ· είναι το ζητούμενο. Πάντα υπάρχει περιθώριο κι αυτός είναι κι ο μεγάλος αγώνας, όπως έλεγε κι ο Τζον Κασσαβέτης: η αναζήτηση της αγάπης. Αλλιώς δεν έχει νόημα τίποτα.

Στο σκηνοθετικό σημείωμα μιλάς για Ύβρη, Πεπρωμένο, Αμετροέπεια, σαν να ανακαλείς την αρχαία τραγωδία στη σύγχρονη Αθήνα. Βλέπεις τον σύγχρονο άνθρωπο ως τραγικό ήρωα; Αυτό που τυχαίνει στον ήρωα της ταινίας, ναι, είναι κάτι πολύ τραγικό. Κι έχει να κάνει μ’ όλα αυτά που λέω στο σκηνοθετικό σημείωμα. Ο χαρακτήρας του, η συμπεριφορά του, οι επιλογές του τον οδηγούν σε μια δραματική κατάσταση, η οποία μετατρέπεται σε τραγωδία και πέφτει πάνω στο κεφάλι του.

-Τραγωδία με την αρχετυπική έννοια της λέξης; Βέβαια, με την αρχετυπική κανονικά. Γιατί; Έχουν τελειώσει οι τραγωδίες; Ήταν προνόμιο μόνο του αρχαίου κόσμου; Τραγωδίες συμβαίνουν κάθε δευτερόλεπτο γύρω μας. Το θέμα δεν είναι αν υπάρχουν, αλλά τι κουβαλάνε από κάτω: το subtext, το κρυφό νόημα. Τι μπορείς να αποκομίσεις απ’ αυτό και ποιο είναι το δίδαγμα. Για να σε πάει λίγο παρακάτω. Να γίνεις καλύτερος άνθρωπος.

Υπάρχει δίδαγμα, δηλαδή; Όχι με την ηθικολογική έννοια. Δεν κάνω κήρυγμα, ούτε βγάζω φιρμάνια. Το δίδαγμα βγαίνει μέσα απ’ την ίδια την ιστορία, μέσα απ’ αυτό που συμβαίνει σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Από τις πράξεις του, που τον οδηγούν εκεί. Την προκαλεί ο ίδιος την τραγωδία του.

«Στο τέλος όλοι κρίνονται στο πανί. Εκεί πρέπει να βλέπεις χαρακτήρες κι όχι ηθοποιούς που στο κούτελό τους γράφει ‘τώρα παίζω’ και μυρίζουν ‘ηθοποιίλα’».  © Μαριλένα Αναστασιάδου

Οι ηθοποιοί σου μοιάζουν να «ζουν» μέσα στα κάδρα, όχι απλώς να υποδύονται. Πώς χτίζεις αυτό το περιβάλλον έντασης και αλήθειας; Για μένα αυτό είναι το ζητούμενο. Το καλό σινεμά είναι χρόνος και για να στέκει το πλάνο χρειάζονται ηθοποιοί που να ενσαρκώνουν με αλήθεια και βιωμένο χρόνο τους ρόλους τους, που να κουβαλάνε όσο καλύτερα μπορούν την ιστορία. Χωρίς αυτό, η ταινία είναι αποτυχημένη. Όλη η διαδικασία- οι πρόβες, το σενάριο, οι διάλογοι, η εκφορά του λόγου, οι εκφράσεις- έναν στόχο υπηρετεί: να μπουν στο πετσί του ρόλου και να ξεχάσουν τις κάμερες, τα φώτα, τα μικρόφωνα. Από τη στιγμή που λέμε «μοτέρ» μέχρι να πούμε «στοπ», ζουν την ιστορία. Αυτή είναι η πεμπτουσία της δουλειάς μας, το άλφα και το ωμέγα. Κάποιοι το καταφέρνουν, κάποιοι όχι. Στο τέλος όλοι κρίνονται στο πανί. Εκεί πρέπει να βλέπεις χαρακτήρες κι όχι ηθοποιούς που στο κούτελό τους γράφει «τώρα παίζω» και μυρίζουν «ηθοποιίλα». 

Σκέφτηκες ποτέ να ακολουθήσεις άλλη διαδρομή στην πορεία σου πέρα απ’ αυτόν τον σχεδόν βιωματικό ρεαλισμό; Ναι, τις δοκίμασα αυτές τις διαδρομές, όταν έκανα ταινίες μικρού μήκους. Δεν με ικανοποιούσαν. Ένιωθα πάντα ότι υπάρχει κάτι ψεύτικο. Το ποιητικό, το συμβολικό, το δοκιμιακό σινεμά είναι άλλου τύπου κινηματογράφος. Δεν μου κάνει, δεν μου ταιριάζει ως δημιουργό. Ως θεατής μπορεί να δω κάτι τέτοιο και να μ’ αρέσει, δεν έχω πρόβλημα. Αλλά δεν είναι ο δικός μου δρόμος.

Κινηματογραφείς τον κυνισμό ή την απελπισμένη τρυφερότητα της εποχής μας; Τον άνθρωπο, μωρέ. Είναι λάθος να το περιορίζουμε. Τα επίθετα στενεύουν τη βεντάλια της ανθρώπινης ψυχής, του χαρακτήρα, του Είναι. Έχει τόσες πολλές ποιότητες! Κινηματογραφώ ανάλογα με την ιστορία που έχω απέναντί μου. Κανονικούς ανθρώπους κινηματογραφώ, που μπαίνουν σε ακραίες, δύσκολες καταστάσεις. Αυτό είναι όλο.

Τη φορά αυτή αφήνεις πίσω το χιούμορ που είδαμε στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» και βουτάς σε κάτι πιο δραματικό. Πώς καθορίζει αυτή η ατμόσφαιρα την ιστορία και τους χαρακτήρες; Αυτή η ταινία είναι καθαρόαιμο δράμα πόλης, ένα σύγχρονο αστικό δράμα. Μια δραματική ιστορία που εξελίσσεται σε τραγωδία. Έχει να κάνει με οικογενειακές σχέσεις, με σχέσεις φιλίας, με τον έρωτα, με την εξουσία, το χρήμα που πάντα παίζει ρόλο. Το κλίμα είναι πιο δραματικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η χαρμολύπη λείπει εντελώς. Υπάρχουν ψήγματα χιούμορ, γιατί έτσι είναι κι ο κόσμος.

Νιώθεις ότι ο κόσμος έγινε ακόμη πιο σκληρός σε σχέση με πριν πέντε χρόνια, ας πούμε, όταν έκανες την προηγούμενη ταινία; Δεν νομίζω. Τα ίδια σκατά είναι. Δεν έχει να κάνει με τον κόσμο. Απλά η δική μου διάθεση ήταν αλλιώτικη τότε και τώρα είναι αλλιώτικη. Θέλω να μιλήσω για άλλα πράγματα, να διερευνήσω άλλο κλίμα, άλλη ατμόσφαιρα.

Ποιο είναι το θέμα που θες να διερευνήσεις; Την κατάπτωση της Ελλάδας και του Έλληνα σε όλα τα επίπεδα. Το χάλι το μαύρο. 

Αυτό δεν ήταν και στις προηγούμενες ταινίες; Ναι, αλλά με άλλον τρόπο. Τώρα επέλεξα τη φόρμα του καθαρόαιμου δράματος πόλης. Άλλος δρόμος, άλλος τρόπος, άλλος ήρωας, άλλη ιστορία. Μπαίνουν νέα διακυβεύματα, νέα ζητήματα. Το γενικό πλαίσιο, όμως, παραμένει ίδιο από την πρώτη μου ταινία: η Ελλάδα και ο Έλληνας.

«Ο άνθρωπος παραμένει αδιόρθωτος στην ουσία του.» © Μαριλένα Αναστασιάδου

Ο φόβος που βιώνει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, που βλέπει τον χειρότερο εφιάλτη του να ζωντανεύει, είναι και προσωπικός; Υπάρχει κάτι από τον δικό σου εφιάλτη σ’ αυτή την ιστορία; Δεν ξέρω, μπορεί, δεν το έχω σκεφτεί έτσι. Πάντα πριν ξεκινήσεις μια ταινία βάζεις κάποια ερωτήματα: έχω έναν ήρωα, κι αν του συνέβαινε αυτό, μπορώ να στήσω μια ιστορία γύρω απ’ αυτό; Πώς θα αντιδρούσε, πώς θα λειτουργούσε; Σίγουρα, κομμάτια του προβληματισμού υπάρχουν μέσα μου. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν. Όπως και στον Βαγγέλη Μουρίκη, που γράψαμε μαζί το σενάριο. Εννοείται ότι εμπλέκομαι με τις ταινίες μου και τις ιστορίες που αφηγούμαι. Δεν διεκπεραιώνω απλώς σενάρια.

Από το «Σπιρτόκουτο» μέχρι σήμερα, η Ελλάδα αλλά κι ο κόσμος άλλαξαν δραματικά. Εσύ νιώθεις ότι άλλαξες ή περισσότερο ότι «πλησίασε» ο κόσμος στο δικό σου βλέμμα; Έχουν συμβεί κοσμογονικές αλλαγές, εννοείται. Κι εγώ άλλαξα. Ποιος δεν αλλάζει; Αλλά, καμιά φορά, όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, που λέει και το τραγούδι. Σ’ ένα επίπεδο επιφάνειας αλλάζουμε, όπως κι ο κόσμος. Αλλά αν σκάψεις πιο βαθιά, συνειδητοποιείς ότι η ουσία του ανθρώπου παραμένει η ίδια: αδιόρθωτος, όσον αφορά την εξέλιξη, τον πολιτισμό, τον ανθρωπισμό.

Δεν υπάρχει κάποια βελτίωση σε σχέση με το Μεσαίωνα; Θεωρώ πως όχι. Απλώς ήταν άλλες οι συνθήκες τότε. Η ίδια σκληρότητα που υπήρχε στον Μεσαίωνα, η ίδια υποκρισία, ο ίδιος σκοταδισμός, η ίδια βία υπάρχει και τώρα. Αρκεί να ρίξεις μια μάτια γύρω σου.

Έχει κάποιο ηθικό καθήκον ο δημιουργός και ποιο είναι αυτό, τέλος πάντων, απέναντι σε μια κοινωνία που μοιάζει να καταρρέει; Να θέτει ερωτήματα συνέχεια. Πρέπει να είναι ενοχλητικός. Να τσιγκλάει συνέχεια με σοβαρά ερωτήματα γύρω από τον άνθρωπο και την ανθρώπινη συνθήκη. Και γύρω από τον τόπο του, έτσι; Να θέτει και ζητήματα πιο πρώτου επιπέδου.

Ναι, αλλά εφόσον μένουν όλα ίδια, τι προσφέρει αυτό; Προσφέρει, επειδή δείχνει ότι κάποιοι παλεύουν. Δεν είναι όλοι παραδομένοι. Δεν είναι όλοι γουρούνια, κουμάσια, σκατατζήδες. Δεν είναι όλοι φονιάδες, δεν είναι όλοι τελειωμένοι. Υπάρχει ένας κόσμος ο οποίος αγωνίζεται κι έχει μια στάση απέναντι στα πράγματα, τον εαυτό του και τη ζωή, μια στάση παλικαρίσια και συγκινητική. 

Ναι, αλλά αυτό γίνεται μόνο για την τιμή των όπλων; Όχι, γίνεται και για λόγους ουσίας. Κι έναν άνθρωπο να βοηθήσει η τέχνη, κάτι σώζεται εκεί πέρα. Είναι όπως όταν κάνεις παιδί. Δεν έχει νόημα, δηλαδή; Το κάνεις γιατί ελπίζεις ότι θα ‘ναι καλύτερο από σένα. Αλλιώς θα τα παρατάγαμε. 

Προσωπικά, η πατρότητα έχει μαλακώσει κάπως το βλέμμα σου; Όχι. Τι εννοείς; Αν έχω γίνει πιο σοφτ; 

«Εγώ ήμουν πάντα με τους ήρωές μου. Από κάτω. Στο ίδιο επίπεδο. Τους αγαπώ, τους αφουγκράζομαι, δεν τους κρίνω, δεν τους καταδικάζω». © Μαριλένα Αναστασιάδου

Πιο επιεικής ίσως… Μα, πάντα ήμουν επιεικής. Δεν έκανα ποτέ σινεμά, ας πούμε, σαν τον Χάνεκε, που κάθεται από πάνω από τα ανθρωπάκια που διερευνά και τα κατακεραυνώνει αφ’ υψηλού. Εγώ ήμουν πάντα με τους ήρωές μου. Από κάτω. Στο ίδιο επίπεδο. Τους αγαπώ, τους αφουγκράζομαι, δεν τους κρίνω, δεν τους καταδικάζω. Δεν τους παρατηρώ σαν πειραματόζωα, όπως συμβαίνει στον βορειοευρωπαϊκό κινηματογράφο. Αυτό που κάνω έχει θερμοκρασία, αγάπη, εμπλοκή, συναίσθημα. Πάντα έτσι ήταν, αλλιώς δεν θα μπορούσα να έχω αυτές τις ερμηνείες, αυτή την εικόνα στις ταινίες μου, αυτή τη φωτιά, τη θερμότητα.

Ο Λεξ συνοδεύει την ταινία μ’ ένα τραγούδι που έχει ήδη προκαλέσει αίσθηση. Τι κοινό έδαφος βρέθηκε μεταξύ του κινηματογραφικού σου σύμπαντος και της μουσικής του; Θεωρώ ότι το σινεμά μου έχει επηρεάσει πολύ τη γενιά του χιπ χοπ. Νιώθω ότι έχουν πατήσει πάνω στον προβληματισμό των ταινιών μου. Όταν γνωριστήκαμε με τον Λεξ υπήρξε αμέσως αμοιβαία εκτίμηση και μια όμορφη ώσμωση. Κι όταν του πρότεινα να γράψει ένα τραγούδι για τους τίτλους τέλους, δέχτηκε αμέσως και το έκανε με απίστευτη επιτυχία. Το κομμάτι είναι ωραίο και ακριβές σε σχέση με την ιστορία και το πώς τελειώνει η ταινία. Κουμπώνει, αλλά λειτουργεί και αυτόνομα, αφού μιλάει για τον καινούριο νεοέλληνα.

Δημιουργοί σαν τον Λεξ μπορούν να λειτουργήσουν ως λαϊκή φωνή της σύγχρονης τραγωδίας; Μα ήδη λειτουργούν. Ο Λεξ έχει απήχηση σε πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Κάθε φορά που κάνει συναυλία, είναι σαν να γίνεται λαϊκή επανάσταση. Εκφράζει κόσμο που νιώθει στη γωνία, παραμελημένος, με προβλήματα και αγωνίες, που προσπαθεί να διεκδικήσει τη ζωή του. Έναν κόσμο που δεν είναι πολύ ορατός, αλλά υπάρχει και είναι πάρα πολύς.

«Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι αγαπητός, ταλαντούχος και παλικάρι». Στιγμιότυπο από την ταινία με τη Μαρία Κεχαγιόγλου.

Ο πρωταγωνιστής σου, ο Βασίλης Μπισμπίκης, είναι ηθοποιός με ισχυρή παρουσία και διαδρομή, αλλά το τελευταίο διάστημα απασχολεί τη δημοσιότητα για προσωπικούς λόγους. Φοβάσαι μήπως η υπερέκθεση επηρεάσει τον τρόπο που το κοινό θα δει τον χαρακτήρα ή την ταινία; Δεν νομίζω. Έχει καταφέρει κάτι απίστευτο στην ταινία αυτή. Από τη στιγμή που ο θεατής θα μπει στο σινεμά, η ερμηνεία του Βασίλη είναι τόσο δυνατή, τόσο αυθεντική και μοναδική, τόσο υψηλού επιπέδου, που πια πάνω στο πανί είναι ο Θωμάς ο Αλεξόπουλος. Ο θεατής βλέπει τον χαρακτήρα και την ιστορία και τίποτ’ άλλο. Και, εντάξει, μιλάμε σάμπως κι έχει κάνει κανένα φόνο. Είναι ένας σταρ, που σε κάποιες φάσεις έτυχε να ξεφύγει λίγο. Το θέμα είναι ότι είναι αγαπητός, ταλαντούχος και παλικάρι. Κι εν πάση περιπτώσει παραδέχεται και τα λάθη του, κάτι που λίγοι κάνουν σ’ αυτή τη χώρα. Η δημόσια έκθεση δεν τον απασχολεί, οπότε εμάς δεν μας πέφτει λόγος. Συνήθως αυτό είναι και «φτιαχτό» από τα κίτρινα σκουλήκια.

Πώς κοιτάζεις σήμερα την Κύπρο από απόσταση δεκαετιών; Τι να πω; Ότι ακριβαίνει; Ότι η Λεμεσός πάει να γίνει Μαϊάμι;

Πώς έχει διαμορφωθεί η σχέση σου με τον τόπο καταγωγής σου; Τώρα πια κατεβαίνω με το παιδί μου τρεις φορές τον χρόνο. Έχουμε οικογένεια στην Ελλάδα που θέλει να κρατάει σχέση και με την Κύπρο, να είναι με το ένα πόδι εδώ. Από τότε που γεννήθηκε το παιδί, κατεβαίνουμε ανελλιπώς Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Έχω τους φίλους μου, παρακολουθώ τι γίνεται. Η Κύπρος έχει, δυστυχώς, υιοθετήσει πολλά από τα κακά της Ελλάδας σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό. Κι έχει και τα δικά της κουσούρια. Μια δική της νοοτροπία. 

Αναγνωρίζεις κάτι από την Κύπρο που άφησες πριν από σχεδόν 40 χρόνια όταν έφυγες; Φυσικά. Κάποιες σταθερές έχουν παραμείνει: άνθρωποι, πράγματα, καταστάσεις. Έχω και τα φιλαράκια μου εκεί, με τα οποία πηγαίνουμε τρώμε και πίνουμε τα τσιπουράκια μας και περνάμε καλά. Συζητάμε, μιλάμε για ταινίες, για βιβλία, για μουσικές. Κάτι γίνεται. Υπάρχει ένας κόσμος που έχει ανησυχίες και θα συνεχίσει να υπάρχει.

«Νιώθω επαρχιώτης και επαρχιώτης θα παραμείνω».

Ένιωσες ποτέ την ανάγκη να τη δεις από πιο κοντά; Εννοώ ως δημιουργός, στο πλαίσιο μιας ταινίας… Όχι, για κάποιο λόγο με απωθεί η ιδέα. Δεν μου κάθεται καλά. Στην Ελλάδα αισθάνομαι ότι η ματιά μου είναι κάπως καθαρή ακριβώς επειδή νιώθω επαρχιώτης και επαρχιώτης θα παραμείνω. Αυτό παίζει έναν ρόλο στο να δεις μια κατάσταση και να την ερευνήσεις δημιουργικά χωρίς επιείκειες και δικαιολογίες.

Γι’ αυτό δεν κάνεις ταινία στην Κύπρο; Μπορεί. Η Κύπρος έχει πολλές ιστορίες για να πει κανείς, αλλά μπαίνουν κι άλλα ζητήματα στη μέση, κυρίως τεχνικά και πρακτικά. Πες ότι κάνεις μια ταινία: τι γλώσσα θα μιλάνε οι χαρακτήρες; Θα βάλεις Κύπριους να μιλάνε «καλαμαρίστικα»; Θα γελάει το παρδαλό κατσίκι. Αν κάνεις ταινία που μιλάνε κυπριακά, της κόβεις τους ορίζοντες. Είναι σαν να βάζεις χαρακτήρες στην Κρήτη να μιλάνε την κρητική διάλεκτο. Η αλήθεια είναι ότι στον ελλαδικό χώρο οι διάλεκτοι είναι απαξιωμένες. Δεν είναι όπως στην Αμερική που σε μια ταινία ο χαρακτήρας μπορεί κάλλιστα να μιλά με προφορά Νέας Ορλεάνης ή Αλαμπάμας κι ο Αμερικανός θεατής το δέχεται. Στην Ελλάδα γελάνε. Βάζεις κάποιον να μιλάει βλάχικα και οι θεατές ξεραίνονται, ανεξάρτητα τι λέει. Δεν τσουλάει, διότι δεν έχουν ακόμα αποδεχτεί ότι υπάρχουν και διάλεκτοι. Φυσικά, η Κύπρος είναι φοβερό ντεκόρ. Στο «Μικρό Ψάρι» είχα μια ολόκληρη σεκάνς γυρισμένη εκεί. 

Τι σε καίει καλλιτεχνικά από εδώ και πέρα; Υπάρχει κάποια ιστορία που δεν έχεις τολμήσει ή δεν έχεις βρει τον τρόπο να πεις; Ναι, υπάρχει κάτι, το οποίο φοβάμαι να τολμήσω. Δεν μπορώ να το πω. Με κάνει και δειλιάζω ακόμα. 

Το «Στέλλα κοιμήσου» εξακολουθεί να συζητιέται και το θεατρικό κοινό μοιάζει να σ’ έχει πεθυμήσει. Σκέφτεσαι καθόλου να επιστρέψεις στο θέατρο; Κι εγώ με «πεθύμησα», να σου πω την αλήθεια. Θα ήθελα πολύ, αλλά δεν μου έρχεται κάτι, ρε γαμώτο. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία θεατρικό σκηνοθέτη, που κάνει 3-4 παραστάσεις τον χρόνο με ευκολία. Μπήκα στο θέατρο σαν αλεξιπτωτιστής. Θέλω να είναι κάτι που να με αφορά πραγματικά και να εμπλέκομαι. Είμαι σε αναμονή ως προς αυτό.

  • INFO Η 6η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Σπασμένη Φλέβα» προβάλλεται σε όλους τους κινηματογράφους της Κύπρου από τις 27 Νοεμβρίου.

Ελεύθερα, 16.11.2025

Exit mobile version