20 Ιουλίου, 2025
10:49 μμ

Συνολικά 51 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή  της μισής Κύπρου και η επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού μοιάζει πιο απομακρυσμένη από ποτέ. Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα καταρρέουν και αντί η Τουρκία να βρεθεί να λογοδοτεί για τα εγκλήματά της, είναι πλέον αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και διπλωματικά με μεγαλύτερες διεκδικήσεις.  Η πολιτική της Λευκωσίας και της Αθήνας έχει αποτύχει εκτιμά στη συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Γιάννης Βαληνάκης, καθηγητής διεθνών σχέσεων και στρατηγικής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας στο ΕΚΠΑ και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας.

Οι δυο χώρες επώδυνα ανακαλύπτουν πως δεν αρκεί η  εμμονική πίστη στην ισχύ του δικαίου για να πετύχουν τους σκοπούς τους, ειδικά όταν αυτός που έχουν απέναντί τους συνεχώς ενδυναμώνεται και γίνεται ολοένα και πιο ισχυρός.  Είναι για αυτό το λόγο, που ο πρώην υφυπουργός επιμένει, πως επιβάλλεται μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία. «Με τα νέα πλέον διεθνή δεδομένα στο τραπέζι, έρχονται επικίνδυνες εξελίξεις τις οποίες είμαστε απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουμε αφού αρνούμαστε να σχεδιάσουμε σχετικά», ανέφερε. Πρόσθεσε πως «οι καιροί είναι συνεπώς δύσκολοι, έχουμε άγνοια κινδύνου και απαιτείται για αυτό μια νέα στρατηγική προσέγγιση του Ελληνισμού, πιο αποτελεσματική, πιο ρεαλιστική, αλλά και φιλόδοξη και διεκδικητική».

Η κυπριακή εξωτερική πολιτική έχει στον πυρήνα της, τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Πως θα τα βγάλει πέρα η Λευκωσία όταν οι κανόνες αυτοί όπως και η διεθνής τάξη πραγμάτων που κτίστηκε μετά τον ΒΠαγκόσμιο Πόλεμο, απαξιώνονται και καταργούνται;

-Πολύ ορθά επισημαίνετε ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή στην οποία δυστυχώς το διεθνές δίκαιο όπως το γνωρίζαμε, δηλαδή ως κύρια βάση της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ κρατών, υποχωρεί απειλητικά. Σε πολλές από τις αντιπαραθέσεις που ζούμε τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας, συγκεκαλυμμένης ή όχι, επίθεσης κατά της διεθνούς τάξης πραγμάτων που εγκαθιδρύθηκε από τους νικητές του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεμέλιος λίθος της ήταν καθ’ όλη αυτήν την περίοδο το απαραβίαστο των συνόρων. Σε σημαντικό βαθμό ο κανόνας αυτός ειρηνικής συμβίωσης τηρήθηκε, ιδίως στην Ευρώπη, αν και στην Κύπρο ζήσαμε το 1974 μια εκκωφαντική εξαίρεση.

Τα τελευταία χρόνια, εκκινώντας από παρόμοιες αλλά και συχνά διαφορετικές αφετηρίες, αρκετές παλαιές και νέες δυνάμεις αμφισβητούν ανοιχτά και επιχειρούν να ανατρέψουν την τάξη αυτή και καθιερωμένα διεθνή σύνορα. Κι αυτό συνήθως όχι με ειρηνικά μέσα. Πρόκειται κυρίως για αναθεωρητές του συνοριακού/εδαφικού status quo που θεωρούν ότι στο παρελθόν τούς επιβλήθηκαν «άδικα» «εξοντωτικοί» όροι ειρήνης από εξωτερικές δυνάμεις. Όλοι αυτοί ενώνουν τις προσπάθειές τους διεκδικώντας ανακατανομή ρόλων στη διεθνή σκακιέρα, νέα εδάφη και θαλάσσια όρια. Η Τουρκία αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα και αυτό και μόνο θα αρκούσε κανονικά να μας ωθήσει σε μια συνολική επαναξιολόγηση και της δικής μας πορείας.

Ωστόσο, η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα δεν σταματούν να επικαλούνται τα ψηφίσματα του ΟΗΕ απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Όταν τα τρία από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συμπεριφέρονται αναθεωρητικά γιατί να μην το κάνει και η Άγκυρα εις βάρος της Λευκωσίας και της Αθήνας;

-Ακριβώς. Οι αναθεωρητικές τάσεις ενισχύονται καθημερινά και οι διεθνείς σχέσεις ειρηνικής συμβίωσης κλονίζονται όταν οι ΗΠΑ επί Τραμπ πρωταγωνιστούν (πχ. στη Γροιλανδία) με ωμές πιέσεις και μάλιστα ακόμη και κατά Ευρωπαίων συμμάχων. Στο άλλο άκρο τοποθετούνται η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, που παραμένουν βαθειά εμποτισμένες από τις αρχές του διεθνούς δικαίου και στήριξαν όλες τους τις ελπίδες στον ΟΗΕ και στην επικράτηση του διεθνούς δικαίου στα θέματά τους. Για να ανακαλύψουν δυστυχώς σήμερα, με αυξανόμενη απογοήτευση, ότι δεν αρκεί η εμμονική πίστη στην ισχύ του δικαίου όταν γύρω μας τείνει να επικρατήσει το δίκαιο του ισχυρού. Αυξάνεται δηλαδή το φαινόμενο, εισβολές σε ξένο έδαφος και διεθνείς παρανομίες να γίνονται πλέον με διάφορες «δικαιολογίες» ανεκτές εάν αν τις διαπράττει μια ισχυρή Δύναμη. Πολλοί αρμόδιοι χειριστές στις δυο χώρες μας δείχνουν διαχρονικά να πιστεύουν πως το διεθνές δίκαιο αποτελεί ένα είδος Άη Βασίλη που κατεβαίνει από την καμινάδα προσκομίζοντας αυτόματες λύσεις στα προβλήματα. Δεν αρκεί όμως η πίστη στο δίκαιο και η παθητική αναμονή ενός καλύτερου μέλλοντος. Χρειάζονται πολύ περισσότερα για να πετύχεις τους στόχους σου.

Μέχρι που φτάνει η σφαίρα επιρροής της Τουρκίας σήμερα; Ποιες χώρες έχει καταφέρει να βάλει κάτω από την «ομπρέλα» της;

Στο πλαίσιο που ήδη περιέγραψα, η Άγκυρα κινήθηκε μεθοδικά και κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον του Ελληνισμού. Εργάστηκε συγκεκριμένα με μακροχρόνιο σχεδιασμό, εκτίμησε ορθά τις αδυναμίες επιβολής του διεθνούς δικαίου και «διάβασε» καλύτερα τις μελλοντικές εξελίξεις. Αποδείχθηκε έτοιμη να αδράξει τις εκάστοτε ευκαιρίες αδιαφορώντας για λεκτικές διεθνείς καταδίκες και παραμερίζοντάς τις με επιβολή τετελεσμένων. Αξιολόγησε ορθά εκ του αποτελέσματος τους εξελισσόμενους συσχετισμούς ισχύος και τελικά την ατιμωρησία για όσα διέπραττε. Έτσι σήμερα εδραιώνει με ελάχιστες αντιστάσεις, ακόμη και στρατιωτική παρουσία σε γειτονικές και όχι μόνο χώρες, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Λιβύη, η Σομαλία, το Κατάρ, και άλλες. Διακατέχεται από ένα πλήρως αναθεωρητικό και αποσταθεροποιητικό όραμα για τον Ελληνισμό, αυτοπροβάλλεται με αξιώσεις ως ηγέτης του Ισλάμ και διεκδικεί για τη χώρα του τον χρυσό «αιώνα» της μαζί με μια θέση μονίμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Πέτυχε, πιστεύετε, τον στόχο της να καταστεί μια σημαντική περιφερειακή δύναμη και ποιες είναι οι συνέπειες;

– Στο περιφερειακό επίπεδο η Τουρκία σημείωσε, παρά τις εμφανείς αδυναμίες της, σημαντικές επιτυχίες. Ό,τι κι αν πιστεύουμε εμείς για το διπλωματικό και στρατιωτικό μέγεθός της, αυτό που διεθνώς μετράει περισσότερο (και μόνο τώρα αρχίζει να μας προβληματίζει) είναι ότι πολλές δυτικές χώρες, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη, αλλά και η Ρωσία και πολλές στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία παραβλέπουν την επιθετικότητά της όπως και βασικές εγγενείς αδυναμίες της και την αποτιμούν ως σημαντική περιφερειακή δύναμη. Σε πολλές άλλωστε διεθνείς αξιολογήσεις ισχύος από think tanks, ως τέτοια εμφανίζεται. Δυστυχώς αποδεικνύεται λανθασμένη η κυρίαρχη εκτίμηση ελληνικών αναλύσεων που βεβαίωναν αντίθετα ότι η πάροδος του χρόνου μάς ευνοούσε και θα έφερνε τελικά την δικαίωση μέσω της πλήρους επικράτησης του διεθνούς δικαίου και της απομάκρυνσης του εισβολέα από τα Κατεχόμενα. Σε τέτοια αφηγήματα στηρίχθηκε η στρατηγική μας και γι αυτό δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Στο βιβλίο σας «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία» (εκδόσεις Σιδέρη) υποστηρίζετε ότι ο Ελληνισμός έχει ανάγκη από μια νέα φιλόδοξη πολιτική με στόχο την αντιμετώπιση της Τουρκίας. Ποια είναι αυτή νέα στρατηγική;

-Ο χρόνος εργάζεται όπως εξέθεσα, υπέρ εκείνου που τον αξιοποιεί ενεργά — υπέρ εκείνου που διαβλέπει τις ευκαιρίες και προωθεί τα συμφέροντά του με έξυπνες κινήσεις, διπλωματικές πρωτοβουλίες. Ενίοτε μάλιστα η πάροδος του χρόνου λειτουργεί και υπέρ εκείνου που δημιουργεί τετελεσμένα στο πεδίο, που ναι μεν διεθνώς καταδικάζονται, χαμηλόφωνα συνήθως, αλλά πάντως δεν ανατρέπονται. Στο τελευταίο βιβλίο μου προσπάθησα ακριβώς να συνθέσω αυτό που -κατά τη γνώμη μου βέβαια- μας λείπει : ένα ολοκληρωμένο και επικερδές σχέδιο αντιμετώπισης της Τουρκίας, προτείνοντας τις αναγκαίες κινήσεις σε διπλωματικό, στρατιωτικό, νομικό, και άλλα επίπεδα.

Δυστυχώς, ο Ελληνισμός εναπόθεσε λανθασμένα όλες τις ελπίδες του στην επικράτηση του διεθνούς δικαίου και βέβαια συνεχώς απογοητεύεται, αφού αυτό δεν συνέβη. Όπως αναλύω, η λεγόμενη «αποτρεπτική στρατηγική» που ακολουθούμε ως Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει αποτύχει στην κύρια επιδίωξή της και απαιτεί διόρθωση. Κι αυτό γιατί όχι μόνο δεν απέτρεψε την Τουρκία από οποιαδήποτε διεκδίκησή της, αλλά απεναντίας οι απαιτήσεις της διογκώνονται συνεχώς στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Για μένα αυτό είναι ξεκάθαρο, παρ’ όλο που αρνούμαστε στρουθοκαμηλικά ως Ελληνισμός να το αποδεχθούμε και χάσαμε ήδη γι αυτό πολύτιμο χρόνο και ευκαιρίες για αναθεώρηση της στρατηγικής μας. Με τα νέα πλέον διεθνή δεδομένα στο τραπέζι, έρχονται επικίνδυνες εξελίξεις τις οποίες είμαστε απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουμε αφού αρνούμαστε να σχεδιάσουμε σχετικά. Συνεχίζουμε να αρμενίζουμε στη νιρβάνα της αυτόματης επιβολής του διεθνούς δικαίου και της τιμωρίας των παραβατών. Και μάλιστα ενώ ομνύουμε στο όνομά του, συχνά δεν αξιοποιούμε όλα τα εργαλεία και τις δυνατότητές του. Οι καιροί είναι συνεπώς δύσκολοι, έχουμε άγνοια κινδύνου και απαιτείται γι αυτό μια νέα στρατηγική προσέγγιση του Ελληνισμού, πιο αποτελεσματική, πιο ρεαλιστική, αλλά και φιλόδοξη και διεκδικητική.

Μπορεί να είναι αποτελεσματική αυτή η νέα στρατηγική σε μια εποχή που η Άγκυρα έχει αναβαθμιστεί σε σημαντικό βαθμό;

– Κάθε μέρα που καθυστερούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι ο γιαλός στραβός αλλά ότι στραβά αρμενίζουμε, η απόσταση από την Τουρκία μεγαλώνει. Δημογραφικά, στρατιωτικά, διπλωματικά, ενεργειακά, η γειτονική χώρα γιγαντώνεται κι εμείς αεροβατούμε υπολογίζοντας ότι θα συνετιστεί από διάφορους τρίτους και θα επικρατήσει τελικά το διεθνές δίκαιο. Πριν ελάχιστα μόλις χρόνια η Άγκυρα ήταν πράγματι απομονωμένη στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη Δύση και δυστυχώς εφησυχάσαμε. Δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτό ήταν προσωρινό και ότι με επιδέξιες κινήσεις ο Ταγίπ Ερντογάν θα διόρθωνε γρήγορα αρκετές από τις ακραίες απαιτήσεις του.

-Η σύσφιξη των σχέσεων της Κύπρου και της Ελλάδας με το Ισραήλ θα φέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων;

-Κι εδώ, στον τομέα των συμμαχιών, η κρίση μας θολώνεται από συνήθως αβάσιμες ελπίδες και αισθήματα πρόωρου ενθουσιασμού. Θα έπρεπε να είναι από καιρό ξεκάθαρο ότι κανείς δεν θα πολεμήσει αντί για εμάς σε μια κρίσιμη ώρα. Όμως αυτό ουδόλως σημαίνει ότι αν εργαστούμε ρεαλιστικά και μεθοδικά δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε συγκεκριμένη έμπρακτη βοήθεια από φιλικές χώρες σε περίπτωση σύγκρουσης. Στο βιβλίο μου αναλυτικά εξηγώ τι ακριβώς πρέπει ξεχωριστά και παράλληλα να «κλειδώσουμε» με κάθε σύμμαχο από τώρα ως ρεαλιστική συνδρομή και ότι απαιτείται και να «προπονηθούμε» πάνω σε τέτοια σενάρια. Και πάντως να μην λησμονούμε ότι όλες οι συμμαχίες έχουν και ένα timing. Αν πχ. μεθαύριο, παρ’ελπίδα, η Τουρκία και το Ισραήλ συμφωνήσουν σε νέο κλίμα συνεννόησης να ασκούν από κοινού τον έλεγχο στη Συρία, ή επανέλθουν στο σχέδιο του κοινού υποθαλάσσιου αγωγού, θα εκπλαγούμε πάλι;

Στόχος της Άγκυρας είναι ο έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου

Σήμερα συμπληρώνονται 51 χρόνια από την τουρκική εισβολή. Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα μπορεί να επιτευχθεί πρόοδος στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού;

– Πέρασαν πράγματι 51 χρόνια από την εισβολή, και η κατοχή, όχι μόνο δεν άρθηκε, αλλά δυστυχώς ισχυροποιήθηκε. Σήμερα, την πρόοδο που όλοι προσδοκούμε, δηλαδή την επικράτηση της ΔΔΟ, την απόσυρση των στρατευμάτων της Τουρκίας από τα κατεχόμενα και των γενικότερων διεκδικήσεών της στην Κύπρο και τις θάλασσες γύρω της, ειλικρινά, όσο κι αν την θέλω, δεν μπορώ να την δω. Η Τουρκία αυξάνει διαρκώς τις απαιτήσεις της κι όσο βρίσκει απέναντί της ένα αποδυναμωμένο ΟΗΕ και λεκτικές και μόνο κι αυτές συχνά διφορούμενες καταδίκες τρίτων κρατών, προχωρά ακόμη περισσότερο και τις διευρύνει. Γενικότερα, σε όλα σχεδόν τα θέματα αντιπαράθεσης του Ελληνισμού με την Άγκυρα σημειώνεται αισθητή διολίσθηση και το χειρότερο χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Βαδίζουμε «με βάρκα την ελπίδα» προς ένα καλύτερο αύριο, που όμως διαρκώς απομακρύνεται αντί να πλησιάζει.

Ασφαλώς σημειώθηκαν μέχρι σήμερα και σημαντικές εθνικές επιτυχίες, όπως κυρίως η ένταξη στην ΕΕ της Κυπριακής Δημοκρατίας —και όχι της δικέφαλης «Κύπρου» του Σχεδίου Ανάν — γιατί σε αυτό ακριβώς έγκειται η ιστορική επιτυχία του 2004. Με την ευκαιρία, όσοι θεωρούν το Σχέδιο Ανάν «χαμένη ευκαιρία» ξεχνούν ότι η αποδοχή του θα είχε ουσιαστικά οδηγήσει σήμερα σε μια συγκυβέρνηση στην Κύπρο όχι με λογικούς Τ/Κ, αλλά με το αυταρχικό, βαθειά ισλαμικό και αντιδυτικό σύστημα Ερντογάν. Θα ζούσαμε δηλαδή κατά βάση σήμερα σε ένα de facto καθεστώς «επανένωσης» των Ελλήνων Κυπρίων με τα 85 εκ. της Τουρκίας, και όχι των Ε/Κ με τους Τ/Κ, αφού οι τελευταίοι εξαφανίζονται πλέον ως καίριο πολιτικό μέγεθος.

Η Τουρκία σαφώς προτιμά αντί να κυριαρχεί μόνο στα κατεχόμενα, να ελέγξει ολόκληρη την Κύπρο και τον περιβάλλοντα θαλάσσιο, υποθαλάσσιο και εναέριο χώρο της. Με τα διάφορα διπλωματικά τερτίπια που εφευρίσκει («κυριαρχική ισότητα», 3Α, κλπ) αποβλέπει όχι στη διχοτόμηση, όπως ανακριβώς λέγεται, αλλά στο να παρασύρει τους Ελληνοκύπριους να αποδεχθούν μέσω των «δυο κρατών» μια πολιτική συγκυβέρνηση (συνομοσπονδία) υπό την επεμβατική «εποπτεία» και τη γνωστή από το 1974 «εγγύησή» της. Κι όταν η Άγκυρα μιλά για ένωση των «δυο κρατών» εννοεί της «ΤΔΒΚ» με την έστω μετεξελιγμένη Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 με ό,τι αυτό εννοεί ότι συνεπάγεται ως εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα και στα ελεύθερα εδάφη.

-Άρα πως μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση και ποια λύση ενδεχομένως να είναι αυτή;

Αντιλαμβάνομαι το συναισθηματικό βάρος της τραγωδίας του 1974 και των ιστορικών εμπειριών που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την κυπριακή προσέγγιση. Όμως, με τη διπλή γνώση και εμπειρία του διεθνολόγου,αλλά και του χειριστή επί δέκα χρόνια στο πεδίο της πραγματικής εξωτερικής πολιτικής, δεν μπορώ εύκολα να δω αυτό που αποκαλούμε «δίκαιη και βιώσιμη λύση». Φοβάμαι ότι η διαδικασία στον ΟΗΕ έχει εξαντληθεί και η ΔΔΟ έχει πλήρως εγκαταληφθεί από την Τουρκία.Αντίθετα, πλησιάζει απειλητικά η «τέλεια καταιγίδα»: μια συγκεκαλυμμένη συνομοσπονδιακή λύση ως β´στάδιο της «λύσης»των «δυο κρατών» προκειμένου να οδηγηθούμε τελικά στην υποταγή του κυπριακού Ελληνισμού στην νεο-οθωμανική Τουρκία.

Σήμερα, 51 χρόνια μετά την εισβολή δεν βλέπω πως μπορεί να πιστεύει κανείς ρεαλιστικά στην απόσυρση της Τουρκίας από το νησί και να συνεχίζει να αναμένει παθητικά ότι το διεθνές δίκαιο θα ανατρέψει τα βασικά δεδομένα στο μέλλον. Αντίθετα, απαιτείται μια στρατηγική επανατοποθέτηση του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει πρώτα-πρώτα να αξιοποιηθεί το νέο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και για την ενέργεια στην περιοχή. Κατά δεύτερον, πρέπει να αξιοποιηθεί η μοναδική ευκαιρία της «ειδικής σχέσης» ΕΕ-Τουρκίας που δυστυχώς κινδυνεύει να υλοποιηθεί στα μέτρα της Άγκυρας και όχι του Ελληνισμού. Πρέπει συγκεκριμένα λόγω των τεράστιων πλεονεκτημάτων της σχέσης αυτής για την Τουρκία να εξαχθούν από την ίδια -μέσω μιας (σθεναρής αλλά και ευέλικτης) διαπραγματευτικής στάσης Αθήνας και Λευκωσίας στην ΕΕ- πολύ ουσιαστικά ανταλλάγματα. Η ιστορική αυτή ευκαιρία δεν θα υπάρχει στο τραπέζι για καιρό.

Exit mobile version