Ο ποιητής, μέσα από 1.100 περίπου στίχους, υφαίνει ένα μακροσκελές ποίημα στην κυπριακή διάλεκτο στο οποίο εκφράζει τον πόνο, την θλίψη και το παράπονο για την κατοχή του τόπου του. «Ο ρότσος μου» εστιάζει στον Πενταδάχτυλο, στα βόρεια του οποίου είναι το χωριό του, ο Άγιος Αμβρόσιος.

Ποια ήταν η αφετηρία για να γράψετε ένα ποιητικό έργο 1.100 στίχων; Γενικά, ρότσο λέμε έναν συμπαγή βραχώδη όγκο, που δημιουργήθηκε από γεωλογικές διεργασίες και δράσεις. Είναι συνήθως τεραστίων διαστάσεων, μεγάλο μέρος του οποίου βρίσκεται βαθιά μέσα στη γη. Γι’ αυτό και τον αποκαλώ «ρότσο ριζιμιό». Σε ό,τι αφορά στο ποίημα, «ρότσος» θεωρείται ολόκληρη η οροσειρά του Πενταδακτύλου. Και πάνω σ’ αυτό τον «Ρότσον τον ριζιμιό» ρίζωσαν άνθρωποι, ρίζωσαν οι πρόγονοί μας οι οποίοι άφησαν απογόνους. Σε μια γωνιά αυτού του Ρότσου, βορκάν του Πενταδάκτυλου χαζίρι μες στη μέση, βρίσκεται και το χωριό μου, ο Άγιος Αμβρόσιος της Κερύνειας, με πλούσια φυσική ομορφιά και ιστορία.

Ποιες είναι οι πιο δυνατές μνήμες σας από εκεί; Ανάμεσα στις πιο δυνατές μνήμες μου είναι η εμπιστοσύνη που μου είχαν οι γονείς μου Νικόλας και Παρασκευού. Από τα οχτώ μου χρόνια με έστελναν στο δάσος, που απείχε πάνω από ένα χιλιόμετρο από το σπίτι μας, με τις δυο κατσίκες και τα μικρά τους για να φάνε «γλωρονομήν», και ήταν σίγουροι ότι δεν θα χαθώ ούτε θα χάσω τα ζώα. Ήταν σίγουροι ότι θα επιστρέψω πριν τη δύση του ήλιου. Από τα δώδεκα μέχρι τα δεκαεπτά συμμετείχα σε όλες τις γεωργικές εργασίες, όσο δύσκολες κι αν ήταν. Ακόμη, κατασκεύαζα ξύλινα κουτάλια και σαρκές με θυμάρι και σαψυσ’α για να έχω κι εγώ το «κάτι τις» μου. Όλ’ αυτά γίνονταν χωρίς να με απορροφήσει το παιχνίδι και να ξεχαστώ, Δεν ανησυχούσαν και δεν ανησυχούσα. Η εμπιστοσύνη ήταν αμφίδρομη!

Είναι ακόμη οι διαχρονικές προσπάθειες της κοινωνίας του Αγίου Αμβροσίου, η οποία με πείσμα και μεθοδικότητα εργάστηκε για την ίδρυση σχολείων στο χωριό, πολύ πριν γεννηθώ, για τη μόρφωση των παιδιών της. Με αποκορύφωμα την αναβάθμισή της υπό την διεύθυνση του καθηγητή Κωστάκη Σαββίδη, ιδιωτικής ανωτέρας σχολής σε γυμνάσιο, το Ελληνικό Γυμνάσιο του Αγίου Αμβροσίου. Αυτά τα σχολεία ήταν στελεχωμένα με υπέροχους δασκάλους για να δεχτούν κι εμένα. Συνεπώς, όλ’ αυτά συνιστούν χρέος το οποίο έκτοτε προσπαθώ ποικιλότροπα για να το ξεπληρώσω.

Αναπόφευκτα, είχα απεριόριστες ευκαιρίες καθημερινής επαφής με κόσμο όλων των ηλικιών, γεγονός  που με βοήθησε να αποθησαυρίσω όλον εκείνον τον πλούτο της «Αϊβροσίτικης συντυσιάς» (λεξιλόγιο και φρασεολογία), τον οποίο, ευτυχώς, κατάφερα να μεταφέρω σε πολλές χιλιάδες στίχους που συναποτελούν μια τετραλογία με γενικό τίτλο «Αρτίριμα Ψυσιής». Ο «Ρότσος μου» είναι το «Αρτίριμα Ψυσιής 2», ενώ το «Αρτίριμα Ψυσιής 1» με τίτλο «Τζιαι Εγένετο Τζιύπρος» βρίσκεται υπό έκδοση. Θα ακολουθήσουν τα άλλα δύο.

Τι συμβολίζει για σας ο Πενταδάχτυλος; Οι συμβολισμοί είναι πολλαπλοί και αλληλένδετοι και όλοι μαζί οδηγούν στην απελευθέρωση και στην επιστροφή στις πατρογονικές μας εστίες. Δεν αγγίζουν μόνο εμένα, αγγίζουν όλους όσους έζησαν στη ράχη του και κατ’ επέκταση όλους τους Κυπρίους. Γι’ αυτό και με προειδοποιεί:

Έτσι, να ξέρεις ποιητή, τα ʼκάμαμεχ χαλάλιν,

μα ʼμαι ο Ρότσος τωχ χωρκώμ, που μᴉαν νάκραν ως άλλην.

Εγᴉώ ʼμαι το πεντάγραμμον, του νότου τσ’αι βορκά μου,

τσ’αι φθόγγοι μου, λαλώ σου το, έν ούλα τα χωρκά μου,

καχάναμ με τον ήχον του, το ύψος, τη χροιάν του,

καχάναμ με την ένταση τσ’αι τηδ διάρκειάν του.

Πώς αξιοποιήσατε στο έργο τις γνώσεις σας στη βοτανική; Ως δασοπόνος και κατ’ επέκταση ως καλός γνώστης και μελετητής, όχι μόνο της χλωρίδας του Πενταδακτύλου αλλά και ολόκληρης της Κύπρου, ήταν αναπόφευκτο να περιλάβω και τα φυτά με τα δημώδη ονόματα όπως τα γνωρίζουμε στον Άγιο Αμβρόσιο. Οι ασβεστολιθικοί κρημνοί και οι βαθιές χαράδρες φιλοξενούν σπάνια ενδημικά είδη που μόνο στην Κύπρο τα βρίσκει κάποιος, όπως: Η μητέρα της Κερύνειας (Teucrium kyreniae), το άγριο κραμπί του Αγίου Ιλαρίωνα (Brassica hilarionis), το πετρόχορτο της Λάμπουσας (Sedum lampousae), το άγριο μουσκοκάρφι το κύπριο (Dianthus cyprius), η σολένοψις του Αντιφωνητή (Solenopsis antifonitis) και πολλά άλλα.

Τι ρόλο παίζουν οι εννέα μούσες και η Αθηνά στο μεγάλο αυτό ποίημα; Μέχρι τα δεκαέξι μου χρόνια κοιμόμουνα μέσα στην κάμαρη που ήταν ο αργαλειός. Μπαινοβγαίνοντας, ο αργαλειός ήταν μπροστά μου. Καθώς η μάνα μου συνήθιζε να υφαίνει τα βράδια, έμαθα να κοιμάμαι με τους ήχους του. Συνεπώς, και στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου έβλεπα και άκουα τον αργαλειό. Έτσι, όταν αποφάσισα να γράψω το ποίημα «Ο Ρότσος μου» σκέφτηκα ότι η σύνθεση ενός τόσο μεγάλου ποιήματος μοιάζει με την ύφανση, αφού η μεν υφάντρα είναι υποχρεωμένη να μετρά τις κλωστές, ο δε ποιητής να μετρά τις συλλαβές, αφού οι στίχοι ήταν στον δεκαπεντασύλλαβο. Έτσι, «για να φάνω στίχους του πρεπού» ζήτησα τη βοήθεια της υφάντρας Αθηνάς, η οποία, ωστόσο, με παρέπεμψε στις μούσες της ποίησης και της μουσικής. Αυτές με τη σειρά τους απαιτούν να μάθουν ποιος είναι αυτός ο Ρότσος. Ενθουσιασμένες, μπαίνουν κι αυτές στον χορό και καλούν τον συγχωριανό μου λαϊκό ποιητή Βασίλη Χαπέσιη. Στο τέλος επανεμφανίζεται η Αθηνά, η οποία προτρέπει τον ποιητή να καλέσει τον Βασίλη για να πει τα τελευταία λόγια.

Ο Ρότσος μου
Εκδ. Εν Τύποις
Σελ. 126
Exit mobile version