25 Σεπτεμβρίου, 2025
5:40 μμ

Προβάδισμα έναντι άλλων εταιρειών για την ετοιμασία 100.000 ηλεκτρονικών ταυτοτήτων αρχικά και πολλές άλλες στη συνέχεια, με έσοδα περίπου €40-€50 εκατ., απέκτησε η JCC, η οποία ανέλαβε απευθείας την αρχική προσφορά.

Αυτό άφησε να νοηθεί ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας κ. Ανδρέας Παπακωνσταντίνου, ενημερώνοντας την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου σχετικά με τα ευρήματα έκθεσής του, με ελεγχόμενο το Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου ανέφερε, ότι  η κατακύρωση της πρώτης σύμβασης που αφορούσε 30.000 ταυτότητες έγινε στα €3,8 εκατ. και πρόσθεσε: Πρέπει να πούμε, όμως, πως η όποια εταιρεία αναλάβει την πρώτη σύμβαση, αποκτά ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τις επόμενες φάσεις του έργου. Αν θεωρήσουμε ότι στόχος είναι να έχουν όλοι ηλεκτρονική ταυτότητα, σημαίνει ότι μιλάμε για ένα έργο των €40-€50 εκατ. εκατομμυρίων στην πλήρη ανάπτυξή του.

«Στην ΕΕ υπάρχουν διάφοροι οργανισμοί οι οποίοι μπορούν να διεκπεραιώσουν ένα τέτοιο έργο, που ανέλαβε απευθείας η JCC. Όμως, στη νομοθεσία μας περιλήφθηκαν και επιπλέον προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς, πέραν της αδειοδότησής τους στην ΕΕ, πρέπει να πληρούν και κάποια κριτήρια στην Κύπρο, όπως είναι η ύπαρξη γραφείων και υποδομών στην Κύπρο κοκ» πρόσθεσε.

Αυτή η διαδικασία παίρνει πάνω από ένα χρόνο, ανέφερε ο Γενικός Ελεγκτής. Σύμφωνα με τον ίδιο, από το 2021 θα μπορούσε να προκηρυχθεί προσφορά με χρονικό περιθώριο ανάληψης του έργου (για παράδειγμα 12-16 μήνες) οπόταν θα ικανοποιούσαν τα κριτήρια και άλλες εταιρείες, προκειμένου να λειτουργήσει και ο ανταγωνισμός ώστε να εξασφαλιστούν καλύτερες τιμές. Όταν προκηρύχθηκε  ο διαγωνισμός τον Οκτώβριο του 2024, όντως ο μοναδικός οργανισμός που πληρούσε τα κριτήρια ήταν η JCC, είπε ο Γενικός Ελεγκτής.

«Υπάρχει και ο τεχνικός περιορισμός, να καθυστερήσεις τα πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην υπάρχει κάποιος άλλος ενδιαφερόμενος», είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου διευκρινίζοντας: «Δεν καταλογίσουμε πρόθεση στο Υφυπουργείο, δεν μπορούμε να ξέρουμε το σκεπτικό του. Όμως, το να καθυστερείς και να δημιουργείς τεχνικό περιορισμό δεν είναι σωστό. Επειδή υπάρχει και ο χρονικός περιορισμός από πλευράς ΕΕ να είμαστε έτοιμοι το 2026, κάποιος θα ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την απευθείας ανάθεση, είπε ο Γενικός Ελεγκτής.

Και συνέχισε: «Αυτό που δεν μας άρεσε είναι ότι το υφυπουργείο δεν κινήθηκε πιο νωρίς (από το 2021) αλλά ακόμη και το 2024 που έγινε η διαδικασία, αφού είχαν καταλήξει στη διαπραγμάτευση με την JCC, θα μπορούσε να γίνει εκούσια προκήρυξη (μετά την απόφαση για κατακύρωση της σύμβασης) δίνοντας δέκα μέρες χρόνο για τυχόν υποβολή ενστάσεων από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο».

Είδαμε υπηρεσιακό σημείωμα, μέσω του οποίου η λειτουργός καθοδηγούσε την ηγεσία του υφυπουργείου να προβεί σε αυτή τη διαδικασία (εκούσιας προκήρυξης) αλλά  απορρίφθηκε, είπε.

Μας απασχόλησε, συνέχισε, και η ιδιάζουσα σχέση του υφυπουργού με την JCC, την οποία ετοίμασε ως γενικός διευθυντής και όταν ανέλαβε  το υφυπουργείο, αυτό έπρεπε να ήταν και να φαίνεται καθαρό.  Οπόταν, για να προστατευθεί η διαδικασία ακόμη και αν ήταν όλα καθαρά, έπρεπε να κάνουν το επιπλέον βήμα για να προστατευθεί η διαδικασία. «Έπρεπε να είχε γίνει εκούσια προκήρυξη», υπέδειξε.

«Με δυο λόγια, έχοντας υπόψιν την ιδιάζουσα σχέση του υφυπουργού αλλά και το χρόνο από το 2021, η δική μας άποψη είναι ότι το υφυπουργείο έπρεπε να κάνει καλύτερους χειρισμούς. Επαναλαμβάνω ότι τώρα μιλάμε για 100.000 ταυτότητες αλλά το έργο θα επεκταθεί και η διαδικασία θα επαναληφθεί μεν, αλλά υπάρχει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απέκτησε ο φορέας στον οποίο ανατέθηκε η αρχική σύμβαση (JCC)» υπογράμμισε.

Τέλος, ανέφερε, πως προτού αποφασίσει το Συμβούλιο Προσφορών του υφυπουργείου, προηγήθηκε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη διαδικασία με τη JCC ενώ υπήρχε και δημόσια τοποθέτηση λειτουργού του υφυπουργείου ότι θα προωθηθεί η διαδικασία με τη συγκεκριμένη εταιρεία (JCC).

Σημειώνεται, πως ένας από τους λόγους για τους οποίους το θέμα εξετάστηκε σχετικά σύντομα μετά την εγγραφή του, ήταν ακριβώς η αναφορά του Γενικού Ελεγκτή σε ιδιάζουσα σχέση του υφυπουργού κ. Νικόδημου Δαμιανού, ο οποίος προτού διοριστεί υπηρετούσε ως εκτελεστικός διευθυντής της JCC.

Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Χρίστος Χριστοφίδης ο οποίος ενέγραψε το σχετικό θέμα, καυτηρίασε την εμπλοκή του Υπουργικού Συμβουλίου στο όλο θέμα και πρόσθεσε, πως με την απόφαση της απευθείας ανάθεσης αλλά και την έκδοση δωρεάν των πρώτων 30.000 ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, ουσιαστικά σπόνσαρε την JCC με €4 εκατ. Αν γνώριζαν και άλλες εταιρείες ότι θα είχαν διασφαλισμένη την έκδοση 30.000 ταυτοτήτων, ίσως επεδείκνυαν ενδιαφέρον και θα δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο, είπε.

Ενώπιον της Επιτροπής λέχθηκε πως μέχρι στιγμής εξεδόθηκαν μόνο 7.600 ηλεκτρονικές ταυτότητες με τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζαχαρίας Κουλία να ζητά εξηγήσεις ως προς το κατά πόσον η εταιρεία στην οποίαν ανατέθηκε η σύμβαση θα πληρωθεί τα €3.850.000 που προβλέπονται ή με δεδομένο ότι δεν έχουν εκδοθεί 30.000 ταυτότητες αλλά πολύ λιγότερες, να πληρωθεί κατ’ αναλογία.

Ο Γενικός Ελεγκτής κ. Ανδρέας Παπακωνσταντίνου, ανέφερε πως εξ’ όσων αντιλαμβάνεται, υπάρχει δυνατότητα να ζητηθεί παράταση της σύμβασης.

Με την έναρξη της συνεδρίας, ο βουλευτής Χρίστος Χριστοφίδης ανέφερε ότι ξενίζει το γεγονός ότι εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας στην οποία ανατέθηκε απευθείας η σύμβαση, χωρίς προσφορές, ήταν ο νυν υφυπουργός. Είπε επίσης πως απασχολεί το ΑΚΕΛ το ενδεχόμενο ποινικών ευθυνών.

Τόσο ο υφυπουργός όσο και ο γενικός διευθυντής του υφυπουργείου κ. Γιώργος Κωμοδρόμος υπεραμύνθηκαν της απόφασης για απευθείας ανάθεση στη JCC υποστηρίζοντας ότι στην Κύπρο δεν υπήρχε άλλη εταιρεία η οποία να πληροί τους σχετικούς όρους.

Το κόστος της ηλεκτρονικής ταυτότητας θα είναι €50 με ισχύ τριών ετών. Όπως αναφέρθηκε, σε άλλες χώρες το κόστος της ταυτότητας κυμαίνεται μεταξύ €100-€150.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου Ζαχαρίας Κουλίας ζήτησε να κατατεθούν όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούν τη συγκεκριμένη σύμβαση.

Exit mobile version