Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ακόμα 7/8 της δεύτερης θητείας του για να αφήσει το στίγμα του στον κόσμο ως ο “ειρηνοποιός” που υποσχέθηκε να είναι στην ομιλία που απηύθυνε κατά την ορκωμοσία του – και έτσι να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης που τόσο μη-διακριτικά ζητάει. Μέχρι τότε, τι θα λέγατε για μια ενδιάμεση αξιολόγηση; Ειδικά εφόσον έχει ήδη κάνει τη δική του.
“Ήμασταν πολύ επιτυχείς στη διευθέτηση πολέμων”, καυχήθηκε ο πρόεδρος τις προάλλες. “Έχετε την Ινδία, το Πακιστάν, τη Ρουάντα και το Κονγκό”. Ο Τραμπ φάνηκε ιδιαίτερα υπερήφανος για την ειρήνη σε αυτή την αφρικανική σύγκρουση, όπως τη φαντάζεται, με αυτά τα “αρκετά σκληρά όπλα, όπως μαχαίρια, κεφάλια που κόβονται”. Συνέχισε: “Σερβία, Κοσσυφοπέδιο, τα λύσαμε όλα αυτά”. Το ίδιο και η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Εργάζεται ακόμα για τη Μέση Ανατολή, παραδέχτηκε ο Τραμπ, “αλλά τα πάμε αρκετά καλά στη Γάζα”.
Τι αξιοσημείωτη λίστα. Πρώτον, υπάρχει μια ανακολουθία σε σχέση με τα συμφραζόμενα: Ο πρόεδρος βρισκόταν φαινομενικά σε αυτή τη συνάντηση για να εξηγήσει γιατί αναγκάζεται να γίνει σκληρός – κατά κάποιο τρόπο, ίσως, σύντομα – με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Τραμπ ως υποψήφιος είχε υποσχεθεί να τερματίσει τον πόλεμο του Κρεμλίνου κατά της Ουκρανίας σε 24 ώρες. Να όμως που ο Πούτιν, έξι μήνες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ, βομβαρδίζει τις ουκρανικές πόλεις σκληρότερα από ποτέ.
Ο Τραμπ πιθανότατα απαρίθμησε αυτά τα άλλα -και για τους περισσότερους οπαδούς του λιγότερο γνωστά- “hotspots” για να αποσπάσει την προσοχή από αυτή την εξέχουσα αποτυχία του στην ειρηνευτική του προσπάθεια. Αυτό δεν τα καθιστά ωστόσο λιγότερο ενδιαφέροντα.
Η παρέμβασή του στην πρόσφατη αντιπαράθεση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν θα πρέπει πράγματι να λογίζεται ως επίτευγμα*. Μιλώντας στο Νέο Δελχί και το Ισλαμαμπάντ, η ομάδα του Τραμπ εκτόνωσε μια ακόμη σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο πυρηνικών δυνάμεων. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, δεν ήταν ότι η Ουάσινγκτον διαμεσολάβησε, αλλά ότι παρενέβη αργότερα, και πιο τυχαία, από ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι Αμερικανοί πρόεδροι σε ανάλογες κρίσεις. Και ο Τραμπ δεν έφερε την ειρήνη στη Νότια Ασία – απλώς βοήθησε να αποτραπούν δύο παλιοί αντίπαλοι από την κλιμάκωση.
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να λάβει κάποια εύσημα -μαζί με τους Καταριανούς- για τη μεσολάβηση υπέρ της κατάπαυσης του πυρός στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου δρούσε μια παραστρατιωτική οργάνωση ανταρτών που υποστηρίζεται από τη Ρουάντα, εκτοπίζοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Τον περασμένο μήνα, η Ρουάντα και το Κονγκό κατέληξαν σε προσωρινή εκεχειρία στην Ουάσιγκτον. Η πολιτοφυλακή υπέγραψε αυτόν τον μήνα στην Ντόχα. Με λίγη τύχη, θα επέλθει ειρήνη.
Αυτό που ενδιέφερε τον Τραμπ ήταν μάλλον ο χρυσός, το κοβάλτιο, το λίθιο και άλλα ορυκτά που θα εξορυχθούν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Πέρα από αυτό, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι γνωρίζει ή ενδιαφέρεται αρκετά για την Αφρική**. Ίσως γι’ αυτό δεν αναφέρθηκε σε έναν από τους χειρότερους πολέμους στον κόσμο: αυτόν στο Σουδάν, ο οποίος μαίνεται όχι μόνο χωρίς λύση στον ορίζοντα, αλλά και σε μεγάλο βαθμό χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί.
Οι άλλες επιτυχίες που ανέφερε ο Τραμπ ήταν ευφάνταστες. Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν όντως οδεύουν προς μια ειρηνευτική συμφωνία, η οποία όμως μοιάζει εύθραυστη και οι ΗΠΑ (τόσο υπό τον Τραμπ όσο και υπό τους προκατόχους του) ήταν απλώς ένας από τους πολλούς διαμεσολαβητές, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους. Αυτό ισχύει εξίσου και για την παγωμένη (αλλά περιστασιακά θερμότερη) σύγκρουση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για να αποκαλούμε αυτές τις συγκρούσεις “λυμένες”, από τον Τραμπ ή οποιονδήποτε άλλον.
Το κοινό χαρακτηριστικό των παραδειγμάτων του Τραμπ είναι ότι πρόκειται για περιφερειακές συγκρούσεις, όχι όσον αφορά στον ανθρώπινο πόνο, αλλά στη γεωπολιτική σημασία και την προβολή από τα μέσα ενημέρωσης. Σε αντίθεση με τους Ισραηλινούς ή τους Ουκρανούς, οι Κοσοβάροι και οι Κονγκολέζοι δεν κινούν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων στις ΗΠΑ, ούτε η Αμερική κινδυνεύει να εμπλακεί σε ξένα τέλματα για λογαριασμό τους.
Αυτό είναι που έκανε το σχόλιο του Τραμπ για τη Γάζα τόσο περίεργο. Έχοντας εισέλθει στο αξίωμα διαφημίζοντας μια προφανή κατάπαυση του πυρός, ο Τραμπ είναι τώρα θεατής καθώς ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, σύμμαχός του, κάνει ό,τι θέλει: κάνει τη Λωρίδα της Γάζας να ασφυκτιά με τρόπους που όλο και περισσότεροι μελετητές χαρακτηρίζουν γενοκτονία, ή βομβαρδίζει το Ιράν, και τώρα τη Συρία.
Στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ δεν προσφέρει ούτε ειρήνη ούτε ισχύ, παρά μόνο παριστάνει ότι το κάνει. Τόσο ο ισραηλινός βομβαρδισμός της Συρίας όσο και ο βομβαρδισμός μιας καθολικής εκκλησίας στη Γάζα έπιασαν τον Τραμπ “απροετοίμαστο”, παραδέχτηκε η εκπρόσωπος Τύπου του. Μη έχοντας τον έλεγχο του “Μπίμπι”, ο Τραμπ, αντίθετα, συνεχίζει να πρέπει να αποφασίζει μεταξύ του να δείχνει άβουλος και του να συμμετέχει, όπως έκανε όταν οι ΗΠΑ βομβάρδισαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν. Μερικές φορές φαίνεται η απογοήτευσή του, όπως όταν παραπονέθηκε ότι οι Ισραηλινοί και οι Ιρανοί “δεν ξέρουν τι στο διάολο κάνουν”. Άλλες φορές φαίνεται να βρίσκεται σε άρνηση, όπως όταν ισχυρίστηκε ότι “τα πάει αρκετά καλά στη Γάζα”.
Ακόμη και όταν προβάλλει επιδεικτικά την αμερικανική ισχύ βομβαρδίζοντας αδύναμους αντιπάλους, δεν έχει πολλά να επιδείξει στη συνέχεια. Με μεγάλο κόστος σε πολύτιμα πυρομαχικά, χτύπησε για λίγο τους Χούθι στην Υεμένη επειδή τρομοκρατούσαν τις θαλάσσιες οδούς. Στη συνέχεια κήρυξε τη νίκη και σταμάτησε. Αλλά οι Χούθι εξακολουθούν να τρομοκρατούν και η Ερυθρά Θάλασσα δεν έχει έρθει πιο κοντά στην ειρήνη.
Μετά υπάρχει κι αυτός ο πόλεμος στην Ουκρανία. Έχει σημαντικές συνέπειες επειδή διακυβεύεται η κυριαρχία ενός ολόκληρου έθνους (και κατ’ επέκταση το διεθνές σύστημα όπως το γνωρίζουμε) και επειδή η Κίνα παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ χειρίζονται την επιθετικότητα της Ρωσίας, για να παίξει μελλοντικά σενάρια πολέμου στα στενά της Ταϊβάν.
Ο Τραμπ το έπαιξε λάθος από την αρχή. Ο Τζον Μπόλτον, ο τρίτος από τους τέσσερις Συμβούλους Εθνικής Ασφάλειας του Τραμπ στην πρώτη θητεία του, μου είπε ότι ο Τραμπ πιστεύει ότι αν έχει καλή σχέση με έναν ξένο ηγέτη, όλα θα πάνε καλά για τις χώρες τους, “κάτι που είναι γελοίο”. Εμπιστεύτηκε ιδιαίτερα την προσωπική του χημεία με τον Πούτιν. Αντ’ αυτού, λέει ο Μπόλτον, ο Πούτιν “τον χειραγώγησε με επιτυχία. Αυτή η εκπαίδευση της KGB δεν έχει ξεχαστεί, μέχρι που στο τέλος φαίνεται όντως ταπεινωτικό για τον Τραμπ”.
Επειδή ο Πούτιν τον έκανε να φανεί τόσο ανίκανος, ο Τραμπ προσπαθεί τώρα να αλλάξει πορεία – με μια ακόμη μη πειστική και αυθαίρετη προθεσμία 50 ημερών πριν από την επιβολή νέων κυρώσεων, μια προθεσμία που ο Πούτιν φαίνεται να βλέπει ως παράθυρο για να προκαλέσει κόλαση στην Ουκρανία. Το τι θα μπορούσε να συμβεί αν αρχίσουν ποτέ πραγματικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις είναι επίσης ασαφές, δεδομένου ότι ο Τραμπ έχει ήδη δώσει τα καλύτερα χαρτιά του Κιέβου, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής ένταξής του στο ΝΑΤΟ και της επανάκτησης των εδαφών που έχει καταλάβει η Ρωσία.
Ο Τραμπ είναι πιθανό να αποτύχει στη δηλωμένη φιλοδοξία του να γίνει ειρηνοποιός για πολλούς λόγους. Ο ιστορικός Τίμοθι Ναφτάλι εξέτασε τρεις επιτυχημένες διαμεσολαβήσεις από Αμερικανούς προέδρους τον 20ό αιώνα: Αυτή του Τέντι Ρούσβελτ για τον τερματισμό του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου το 1905 (τον έκανε τον πρώτο από τους τέσσερις προέδρους των ΗΠΑ που κέρδισαν το Νόμπελ Ειρήνης), τη συμφωνία του Τζον Κένεντι για τον τερματισμό της σύγκρουσης μεταξύ Ινδονησίας και Ολλανδίας το 1962 και την επιτυχία του Τζίμι Κάρτερ να επιτύχει ειρήνη μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ το 1978 (ένα από τα πολλά επιτεύγματα για τα οποία ο Κάρτερ έγινε αργότερα ο τρίτος πρόεδρος που βραβεύτηκε με Νόμπελ)***.
Ένα κοινό στοιχείο που είχαν ο Ρούσβελτ, ο Κένεντι και ο Κάρτερ ήταν η αξιοπιστία τους ως έντιμοι “brokers” και ουδέτερα μέρη (ακόμη και αν ο Ρούσβελτ στην αρχή φαινόταν να ευνοεί τους Ρώσους, ο Κένεντι τους Ινδονήσιους και ο Κάρτερ τους Αιγύπτιους). Ο Τραμπ μπορεί να εμφανίζεται ως έντιμος διαμεσολαβητής στην κεντρική Αφρική και τη Νότια Ασία (όπου σημείωσε τις νίκες του). Αλλά στους πολέμους που έχουν σημασία -την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή- ο Τραμπ φαίνεται υπερβολικά προκατειλημμένος υπέρ του Πούτιν και του Νετανιάχου.
Ο Ρούσβελτ, ο Κένεντι και ο Κάρτερ διαχώρισαν επίσης τις ειρηνευτικές τους προσπάθειες σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική αμερικανική πολιτική. Ο Τραμπ, από την πλευρά του, τις χρησιμοποιεί ως εργαλεία στη μόνιμη εκστρατεία του. Και οι τρεις πρόεδροι του 20ού αιώνα έκαναν ειρήνη για χάρη της ειρήνης, όχι για να αποσπάσουν υλικές παραχωρήσεις για τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ φαίνεται γενικά να ενδιαφέρεται μόνο όταν υπάρχει μια ξεχωριστή συμφωνία για τον ίδιο, όπως για τα ορυκτά στην Ουκρανία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο Τραμπ δεν καταλαβαίνει το ίδιο του το σύνθημα, Ειρήνη μέσω της Ισχύος, το οποίο δανείστηκε από τον Ρόναλντ Ρήγκαν (ο οποίος δεν κέρδισε Νόμπελ, αλλά αναμφισβήτητα θα έπρεπε). Είτε ο Τραμπ πάντα δειλιάζει (“Trump Always Chickens Out”) είτε όχι, είναι παγιδευμένος στον εγωισμό του, πολύ περιορισμένος από το μικρό εύρος της προσοχής που αφιερώνει και πολύ συνηθισμένος να σκέφτεται τη διακυβέρνηση ως πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ριάλιτι σόου.
Όσον αφορά στην ειρήνευση, ο Ρούσβελτ, ο Κένεντι, ο Κάρτερ, ο Ρήγκαν και ορισμένοι άλλοι πρόεδροι κατανόησαν διαισθητικά την επιφοίτηση που διαφεύγει από τον Τραμπ: Ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από τους Αμερικανούς προέδρους. Αν θέλουν να τον αλλάξουν προς το καλύτερο, πρέπει να βάλουν τον στόχο -την ειρήνη- πάνω από τον εαυτό τους.
*Ειδικά για τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος έγινε επίσης σύμβουλος εθνικής ασφάλειας λίγες ημέρες πριν από την έναρξη αυτής της κρίσης.
**Όταν μια ομάδα αφρικανών ηγετών τον επισκέφθηκε τις προάλλες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαίνεσε τον Λιβεριανό ομόλογό του για τις γλωσσικές του ικανότητες: “Τόσο καλά αγγλικά”, είπε ο Τραμπ, “πού έμαθες να μιλάς τόσο όμορφα;”. Η Λιβερία είναι μια αγγλόφωνη χώρα που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από απελευθερωμένους Αμερικανούς σκλάβους.
***Οι άλλοι δύο νομπελίστες πρόεδροι προσφέρουν λιγότερα μαθήματα για τον Τραμπ. Ο Γούντροου Γουίλσον κέρδισε το Νόμπελ για την Κοινωνία των Εθνών, ενώ ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να βοηθήσει να θαφτεί ο διάδοχός της, τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Μπαράκ Ομπάμα το κέρδισε στις αρχές της προεδρίας του, σε κάτι που φαινόταν να αποτελεί προκαταβολή για μελλοντικά επιτεύγματα – μια απόφαση που φαινόταν παράξενη ακόμη και τότε, ακόμη και αν ο Τραμπ θα ήθελε τώρα να του γίνει η ίδια χάρη.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου
BloombergOpinion