Μια πλούσια και μοναδική μουσειακή εμπειρία διεθνών προδιαγραφών προσφέρει το ανακαινισμένο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄. Μαζί με τον διευθυντή του, δρα Γιάννη Ηλιάδη, περιηγηθήκαμε στους χώρους του, ταξιδέψαμε πολλούς αιώνες πίσω και ανακαλύψαμε μοναδικούς θησαυρούς της βυζαντινής τέχνης, ανάμεσα στους οποίους και συλημένα αντικείμενα από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Κύπρου.
Έπειτα από μια πενταετία που ήταν προσωρινά κλειστό, το Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ άνοιξε ξανά τις πύλες του τον περασμένο Μάρτιο, αναβαθμισμένο και εμπλουτισμένο με μοναδικούς θησαυρούς. Χάρη στη νέα μουσειολογική προσέγγιση, προσφέρεται στους επισκέπτες μια ολοκληρωμένη εικόνα της καλλιτεχνικής παραγωγής ολόκληρης της Κύπρου, από τον 4ο έως τον 18ο αιώνα, στα πρότυπα διεθνών μουσείων του εξωτερικού.
Ακολουθήσαμε τον δρα Γιάννη Ηλιάδη, διευθυντή του μουσείου και καλό γνώστη της ιστορίας των εκθεμάτων, σε μια διαφωτιστική ξενάγηση. Δεσπόζουσα θέση στο μουσείο, 43 χρόνια μετά το 1982 που πρωτολειτούργησε, έχουν τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί από αρχαιοκάπηλους στα κατεχόμενα και ανακτήθηκαν μετά από δύσκολες νομικές μάχες στο εξωτερικό.
«Σκοπός ήταν να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε τα εκθέματα με αυστηρά χρονολογική σειρά και να ενσωματώσουμε τους επαναπατρισθέντες θησαυρούς, που είναι πάρα πολλοί, στην εξελικτική πορεία της τέχνης στην Κύπρο. Από το 2013 μας έχουν έρθει 270 αντικείμενα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και εικόνες», λέει ο δρ Ηλιάδης.
Στόχος της νέας μουσειολογικής προσέγγισης είναι να παρουσιάζεται ολοκληρωμένα η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό. Έτσι, στον χώρο παρουσιάζονται και πολύτιμα εκθέματα που παραχωρήθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων με μακροχρόνιο δανεισμό. «Αυτό έγινε εφικτό χάρη στην άριστη συνεργασία με τον διευθυντή του Τμήματος. Καταφέραμε να έχουμε θησαυρούς οι οποίοι για πρώτη φορά παρουσιάζονται ή έχουν παρουσιαστεί μόνο σε διεθνείς εκθέσεις. Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία, και ευελπιστούμε ότι με τη δημιουργία του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου, στο μέλλον το ένα μουσείο θα είναι συνέχεια του άλλου. Φιλοξενούμε παλαιοχριστιανικούς θησαυρούς αλλά και μεσαιωνικούς, κάποιοι εκ των οποίων είναι προϊόντα ανασκαφών που ήρθαν στο φως πολύ πρόσφατα και εκτίθενται για πρώτη φορά».

Η ιστορία του Βυζαντινού Μουσείου άρχισε πριν από αρκετές δεκαετίες. Το 1920 ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος, σύμφωνα με τον Γιάννη Ηλιάδη, συγκάλεσε Ιερά Σύνοδο στην οποία αποφασίστηκε για πρώτη φορά να δημιουργηθεί το Παγκύπριο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Κάλεσε στην Κύπρο τον βυζαντινολόγο και ακαδημαϊκό Γεώργιο Σωτηρίου, ο οποίος φωτογράφισε διάφορα μνημεία και έδωσε οδηγίες να συγκεντρώσει η Εκκλησία εικόνες και αντικείμενα από διάφορους ναούς.
Μεταξύ του 1930 και του 1950 κάθε μητρόπολη συγκέντρωσε τις δικές της. Η αρχιεπισκοπική περιφέρεια μέχρι πρόσφατα ήταν πολύ μεγάλη. Περιλάμβανε τη Λευκωσία, την Καρπασία, την Ταμασό, το Ιδάλιο, την Αμμόχωστο και τη Μεσαορία. Το 1982 ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄, υλοποιώντας το όραμα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, εγκαινίασε το Βυζαντινό Μουσείο με εικόνες, τοιχογραφίες και αντικείμενα μικροτεχνίας.
Σύμβολο των επαναπατρισμών τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς
Στον χώρο δεσπόζουν τα περίφημα ψηφιδωτά της Κανακαριάς, τα οποία εκτίθενται στο μουσείο με τρόπο ανάλογο όπως στον φυσικό χώρο τους. Για πρώτη φορά παρουσιάζονται επανενωμένα τα επαναπατρισθέντα σπαράγματα από την ψηφιδωτή αψίδα της Παναγίας Κανακαριάς σε αψίδα που δημιουργήθηκε στο Μουσείο, καθώς και οι δύο τοιχογραφικές συνθέσεις από τη μονή του Χριστού Αντιφωνητή στην Καλογραία, Ρίζα Ιεσσαί και Δευτέρα Παρουσία, σε ξεχωριστό χώρο που προσομοιάζει με παρεκκλήσι. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη και στην οικονομική στήριξη του προγράμματος αποκατάστασής τους από την ελβετική κυβέρνηση, μέσω συνεργειών που αναπτύχθηκαν και στις οποίες, εκτός από το Βυζαντινό Μουσείο, συμμετείχαν ειδικοί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και το Ινστιτούτο Κύπρου.
«Από τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς λείπει το κάτω μέρος των ποδιών του Χριστού και της Παναγίας, τα οποία είχαν θεαθεί εντοιχισμένα στην Ολλανδία αλλά στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Οι προσπάθειες εντοπισμού και επαναπατρισμού τους συνεχίζονται. Στην αψίδα που στήθηκε με τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς, ο επισκέπτης μπορεί να δει τι υπήρχε και τι λείπει από τα σπαράγματα, όπως γίνεται και στο μουσείο της Ακρόπολης. Πρόκειται για ψηφιδωτά της εποχής του Ιουστινιανού σε κωνταντινουπολίτικο ύφος, που απεικονίζει για πρώτη φορά την Παναγία ως Θεοτόκο, σε αντίθεση με τα ψηφιδωτά της Αγγελόκτιστης στο Κίτι, που παρουσιάζουν την Παναγία ως Αγία Μαρία, ως Χριστοτόκο», μας εξηγεί ο δρ Ηλιάδης.
Ανάμεσά τους ο επισκέπτης θα δει και το βαλιτσάκι του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Αϊντίν Ντικμέν που βρέθηκε στο Μόναχο με διάφορες σύγχρονες ψηφίδες, καθώς και με αυθεντικές από την Κανακαριά. Ο Ντικμέν, χρησιμοποιώντας αυθεντικές και νέες ψηφίδες έφτιαξε άλλα, πλαστά ψηφιδωτά, τα οποία έστειλε στην Κύπρο το 1983 ως αυθεντικά. Από την Κανακαριά προέρχεται επίσης και ο σταυρός τον οποίο βρήκαν πρόσφυγες πεταμένο έξω από τον ναό όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003.
Τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς αποτελούν σύμβολο των επαναπατρισμών, επισημαίνει ο δρ Ηλιάδης. Ήταν η πρώτη μεγάλη υπόθεση που προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Τα ψηφιδωτά πωλούνταν στην Αμερική και η δίκη έγινε στην Ινδιανάπολη. Για πρώτη φορά οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν αρχαιότητες, οι οποίες είχαν κλαπεί και πωληθεί στη χώρα τους.
Μετά από αυτό, Κυπριακή Δημοκρατία και ΗΠΑ συνήψαν μνημόνιο συναντίληψης (MOU) και άρχισαν να συνεργάζονται για τον εντοπισμό και άλλων αρχαιοτήτων που διακινούνται στις ΗΠΑ. Τα περισσότερα αντικείμενα επαναπατρίστηκαν μετά από δικαστικούς αγώνες. Υπήρξε μια πολύ καλή συνεργασία ανάμεσα στο Τμήμα Αρχαιοτήτων και το υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και τη Γενική Εισαγγελία που στηρίζει τον νομικό αγώνα. Τα ανακτηθέντα έργα που εκτίθενται συνοδεύονται από ειδικά αναλόγια, με πληροφορίες για τη διαδρομή τους στα χέρια των αρχαιοκάπηλων και τις διαδικασίες μέχρι την επιστροφή τους στην Κύπρο.
Καθώς περιηγούμαστε στο μουσείο, εντοπίζουμε ένα απόφθεγμα του δικαστή Πάουελ, που εκδίκασε την υπόθεση για τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς στην Αμερική: «Μόνον οι χειρότεροι των αχρείων προσπαθούν να αποκομίσουν προσωπικό όφελος απ’ αυτή τη συλλογική απώλεια».
Ιδιαίτερη θέση στη συλλογή του μουσείου κατέχουν οι τοιχογραφίες από την Κώμα του Γιαλού στην Καρπασία, που χρονολογούνται στον 9ο αιώνα. «Οι κλοπές των τοιχογραφιών έγιναν αφού έφυγαν οι τελευταίοι ιερείς από τον ναό της Αγίας Σολομονής. Οι τοιχογραφίες που παρουσιάζουμε εδώ είναι πολύ πρώιμες και γραμμικές, θυμίζουν αντίστοιχες που υπάρχουν στη Συρία. Ξεχωρίζει η παράσταση του Λίθου, η σκηνή όπου οι τρεις μυροφόρες βρίσκουν τον Τάφο κενό, ενώ ο άγγελος τούς λέει “δεν είναι εδώ ο Χριστός”. Επαναπατρίστηκαν το 2013 και το 2015».
«Μέσα από το πρόγραμμα αποκατάστασης των επαναπατρισθέντων θησαυρών που στηρίχθηκε από την ελβετική κυβέρνηση, μας δόθηκε η δυνατότητα να αναρτήσουμε για πρώτη φορά τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά στους τοίχους αφαιρώντας το περιττό βάρος τους. Το κάθε σπάραγμα τοιχογραφίας ή ψηφιδωτού διατηρεί την αυτοτέλειά του, και δεν συνδέονται μεταξύ τους για να είναι δυνατή η μεταφορά τους στους ναούς από όπου προέρχονται, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν με μια δίκαια λύση του Κυπριακού προβλήματος», εξηγεί ο διευθυντής του Μουσείου.
Εικόνες του Θεόδωρου Αψευδή
Ο επισκέπτης του Βυζαντινού Μουσείου θα ανακαλύψει και έργα καταξιωμένων ζωγράφων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας του Άρακα, έργα που αποδίδονται στον Κωνσταντινουπολίτη ζωγράφο Θεόδωρο Αψευδή, ο οποίος έχει κάνει και τις τοιχογραφίες του ναού. «Ξεχωρίζει η μορφή του Χριστού, με τις αντιθέσεις ψυχρών και θερμών χρωμάτων όπως το πράσινο με το κόκκινο. Είναι πολύ καλλιγραφικός ο τρόπος που αποδόθηκε η κόμη και η γενειάδα. Σε κάποια φάση η εικόνα είχε γίνει κατάμαυρη και τη ζωγράφισαν στην πίσω πλευρά, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά χάρη στον νέο τρόπο έκθεσης της εικόνας. Η νέα εικόνα στο πίσω μέρος χρονολογείται στον 18ο αιώνα και απεικονίζει τον Χριστό Ένθρονο. Η Παναγία του Άρακα ήταν λατρευτική εικόνα και έφερε στο κάτω της μέρος κοντάρι για να υψώνεται. Την περιέφεραν σε λιτανείες σε περιόδους ανομβρίας ή όταν γίνονταν επιδρομές από ακρίδες», λέει ο δρ Ηλιάδης.
Στα αριστουργήματα της συλλογής ανήκουν επίσης ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης και η Παναγία των Καρμελιτών που φέρει επιγραφές στα λατινικά. «Από την έρευνά μας μάθαμε ότι οι σκηνές περιμετρικά της παράστασης απεικονίζουν θαύματα που έχουν γίνει στη μονή των Καρμελιτών στην Τουλούζη. Είχε έρθει στην Κύπρο ο ηγούμενος της μονής ο οποίος ζήτησε από Κύπριο ζωγράφο να του κάνει την εικόνα για να την πάρει στην Τουλούζη. Πρόσφατα ανακαλύψαμε ότι η εικόνα χρονολογείται γύρω στο 1280. Και οι δυο εικόνες ζωγραφίστηκαν πάνω σε καμβά και περγαμηνή και στοίχισαν πολλά χρήματα. Η Ένθρονη Παναγία φορά χρυσά ενδύματα. Η εικόνα της Παναγίας των Καρμελιτών ανήκε στο μοναστήρι του Τάγματος των Καρμελιτών της Λευκωσίας που ήταν κοντά στο Λήδρα Πάλας. Όταν κατεδαφίστηκε το μοναστήρι για να κατασκευαστούν τα βενετικά τείχη (16ος αιώνας), η εικόνα μεταφέρθηκε στην Αγία Σοφία και έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1570. Κάποια στιγμή η εικόνα βρέθηκε να χρησιμοποιείται ως γέφυρα σε χαντάκι. Έπειτα την πήραν οι χριστιανοί και την πήγαν στον Άγιο Κασσιανό».
«Η εικόνα του Αγίου Νικολάου της Στέγης απεικονίζει τους δωρητές της εικόνας: Έναν σταυροφόρο ιππότη με τη σύζυγο, τη θυγατέρα και το άλογό του. Όταν ζητήθηκε να εκτεθεί σε μεγάλη διεθνή έκθεση στο Μπάρι της Ιταλίας, οι διοργανωτές ανέλαβαν και τη συντήρησἠ της. Όταν τελείωσε η συντήρηση, οργανώσαμε το 2009 μια έκθεση στη Ρώμη σε συνεργασία με την Εφορία Αρχαιοτήτων της πόλης, όπου εκθέσαμε την εικόνα μαζί με βυζαντινούς θησαυρούς απ’ όλη τη Ρώμη. Ήταν μια ευκαιρία να μιλήσουμε για τη βυζαντινή κληρονομιά της. Έγινε πολύ καλή δουλειά και στον κατάλογο της έκθεσης καταγράφονται όλες οι εργασίες συντήρησης. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι το ξύλο που χρησιμοποιήθηκε προέρχεται από τη Μικρά Ασία».
Τοιχογραφίες του 13ου αιώνα από τη Λύση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία του επαναπατρισμού των τοιχογραφιών του 13ου αιώνα από την αψίδα και τον τρούλο του ναού του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση. Το Ίδρυμα Μenil του Τέξας αγόρασε τις τοιχογραφίες το 1985 από τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Αϊντίν Ντικμέν, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση και την Εκκλησία της Κύπρου. Οι τοιχογραφίες βρισκόντουσαν σ’ ένα παρεκκλήσι έξω από το χωριό της Λύσης. Ήταν στρατιωτική ζώνη και δεν επιτρεπόταν να πάει οποιοσδήποτε εκεί.
Οι τοιχογραφίες λεηλατήθηκαν από την ομάδα του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Αϊντίν Ντικμέν με την ανοχή του τουρκικού στρατού κατοχής. Ο τρούλος κόπηκε σε 24 τεμάχια και σε 14 η αψίδα. Οι συντηρητές στο Λονδίνο κατόρθωσαν με μεγάλη προσπάθεια να τα επανενώσουν και να κολλήσουν τα ψηφιδωτά σε μια σιδερένια βάση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ είχε συμφωνήσει με τους Αμερικανούς να τα κρατήσουν 20 χρόνια, μετά την ολοκλήρωση της συντήρησης και αποκατάστασής τους. Οι τοιχογραφίες επαναπατρίστηκαν από τις ΗΠΑ στις 16 Μαρτίου 2012, ύστερα από συντονισμένες προσπάθειες της Εκκλησίας της Κύπρου και των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκτίθενται προσωρινά στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ως την ημέρα που θα απελευθερωθεί η τουρκοκρατούμενη κωμόπολη της Λύσης, στην οποία βρίσκεται ο λεηλατημένος ναός του Αγίου Ευφημιανού.
Μια άλλη περίπτωση αρχαιοκαπηλίας, που ξετυλίγεται στον χώρο του μουσείου και αποδεικνύει ότι η Κύπρος είχε γίνει ξέφραγο αμπέλι, είναι αυτή που αφορά τον ύπατο αρμοστή για τους πρόσφυγες, τον Αυστριακό πρίγκιπα Alfred zur Lippe, ο οποίος είχε το ελεύθερο να μετακινείται και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Έκλεβε διάφορες εικόνες και αρχαία αγγεία από τα κατεχόμενα και τα έστελνε στη σύζυγό του που είχε αντικερί στη Βιέννη. Η καταλήστευση των θησαυρών της Κύπρου αποκαλύφθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1979, όταν η Κύπρια καθαρίστριά του εντόπισε κασόνια με εικόνες και αρχαιότητες στο σπίτι του και ειδοποίησε την Αστυνομία.
Ψηφιακό μουσείο με διαδραστικές οθόνες
Την εμπειρία των επισκεπτών συμπληρώνουν οι εκτενείς πληροφορίες στις πινακίδες των εκθεμάτων, ενώ πρόσθετες λεπτομέρειες είναι διαθέσιμες μέσω ψηφιακών μέσων και κωδικών QR. Επιπλέον, δημιουργήθηκε ένα σύγχρονο ψηφιακό μουσείο στο οποίο οι επισκέπτες, μέσα από διαδραστικές οθόνες, μπορούν να εξερευνήσουν: Τους ναούς της εντός των τειχών Λευκωσίας, τα μνημεία της UNESCO, τους ναούς προέλευσης των επαναπατρισθέντων θησαυρών, αντιπροσωπευτικά μνημεία κάθε ιστορικής περιόδου του νησιού (Παλαιοχριστιανική, Βυζαντινή, Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία, Τουρκοκρατία, Αγγλοκρατία).
Με τη χρήση γυαλιών VR, οι επισκέπτες μπορούν να βιώσουν μοναδικές εμπειρίες: Να περιηγηθούν στον κόσμο της Θείας Ευχαριστίας, να «επισκεφτούν» τον παλαιό καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Λευκωσία, καθώς και την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο. Επιπλέον, τρισδιάστατα ολογράμματα ζωντανεύουν τα σημαντικότερα κειμήλια, προσφέροντας μια εντυπωσιακή οπτική παρουσίαση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Στο Μουσείο κατασκευάστηκε επίσης ένα μικρό αμφιθέατρο 40 ατόμων για διάφορες εκδηλώσεις και για τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στον πάνω όροφο είναι σε εξέλιξη οι εργασίες για επέκταση του Μουσείου ενώ στον τελευταίο όροφο θα στεγαστεί η Πινακοθήκη.
Στο πλαίσιο της αναβάθμισης λειτουργεί ένα σύγχρονο πωλητήριο στην είσοδο του Μουσείου, καθώς και ειδικός χώρος φύλαξης προσωπικών αντικειμένων των επισκεπτών. Η τιμή του εισιτηρίου ορίζεται στα €7 ευρώ για μεμονωμένους επισκέπτες, ενώ για ομάδες άνω των 10 ατόμων προσφέρεται μειωμένο εισιτήριο στα €4 . Μειωμένο εισιτήριο προσφέρεται και για παιδιά έως 18 ετών και συνταξιούχους (65+). Επίσης προσφέρεται δωρεάν πρόσβαση σε ομάδες παιδιών, μαθητών και ένστολων στρατιωτών καθώς και σε κατόχους καρτών ICOM, ICOMOS και δημοσιογράφων.
Για πληροφορίες, στο τηλ. 22430008 (8:00-14:30, Δευτέρα έως Παρασκευή) και στο email museum@amf.org.cy.
Ελεύθερα 22.6.2025