Η Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέκρινε ομόφωνα σήμερα την αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας στον «περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2025», ο οποίος ψηφίστηκε στις 27 Νοεμβρίου 2025 και αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 5 Δεκεμβρίου 2025, με επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος.
Όπως είναι γνωστό, με τον αναπεμφθέντα νόμο σκοπείται η τροποποίηση του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ώστε να προστεθούν στις πρόνοιες που αφορούν στις λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο τα ονόματα των μαρτύρων που προτίθεται να καλέσει η κατηγορούσα αρχή και να αυξηθεί η προθεσμία ειδοποίησης έφεσης από τις δέκα (10) ημέρες, που ισχύει σήμερα, στις δεκατέσσερις (14) ημέρες.
Σύμφωνα με επιστολή του ΠτΔ προς την Πρόεδρο της Βουλής, ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 2025, «οι λόγοι της Αναπομπής αφορούν στο άρθρο 2 του ψηφισθέντος νόμου, το οποίο προνοεί για την προσθήκη διάταξης, και δη παραγράφου (γ) στο άρθρο 38 του βασικού νόμου, η οποία καθιστά υποχρεωτική την οπισθογράφηση ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας, σε κατηγορητήρια που καταχωρίζονται σε συνοπτική δίκη, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου».
Όπως αναφέρεται, «η μέχρι σήμερα ισχύουσα δικονομία προνοεί ότι μόνον σε περιπτώσεις κατηγορητηρίων καταχωρισθέντων ενώπιον Κακουργιοδικείου υφίσταται υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να οπισθογραφήσει εξαντλητικό κατάλογο μαρτύρων που θα καλέσει κατά την ακροαματική διαδικασία (άρθρο 109 (δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Σε περίπτωση κλήσης επιπρόσθετου μάρτυρα, η κατηγορούσα αρχή υποχρεούται να δώσει προηγούμενη γραπτή ειδοποίηση στον κατηγορούμενο ή τον δικηγόρο του (άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Η περίπτωση παράλειψης κλήσης μάρτυρα, του οποίου το όνομα έχει οπισθογραφηθεί, δεν καλύπτεται νομοθετικά, ωστόσο η νομολογία έχει καθορίσει ότι η κατηγορούσα αρχή είναι υπόχρεη στη βάση του άρθρου 109 να παρουσιάσει όλους τους μάρτυρες, των οποίων το όνομα οπισθογραφείται στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου, εκτός όπου κρίνει, με δική της ευθύνη, ότι ο μάρτυρας δεν θα γίνει πιστευτός και συνεπώς δεν προτίθεται να βασιστεί σε αυτόν. Οφείλει περαιτέρω, να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη μη κλήση συγκεκριμένου μάρτυρα και είναι στη βάση των εξηγήσεων αυτών που κρίνεται κατά πόσο δικαιολογείται η μη κλήση του, ως και η δυνατότητα της υπεράσπισης να τους καλέσει».
Η αντίστοιχη ρητή υποχρέωση που προτίθεται να θεσπιστεί με την υπό Αναπομπή διάταξη στο άρθρο 38 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, σύμφωνα με τον Πρόεδρο, «θα έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα, την εφαρμογή των πιο πάνω νομολογημένων αρχών σε περίπτωση μη κλήσης μάρτυρα σε συνοπτική δίκη. Η μη εφαρμογή των αρχών αυτών, όπου υπάρχει μία ουσιωδώς ίδια διάταξη, δεν θα ήταν λογική. Με την προτεινόμενη τροποποίηση, δημιουργείται υποχρέωση κλήσης όλων των μαρτύρων, των οποίων το όνομα θα οπισθογραφείται στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου, ακόμα και σε μικρότερης σοβαρότητας υποθέσεις, χωρίς πολλές φορές τούτο να είναι αναγκαίο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, ακόμη και στις περιπτώσεις των συνοπτικών δικών, η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να προβεί στην αιτιολόγηση της μη κλήσης και μη παρουσίασης συγκεκριμένου μάρτυρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, γεγονός που θα δημιουργήσει δυσχέρειες, επιπρόσθετες διαδικασίες και ουσιαστικές καθυστερήσεις, ακόμη και σε λιγότερο σοβαρές υποθέσεις και ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις. Συνακόλουθα, τα πιο πάνω θα έχουν ως αποτέλεσμα την εμπλοκή του συστήματος δικαιοσύνης».
«Υπό το φως των πιο πάνω, η θέση, ως αυτή καταγράφεται στην Έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ότι με την εν λόγω διάταξη δεν σκοπείται να καταστεί υποχρεωτική η παρουσία μαρτύρων που δεν θα κληθούν εν τέλει, δεν αποτυπώνεται στο νομοθετικό κείμενο. Εν τη απουσία ρητής νομοθετικής διάταξης που να καθορίζει ότι η οπισθογράφηση δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την κατηγορούσα αρχή, δεν δύναται λογικά να ερμηνευθεί ότι η υπό εξέταση προστιθέμενη διάταξη δεν δημιουργεί υποχρέωση παρουσίασης μαρτύρων», προστίθεται.
Στα σκαριά νομοσχέδιο για θέσπιση έννομων θεραπειών σε περιπτώσεις καθυστερήσεων
Στην επιστολή του ΠτΔ επισημαίνεται περαιτέρω, ότι «το ζήτημα των καθυστερήσεων στη δικαιοσύνη στην Κύπρο έχει εγερθεί και στο πλαίσιο της Έκθεσης του Κράτους Δικαίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ επί του παρόντος ετοιμάζεται και σχετικό νομοσχέδιο για τη θέσπιση αποτελεσματικών έννομων θεραπειών σε περιπτώσεις καθυστερήσεων σε ποινικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή διάταξης που θα οδηγήσει σε περαιτέρω συσσώρευση υποθέσεων, οι οποίες εκ της φύσεώς τους πρέπει να εκδικάζονται ταχέως, θα είναι επιζήμια για την ορθή και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και ενδέχεται να δημιουργήσει επιπρόσθετα εμπόδια στις προσπάθειες βελτίωσης του συστήματος της δικαιοσύνης, που έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση της Δημοκρατίας με τα ενωσιακά και διεθνή νομικά πρότυπα».
Υιοθετήθηκαν οι εισηγήσεις του ΠτΔ
Στην αναπομπή σημειώνεται πως «η πρόθεση του Νομοθέτη, ήτοι ότι δεν θα δημιουργείται δέσμευση και/ή υποχρέωση κλήσης των μαρτύρων, των οποίων τα ονόματα τους θα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο, και ότι ο κατάλογος δεν θα είναι εξαντλητικός, δεν αποτυπώνεται στο λεκτικό της υπό αναπομπή διάταξης. Ομοίως, δεν αποτυπώνεται με σαφήνεια ότι θα υπάρχει δικαίωμα κλήσης επιπρόσθετων μαρτύρων, χωρίς να απαιτείται πρόσθετη διαδικασία εφόσον ο κατάλογος μαρτύρων δεν είναι δεσμευτικός ή εξαντλητικός. Εισήγηση όπως η υπό αναπομπή διάταξη αναδιαμορφωθεί με τρόπο ώστε να διευκρινίζονται ρητά και χωρίς περιθώριο άλλης ερμηνείας, τα πιο πάνω. Με βάση τα προαναφερθέντα, εισηγούμαι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων μη εμμείνει στην απόφασή της, αποδεχόμενη την Αναπομπή», αναφέρεται μεταξύ άλλων.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αφού επανεξέτασε τον αναπεμφθέντα νόμο λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της, αποφάσισε όπως τροποποιήσει τον αναπεμφθέντα νόμο, ώστε η κατηγορούσα αρχή να δύναται να μην κλητεύσει μάρτυρα του οποίου το όνομα είναι οπισθογραφημένο στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου και να καλεί μάρτυρα του οποίου το όνομα δεν είναι οπισθογραφημένο.
Οι εκπρόσωποι της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως συμφώνησαν με τις ως άνω αναφερόμενες τροποποιήσεις.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ομόφωνα αποδέχθηκε τους λόγους της αναπομπής και υπέβαλε στην ολομέλεια του σώματος αναθεωρημένο, σύμφωνα με τα πιο πάνω, κείμενο του αναπεμφθέντος νόμου, εμμένοντας στην έκδοσή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε ομόφωνα την αναπομπή.










