Ο περί Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας και Παρενόχλησης στο χώρο εργασίας Νόμος, Ν.42(Ι)/2025, τέθηκε σε ισχύ, με σκοπό την εναρμόνιση του νομικού πλαισίου με τη Σύμβαση αρ.190 του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας. Τα θιγόμενα πρόσωπα, έχουν στη διάθεση τους εξωδικαστικές διαδικασίες και ένδικα μέσα. Ο Νόμος ποινικοποιεί τη συμπεριφορά που συνιστά ή προκαλεί βία εις βάρος άλλου προσώπου στον χώρο εργασίας, όταν είναι γνωστό ή θα έπρεπε να είναι γνωστό, ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά βία. Η βία ορίζεται ως πράξη, παράλειψη, πρακτική ή συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων των απειλών, η οποία έχει ως σκοπό, αποτέλεσμα ή συνέπεια, την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχικής ή οικονομικής βλάβης ή ζημιάς στο θύμα. Ο νόμος καλύπτει περιπτώσεις που συμβαίνουν ως μεμονωμένα περιστατικά ή και επανειλημμένα.

Το πεδίο εφαρμογής του νόμου είναι ευρύ. Ο νόμος εφαρμόζεται, στις δραστηριότητες και τη συμπεριφορά των εργοδοτουμένων στον χώρο εργασίας, στις δραστηριότητες και τη συμπεριφορά των εργοδοτών, ως συνέπεια καταγγελίας ή απόκρουσης συμπεριφοράς και
σε τρίτους που έχουν πελατειακή/συμβατική σχέση ή παρέχουν υπηρεσίες. Ο ορισμός του εργοδότη είναι καθολικός, καθώς περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία, κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, τις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας, ιδιωτικές επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα σε κάθε κλάδο. Το ζήτημα αποτελεί πρόβλημα που επηρεάζει το εργατικό δυναμικό και έχει συνέπειες τόσο σε οργανωτικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Ο παρών οδηγός παρουσιάζει και επεξηγεί τις βασικές υποχρεώσεις του εργοδότη βάσει του νόμου, καθώς και τα μέτρα που έχει ο εργοδοτούμενος στη διάθεσή του.

Υποχρεώσεις Εργοδότη:

  • Ανάπτυξη Πολιτικής: Ο εργοδότης υποχρεούται να καθιερώσει σαφή, γραπτή πολιτική, η οποία πρέπει να κοινοποιείται αποτελεσματικά σε όλους τους εργοδοτούμενους.
  • Εκτίμηση Κινδύνου: Οι εργοδότες οφείλουν να διενεργούν τακτικές εκτιμήσεις για τον εντοπισμό κινδύνων και να εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή τους.
  • Προληπτικά Μέτρα: Οι εργοδότες θα πρέπει να εφαρμόζουν στρατηγικές πρόληψης, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα και εκστρατείες ευαισθητοποίησης, για την προώθηση ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος. Ο εργοδότης μπορεί να εκδώσει κατάλληλο κώδικα συμπεριφοράς, του οποίου η εφαρμογή απαιτείται, για να θεωρείται το μέτρο ικανοποιητικό.
  • Μηχανισμοί Αναφοράς: Η εγκαθίδρυση εμπιστευτικών και προσβάσιμων διαύλων αναφοράς περιστατικών, είναι υποχρεωτική. Οι εργοδότες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί αυτοί προστατεύουν την ιδιωτικότητα και τα δικαιώματα των εμπλεκομένων. Ένας σαφής και διαφανής μηχανισμός, παρέχει στον εργοδότη την ευκαιρία να επιλύσει το ζήτημα εσωτερικά.
  • Διερεύνηση και Ανταπόκριση: Οι εργοδότες υποχρεούνται να διερευνούν άμεσα και αμερόληπτα τα αναφερόμενα περιστατικά και να λαμβάνουν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, νομικά πρόσωπα, δύναται να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνα βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Η ευθύνη αυτή, προκύπτει όταν δράστης, είτε ενεργεί προσωπικά είτε ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, κατέχει θέση εξουσίας, και συμπεριλαμβάνει διευθυντές, managers ή άλλους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων. Περαιτέρω, ευθύνη μπορεί να προκύψει όταν το νομικό πρόσωπο δεν άσκησε επαρκή εποπτεία ή έλεγχο, γεγονός που συνέβαλε στη συνέχιση ή επιδείνωση της βίας/παρενόχλησης. Συνεπώς, οι εργοδότες, υποχρεούνται να εφαρμόσουν αποτελεσματικά, προληπτικά μέτρα και να θεσπίσουν διαδικασίες για τη διερεύνηση και επίλυση καταγγελιών.

Δικαιώματα και Μέτρα για τους Εργοδοτούμενους:

  • Δικαίωμα Υποβολής Καταγγελίας και Αναφοράς: Οι εργοδοτούμενοι μπορούν να υποβάλουν εσωτερικές καταγγελίες μέσω των μηχανισμών του εργοδότη, ως το πρώτο βήμα. Επίσης, μπορούν να προσφύγουν στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων ή σε άλλες αρμόδιες αρχές. Για την εκπροσώπηση τους στις διαδικασίες, οι εργοδοτούμενοι, μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από δικηγόρο, συντεχνία ή εκπρόσωπο των εργαζομένων.
  • Διασφάλιση Εμπιστευτικότητας: Ο νόμος εγγυάται τον εμπιστευτικό χειρισμό όλων των καταγγελιών για την προστασία της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας των εμπλεκομένων.
  • Προστασία από Αντίποινα: Οι εργοδοτούμενοι προστατεύονται από αντίποινα ή θυματοποίηση, λόγω υποβολής καταγγελίας ή συμμετοχής σε διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένης και της απόλυσης.
  • Πρόσβαση σε Νομικά Μέσα: Οι εργοδοτούμενοι μπορούν να κινηθούν νομικά, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα του περιστατικού. Οι θεραπείες περιλαμβάνουν τη δυνατότητα απαίτησης αποζημιώσεων για σωματική, ηθική ή επαγγελματική βλάβη. Ο νόμος επιτρέπει επίσης εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών, για λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις.

Αναγνωρίζοντας τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, τα θιγόμενα άτομα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πολλαπλούς μηχανισμούς αναφοράς και ένα ευρύ φάσμα μέτρων επίλυσης των σχετικών προβλημάτων. Η επιμέλεια που επιδεικνύουν οι δημόσιες αρχές κατά τη διερεύνηση καταγγελιών, καθώς και η αυστηρότητα των επιβαλλόμενων ποινών και αποζημιώσεων, θα πρέπει να είναι ανάλογη με τον στόχο προώθησης μιας αλλαγής κουλτούρας στους χώρους εργασίας, με σκοπό την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων τόσο για τα άτομα όσο και για τους οργανισμούς.

*Αθηνά Ευαγόρου, Δικηγόρος, Δικαστηριακό Τμήμα, γραφείο Πάφου / neo.law

Exit mobile version