15 Αυγούστου, 2025
12:26 μμ

Έζησα τα γυμνασιακά μου χρόνια στην Μόρφου τη δεκαετία του 1960 και, από το μαύρο 1974 που η πόλη «κατοικείται» από κουβαλητούς σφετεριστές και παράνομους εισαγόμενους, δεν την είδα από κοντά. Γιατί απλά, δεν θέλω να δω το κουρελόπανο της κατοχής που μολύνει το σχολείο μου, το Ελληνικό Γυμνάσιο Μόρφου, τις εκκλησίες, την μητρόπολη, τα σωματεία, τα πάντα. Εν τούτοις, ουδέποτε ξέφυγαν από τη μνήμη μου όσα είδα και βίωσα στην πολυφίλητη πόλη τα ωραία εκείνα χρόνια.

Στις 16 Αυγούστου ’74, η Μόρφου σκλαβώθηκε, ζει από τότε το δράμα της με εκτοπισμένους τους νόμιμους κατοίκους της, αλλά η δική μου θύμηση παραμένει εκεί, ζωντανή και δυνατή. Πιο δυνατή, μάλιστα, από τα χρόνια που την άφησα με την αποφοίτησή μου και προηγήθηκαν του 1974. Τις μέρες αυτές, λοιπόν, της μαύρης επετείου που η Μόρφου από τον Παράδεισο μετακόμισε στην Κόλαση, επιχειρώ μια μεγάλη «επίσκεψη» στην πόλη της Ομορφιάς, ζωντανεύοντας τις μνήμες μου, ως μικρή ανταπόδοση των όσων καλών και αλησμόνητων μου πρόσφερε, πέραν της γραμματικής μάθησης.

Ναι, μεγάλη είναι η «επίσκεψη» ο συγκλονιστικός «περίπατος», γιατί τα βιώματα έξι χρόνων παραπέμπουν σε βουνό αναμνήσεων. Κι όχι ευχάριστων πάντα ασφαλώς, γιατί, ξενοχωρίτης ων, το να ζεις μόνος σε εφηβική ηλικία σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο και να επιβιώνεις με ό,τι οι γονείς σου στέλλουν από το υστέρημά τους, οπωσδήποτε δεν είναι αυτό που θα ήθελες. Όμως, οι αναμνήσεις που κουβαλώ είναι τόσο γλυκές, και ανεπανάληπτες, που με ταρακουνούν σωματικά και πνευματικά και συμπυκνώνονται σε δυο έμμετρους στίχους:

«Όσον τα γρόνια μου περνούν τζ’ η θύμηση θολώννει,
όμως του Μόρφου πιο βαθκιά πουμέσα μου ριζώννει!».

«Ελληνικόν Γυμνάσιον Μόρφου»

Αρχίζω, λοιπόν, την «επίσκεψή» μου με συγκλονισμό ψυχής, επαναλαμβάνω, αφού κάθε περιστατικό, κάθε θύμηση, έντονη ψυχική φόρτιση μου δημιουργεί κάθε φορά, όσο μπορεί, βέβαια, να με καταλαβαίνει ή όχι κανείς:

Καθηκόντως «πέρασα» πρώτα από το Γυμνάσιό μου, με το πέτρινο επιβλητικό κτήριο, για ν’ «αντικρύσω» αξέχαστους καθηγητές και συμμαθητές. (Οι μαθήτριες ήταν σε χωριστές τάξεις, εκτός από το Πρακτικό στις τρεις τελευταίες τάξεις). «Διέκρινα» μεταξύ των άλλων εκεί καθηγητών, τους Ανδρέα, Μανώλη, Γιώργο Παρανή, Φοίβο Πρωτοπαπά, Απόστολο Αποστολίδη, Γιώργο Γιάννακα, τον Γυμνασιάρχη Χρίστο Πετρώνδα, τον Δαμιανό Χαρίτου, τους γυμναστές Χρίστο Ιορδάνου και Γιώργο Σολομωνίδη, τον Αγησίλαο Σολέα, τη Νίτσα Νικολαΐδου, τους μουσικούς Κώστα Καλαθά και Κώστα Κασσιανό, την Τασούλα Κασίνη και τον Νίκο Σιαμντάνη στη Γραμματεία, τον εξυπηρετικό Γιώργο στην καντίνα…

Στις τάξεις μου, «είδα» τους συμμαθητές Νίκο Κέζο, τον Μιχάλη Σκαπούλλη, τον Τσίγγη, τον Παπαθεοχάρους, τον Κούλλουρο, τον Πολυκάρπου, τον Κυριάκο Μαυρομμάτη, τον Μουρουζίδη, τον Βαγγέλη Μουζούρη, το Σίμο, τον Ιλαρίωνος, τον Χαμπουρά, τον Ροτσίδη, τον Θεοτόκη, τον Πελαβά, τον Ναούμ, τον Ξυδά, τον Αντώνη Αδαμίδη, τον Κώστα Παπανδρέου, Ανδρέα Χατζηκυριάκο, Κωνσταντίνο Ρόπαλη, τον Κώστα Χριστοδούλου και τις συμμαθήτριες μου, Ανδρούλα Πουλλαδοφώνου, Παναγιώτα Γεωργιάδου, Μάρω Ρωσσίδου, Σούλα Σερδάρη, Μάρω Σκαπούλλη, Νίτσα Γρηγορίου, Ελένη Μιχαήλ, Λένια Φώτσιου, Μαρία Χατζιαγγελή, Γιαννούλα Πογιατζή, την… τον… τους …πόσες και πόσους; 

Δεν παρέλειψα κατά την επίσκεψή μου στο Γυμνάσιο, να «βρεθώ» και στην από τσίγκους αμιάντου παράγκα του Β6 και να ζήσω ανεπανάληπτα στιγμιότυπα στο μάθημα των Αγγλικών με τον Λάκη Σιλβέστρο, με τα ατέλειωτα γελαστικά περιστατικά με πρωταγωνιστές το γράφοντα και άλλα σαΐνια…

Παγαίνοντας προς το κέντρο της πόλης, «είδα» με σπαραγμό την ιεροσυλία που διέπραξαν οι Τούρκοι, να μετατρέψουν το κοιμητήριο της Μόρφου… σε πάρκινγκ! Ω, της βαρβαρότητας…

«Είδα» τον Άγιο Μάμα και τη μητρόπολη δίπλα, όπου πήγαινα συχνά και έπαιρνα από τον διάκο Κέπετζη χρειώδη που ζητούσε ο πατέρας μου Παπαναστάσης για τις ανάγκες της εκκλησίας του χωριού μου Τσακίστρα. Στον Άγιο Μάμα και οι παπάδες του «εκεί», Παπαντώνιος Μαυρομμάτης και Χαράλαμπος Κούρρης…

Συγκλονίστηκα λίγο μετά, διαπιστώνοντας τη μεγάλη ιεροσυλία: Τον ναό της Αγίας Παρασκευής να ’ναι τζαμί και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ένα πραγματικό ερείπιο!

Ο Σιδεράς, ο Κοκονέτσης, ο Σπόντας

Ομάδα αποφοίτων του Ελληνικού Γυμνασίου Μόρφου 1967, σε ευχάριστο στιγμιότυπο, στη Λεμεσό το 2015.

«Είδα» με σπαραγμό το μεγάλο επιβλητικό παντοπωλείο της Μόρφου, απ’ όπου ψώνιζα συχνά, και κάθε Σάββατο, θυμάμαι, ο εξωτερικός του χώρος παρουσίαζε όψη μεγάλης ανοικτής λαϊκής αγοράς.

«Πέρασα» από τα βιβλιοπωλεία Σιδερά και Λαπουρίδη, απ’ όπου προμηθευόμουν τα βιβλία μου, το σουβλατζίδικο του Κοκονέτση και το εστιατόριο Τσιριπιλλή, όπου –ανάλογα με την τσέπη– σταματούσα την πείνα μου, τα γραφεία λεωφορείων «Θρασυβούλου», με τα οποία ταξίδευα συχνά στη Λευκωσία για να παρακολουθήσω αγώνες ποδοσφαίρου ή καλές ταινίες στους κινηματογράφους. Δεν παρέλειψα ακόμη να «βρεθώ» και στα γραφεία της ΚΕΜ, με γραμματέα τον γλυκύτατο και εξυπηρετικό πάντα Νίκο Σπόντα.

Την οδό Άντη Φιλήτα (Μορφίτη ήρωα της τορπιλακάτου «Φαέθων», που βομβαρδίστηκε από την τουρκική Αεροπορία τον Αύγουστο του 1964 στο Ξερό), τη θυμόμουν πολύ καλά. Εκεί ήταν τα γραφεία των εφημερίδων του Σαμψών «Μάχη» και «Θάρρος» για την περιοχή Μόρφου, όπου πήγαινα και βοηθούσα δημοσιογραφικά ως μαθητής, στην πρώτη μου δυνατή εμπειρία στο λειτούργημα. Ο υπεύθυνος των γραφείων, Πάνος Αστραίος, απουσίαζε συνήθως, οπότε εγώ διεκπεραίωνα τα πάντα, με κύρια καθημερινή απασχόληση μετά το σχολείο, να στέλλω φάκελο με το λεωφορείο ή και να τηλεφωνώ στη Λευκωσία. «Πέρασα» έξω από τα γραφεία και πολλές καλές αναμνήσεις ξύπνησαν μέσα μου.

Ιδιαίτερη συγκίνηση αισθάνθηκα «βλέποντας» τα σπίτια όπου έμεινα τα χρόνια της παραμονής μου στην Μόρφου: Το σπίτι Μηνά και Ζηνοβίας Χαπέα, σε πάροδο της οδού Σόλωνος που οδηγεί προς την έξοδο της Μόρφου, στον δρόμο προς Πραστειό. Το πατρικό του Χριστάκη Χίλμου, που υπήρξε και τερματοφύλακας της ομάδας του «Διγενή». Το σπίτι του ανταποκριτή όλων των τότε κυπριακών εφημερίδων, Δημήτρη Βότση. Το σπίτι Πέτρου Καραγιάννη, στη Σόλωνος 28. Στο σπίτι Βότση θυμάμαι, που καθημερινά ερχόταν η νύμφη των νοικοκυραίων μου και έφερνε στον παππού και τη γιαγιά το εγγονάκι τους Δημήτρη, αλλ’ όχι και σπάνια τον μεγαλύτερό του αδελφό Άγγελο, μετέπειτα βουλευτή.

Πόνο ψυχής και πίεση στο στομάχι ένιωσα «βλέποντας» το σπίτι Καραγιάννη, με τους τρεις ενοίκους να με «καλωσορίζουν» με χαμόγελο στο κεφαλόσκαλο: Τους ηλικιωμένους γονείς Πέτρο και Ελπινίκη (τη φώναζαν συνήθως «Ρόζα», χωρίς να ξέρω γιατί), μαζί με την ανύπαντρη μεσήλικη κόρη τους Ελένη, τη γνωστή ως «Κακκάρα». Έμειναν και οι τρεις εγκλωβισμένοι με την εισβολή για μήνες, στη διάρκεια των οποίων υπέστησαν τα πάνδεινα από τους Τούρκους. Τους πίεζαν και τους βασάνιζαν για να φύγουν, κάτι που υποχρεώθηκαν να κάνουν τελικά, για να πεθάνουν οι γέροι λίγο μετά, με τα πολλά τους προβλήματα στην προσφυγιά… Την Ελένη βρήκα μετά από χρόνια σε συνοικισμό της Λεμεσού και μου αφηγήθηκε το όσα απάνθρωπα υπέστησαν, περισσότερο η ίδια από «καλοσυνάτους» Τούρκους, τα οποία και δημοσίευσα ανώνυμα σε περιοδικό.

Δεν μπορούσα «πηγαίνοντας» στη Μόρφου, να μην «έβλεπα» και τα τρία σινεμά της, όπως και τα δύο σωματεία της πόλης. Τους κινηματογράφους «Πάνθεον», «Ρεξ» και «Απόλλων», όπου τις Κυριακές συγκεντρωνόμαστε εκατοντάδες έφηβοι στις αξέχαστες μαθητικές παραστάσεις. Στο σωματείο ΑΕΜ σύχναζα, συνήθως, τις νύχτες κατά τον πρώτο χρόνο της σχολικής μου θητείας, για κανένα τάβλι και λίγη τηλεόραση (τις νύχτες που είχε), αφού εμείς –εγώ και άλλοι μαθητές, συγχωριανοί μου και Μαρωνίτες από τον Κορμακίτη, που μέναμε τα χρόνια εκείνα σε δωμάτια του ίδιου κοντινού σπιτιού– δεν υπήρχε περίπτωση να έχουμε δική μας τηλεόραση.

Στον «Διγενή», στου Κλείτου, στου Φρίγγα

Ιδιαίτερα ήταν η συγκίνησή μου «επισκεπτόμενος» το ιστορικό σωματείο του «Διγενή Ακρίτα», δίπλα στον ποταμό Σερράχη, που χύνεται πιο κάτω στον Κόλπο της Μόρφου. Οι αναμνήσεις μου από τον «Διγενή» είναι πολλές, αφού τότε ήμουν ένας από τους θιασώτες της ομάδας μπάσκετ που διατηρούσε και στην οποία βασικοί παίκτες ήταν και οι συμμαθητές μου, Σκαπούλλης και Συμεωνίδης. Η ομάδα, όχι μόνο μετείχε τότε στο Παγκύπριο Πρωτάθλημα Καλαθόσφαιρας, αλλά και πρωταγωνιστούσε σ’ αυτό, πάμπολλες δεν ήταν οι φορές που τη  χειροκρότησα εκεί, στο γήπεδό της, αλλά και ήμουν ένας των πολλών φιλάθλων που τη συνόδευαν σε εκτός έδρας παιγνίδια της, όπως στη Λευκωσία με τον ΑΠΟΕΛ και στη Λάρνακα με τον «Πεζοπορικό».

Απαραίτητη η «επίσκεψή» μου και στην κλινική Κλείτου Ιακωβίδη, που ήταν και ο οικογενειακός μας γιατρός, για εμβόλια και έκτακτη περίθαλψη. Αξέχαστη θα μου μείνει π.χ. η περίπτωση που ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, λόγω πολύ υψηλού πυρετού και ο γιατρός ήρθε στις τέσσερις το πρωί και με φρόντισε, χωρίς, να δεχθεί πληρωμή, μάλιστα! Αιωνία ας είναι η μνήμη και του ίδιου κι του γιου του Χριστάκη, που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα λίγο μετά την εισβολή. Με το Χριστάκη αναπτύξαμε μια άριστη φιλία, όταν βρεθήκαμε μαζί στη διάρκεια της θητείας μας.

Το ψωμάδικο των αδελφών Φρίγγα στο κέντρο της Μόρφου, μου «ξύπνησε» ευχάριστες μνήμες, γιατί από εκεί αγόραζα ψωμί και κουλούρια, αλλά και γιατί οι ιδιοκτήτες του με φίλευαν κάθε τόσο και με ζεστές ελαιόπιτες και ταχινόπιτες. Κοντά στο αρτοποιείο και το φωτογραφείο Νόνη Εγγράφου, όπου κάθε τόσο καθάριζα τα φίλμς μιας καλής φωτογραφικής, που μου είχε στείλει θείος μου από την Αγγλία.

Πώς μπορούσα να μην «περάσω» και από τα ζαχαροπλαστεία «Καζολίδη», από τα οποία προμηθευόμουν και απολάμβανα το πολύ αρεστό για μένα τότε κοκ, οσάκις, βέβαια, διέθετα και το αντίτιμο! Την πρώτη χρονιά, μάλιστα, γνώρισα και τις «πόμπες» από τον πατέρα του Καζολίδη, ο οποίος τις πωλούσε με το αμαξάκι του στον δρόμο. Φώναζε συνέχεια «πόμπες, έχω πόμπες» και διερωτώμουν «πώς μπορούσε να πουλά βόμβες»! Πολύ γρήγορα, βέβαια, έμαθα την αλήθεια, κι έγινα ένας από τους καλούς πελάτες του.

Καρφωμένο στη μνήμη μου πάντα και το γεγονός –συνήθεια, κι εμένα και άλλων μαθητών από χωριά– που πηγαίναμε στο συσκευαστήριο πατατών Σαμαρά (ήταν από το Αργάκι) στον δρόμο προς τον Ξερό για να διαλέξουμε μικρές πατάτες που απορρίπτονταν για εμπορία και εξαγωγή, για τις ανάγκες μας. Αλησμόνητο και το ότι, στα μεγάλα διαλείμματα στο Γυμνάσιο, πηγαίναμε τρέχοντας στα χωράφια συμμαθητών μας μεταξύ Μόρφου και Αργακίου και φορτωνόμαστε σακούλια με καρότα, που ήταν όντως, εύγεστα αλλά και δυναμωτικά.

Ο αείμνηστος συμμαθητής Μάνος

Η Τότα Εκκέσιη-Χρυσοστόμου (αριστερά) μαζί με άλλους πρωταγωνιστές, σε παράσταση τραγωδίας του Γυμνασίου Μόρφου στο κατεχόμενο σήμερα θέατρο των Σόλων.

Στην Αγία Παρασκευή «επισκέφθηκα» και το σπίτι του συμμαθητή μου Μανώλη Χαραλάμπους, του γνωστού άριστου ποδοσφαιριστή του «Διγενή» Μάνου, με τον οποίο, για δυο συνεχή χρόνια, πηγαινοερχόμαστε στο Γυμνάσιο με το ποδήλατό του. Με βόλεψε που έμενα ακριβώς δίπλα και, με τον Μάνο, λοιπόν, οδηγό και τον υποφαινόμενο καθήμενο μπροστά του στο σκελετό, με τις βαλίτσες, να κάνουμε, με δυσκολία μεν, αλλά ευχάριστα, τη διαδρομή προς το σχολείο και τανάπαλιν.

Στον δρόμο των μακρών και αξέχαστων αναμνήσεών μου, και μια αίθουσα του Γυμνασίου μας, όπου ο μονόχειρας καθηγητής μας των Αγγλικών, Ιωάννου, μας δίδαξε το σκετς του Μιχάλη Πιτσιλλίδη «Το δαμάλιν του Υπέμαχου», που το παρουσιάσαμε στο σινεμά «Ρεξ» τον Ιούνιο του 1966 σε ειδική καλλιτεχνική εκδήλωση, με τον γράφοντα να ερμηνεύω τον ρόλο του «Πιφάνη».

Αναφορά να κάνω και στην «επίσκεψή» μου στον αλευρόμυλο του ευπροσήγορου και γελαστού πάντα Σωτήρη –αγνοούμενου, δυστυχώς, της τουρκικής εισβολής– όπου πήγαινα και άλεθα το σιτάρι, για τον τραχανά, που έκανε η μητέρα μου στο χωριό καθεχρονικά, όπως και άλεσμα για αλεύρι για άλλες πολλές παρασκευές.

Στα αξέχαστα και οι μαθητικές διαδηλώσεις που κάναμε για την Ένωση και για άλλες εθνικές διεκδικήσεις το νησιού μας, όπως κι οι τραγωδίες που ανέβαζε το σχολείο μας στο κατεχόμενο σήμερα θέατρο των Σόλων στο Καραβοστάσι, με τον υποφαινόμενο να πηγαίνω κατ’ επανάληψη εκεί για το στήσιμο του σκηνικού και τον αξέχαστο παιδονόμο Χρίστο. Στους ερμηνευτές των ρόλων και μια συμμαθήτριά μας, η Τότα Εκκέσιη–Χρυσοστόμου, από τη Λεύκα, με εξαιρετική πάντα την ερμηνεία της.

ο Νίκος Παπαναστασίου στην παρέλαση της 1ης Απριλίου στην Μόρφου, το 1966.

Πόσα και πόσα στ’ αλήθεια να θυμηθώ και πόσα άλλα να «επισκεφθώ» στην πολυφίλητη Μόρφου; Και πόσα, πολλαπλάσια από μένα, να φέρουν τη μνήμη τους οι χιλιάδες κάτοικοί της πόλης, τους οποίους η τουρκική εισβολή εγκατέσπειρε σε όλη την Κύπρο και ανά το παγκόσμιο. Υποχρέωση όλων αυτών, όμως, τώρα και πάντα, αλλά κι εμάς των υπόλοιπων Κυπρίων, όχι απλώς η θύμηση της πόλης, αλλά ο αγώνας για την επιστροφή των Μορφιτών στα σπίτια και τις περιουσίες τους, όπως και όλων των άλλων βίαια εκτοπισμένων συμπατριωτών μας.

Το «παναΰριν του Μόρφου» – Και τι «παναΰριν»…

Στον μεγάλο πικρό «περίπατό» μου στη Μόρφου, δεν λησμόνησα και μια πολύωρη βόλτα στο πανηγύρι της πόλης, που γινόταν την ημέρα της γιορτής τού Άγιου Μάμα, στις 2 Σεπτεμβρίου, όπως και την Κυριακή των Βαΐων. Και τι πανηγύρι «είναι» αυτό; Διάρκειας τριών γεμάτων ημερών, με τις δύο ο κόσμος να είναι «πατείς με-πατώ σε»… Παραγωγοί, κατασκευαστές, έμποροι, μικροπωλητές και χιλιάδες επισκέπτες από τα χωριά της γύρω περιοχής, τη Σολέα, τη Μαραθάσα, την Πιτσιλιά, την Τηλλυρία, από κάθε γωνιά της Κύπρου, να συνωστίζονται και να εξυπηρετούνται. Κι εγώ, ανάμεσα στο πλήθος, με την παπαδιά μητέρα μου, που «ήλθε» από το χωριό με πολλούς άλλους, για να προμηθευτεί όσπρια και άλλα είδη διατροφής για το σπίτι, παπούτσια για όλους συνήθως και –απαραιτήτως κάθε Σεπτέμβρη– ποπλίνα και κασμίρι, για τα πουκάμισα και τα παντελόνια για το σχολείο μου.

Τι «ζητάς» και δεν «υπάρχει» σ’ αυτό το πανηγύρι, ένα από τα μεγαλύτερα στην Κύπρο, αφού τα πάντα τα «βρίσκεις» αυτό; Μια εκδήλωση για όλες τις προτιμήσεις, τα γούστα και τις ανάγκες. Μέχρι πουλερικά και ζώα, ακόμα και χοιρίδια από την περιοχή Τηλλυρίας «βρίσεις». Με τα πωρικά, τα φρούτα, τα έτοιμα φορέματα, τα «τόπια» ρούχων για κάθε χρήση, τα γεωργικά εργαλεία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα καπνιστά, λουκάνικα και τα άλλα ντόπια αλλαντικά, τα παντός είδους γλυκά, να έχουν κυριολεκτικά, την τιμητική τους. Από τα κυβερνητικά κτήρια, την Αστυνομία, τη μητρόπολη, τον Άγιο Μάμα μέχρι και το παντοπωλείο και σε όλες τις παρόδους, χιλιάδες άνθρωποι να πωλούν, να αγοράζουν ή να διαλέγουν αλλά να μην προχωρούν τελικά και στην αγορά, και τους μικροπωλητές με τα αμαξάκια και τα κασελάκια τους να διαλαλούν τα παντός είδους εύγεστα και απολαυστικά τερψιλαρύγγια: Από το «παστελλάκιν το καλόν ρε παιθκιά», μέχρι την «κρέμαν βανίλιαν παγωτόοον», «σιμιδαλένον «χαλουβάν με κούνναν», τις κρέμες και τζέλια παντός είδους και χρώματος, το «ριζόγαλον με κανέλλαν», το «δροσερόν μαχαλλεπίν με τριντάφυλλον», τις λεμονάδες και άλλα σκουός αναψυκτικά σε πάγο, μέχρι και την μούγγραν!

Η περιδιάβασή μου, όχι μόνο στο «παναΰριν, αλλά σ’ ολόκληρη την Μόρφου» και την περιοχή, συνεχίζεται μέρα και νύχτα εδώ και 51 χρόνια. Πιστέψετε…

Exit mobile version