7 Δεκεμβρίου, 2025
2:52 μμ

Όταν στις 17 Φεβρουαρίου 2022 η Βουλή υπερψήφιζε το νομοσχέδιο για τη θέσπιση της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς με 42 ψήφους υπέρ και 3 αποχές, η άποψη που επικρατούσε συντριπτικά ανάμεσα σε αυτούς που το ψήφισαν ήταν πως επρόκειτο για ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ένα νέο, ισχυρό -κατά τη γνώμη των περισσότερων- πλαίσιο που θα θωράκιζε το κράτος απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς, θα ενίσχυε τη διαφάνεια και θα συνέβαλλε στην αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Τρία και πλέον χρόνια μετά, γινόμαστε μάρτυρες δημόσιων αντιπαραθέσεων και έντονης αμφισβήτησης του έργου, της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της Αρχής, με αιχμές που ενίοτε αγγίζουν ακόμα και τον πρόεδρο της, Χάρη Πογιατζή.

Βάσει του περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμου του 2022, η σύνθεση της αποτελείται από τον Επίτροπο Διαφάνειας και άλλα τέσσερα μέλη. Όλοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά από πρόταση που προκύπτει από ειδικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, του οποίου προεδρεύει ο πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γιώργος Αρέστης. Το Γνωμοδοτικό προωθήθηκε με σκοπό, μεταξύ άλλων, να διαλυθούν οι όποιες σκιές εξάρτησης της Αρχής από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας που διορίζει τα μέλη της. Τα μέλη διορίζονται για θητεία 6 χρόνων, χωρίς δυνατότητα επανεκλογής, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις για εγνωσμένο κύρος και ανώτατο ηθικό επίπεδο.

Η Αρχή δέχεται καταγγελίες και πληροφορίες για πράξεις διαφθοράς που αφορούν δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και έχει εξουσία να διερευνά καταγγελίες, να συλλέγει και επεξεργάζεται δεδομένα και πληροφορίες σύμφωνα με τους νόμους περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει ως νομικό καθεστώς την Αρχή, δεν της δίνει την εξουσία να προχωρεί η ίδια σε διώξεις, παρά μόνο να προβαίνει σε εισηγήσεις προς τη Νομική Υπηρεσία. Το τελευταίο, αποτελεί και έναν από τους κύριους λόγους που οι Οικολόγοι τήρησαν αποχή στην ψήφιση του νόμου. Προβληματισμό είχε εκφράσει και ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, κάνοντας τότε λόγο για μια «ξεδοντιασμένη Αρχή».

Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Αρχής έχουν συνοδευτεί από ολοένα και εντονότερη κριτική με αρκετούς να επισημαίνουν μια σειρά αδυναμιών και θεσμικών ελλείψεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητά της και αναδεικνύουν την ανάγκη για ουσιαστικές διορθώσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα αποκατάστασης της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, δεν ευνοείται. Πολλές καταγγελίες χρειάζονται υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα για να εξεταστούν ή να ολοκληρωθούν τα πορίσματα, με αποτέλεσμα η Αρχή να εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις αργή και αναποτελεσματική. Η Αρχή δεν μπορεί να ασκεί η ίδια ποινικές διώξεις και εξαρτάται από τη Νομική Υπηρεσία και την Αστυνομία. Σε περίπτωση μάλιστα που η Νομική Υπηρεσία ή η Αστυνομία αποφασίσουν να ερευνήσουν οι ίδιες μια υπόθεση, η συμμετοχή της Αρχής αποκλείεται αυτόματα.

Οι καταγγελίες Αγγελίδη και η υπόθεση Κατσουνωτού

Ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα του τρόπου με τον οποίο ρυθμίστηκε να λειτουργεί η Αρχή, προκαλούν και συγκεκριμένες υποθέσεις. Παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των καταγγελιών εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη, και ένα ζήτημα που δημιουργήθηκε με κατάθεση του νυν Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας, Μιχάλη Κατσουνωτού. Υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος υπέβαλε γραπτή κατάθεση στους λειτουργούς επιθεώρησης, ωστόσο, φέρεται να απέφυγε να απαντήσει σε συγκεκριμένο ερώτημα για πληροφορία που είχε τεθεί υπόψιν του, κάτι το οποίο απαγορεύεται, αφού όσοι κληθούν να καταθέσουν ενώπιον της Αρχής είναι υπόχρεοι από τον νόμο να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα. Η Αρχή είχε τότε εισηγηθεί την ποινική δίωξη του κ. Κατσουνωτού, ώστε να προστατευθεί το έργο της από τυχόν προεκτάσεις ενός τέτοιου προηγούμενου. Η Νομική Υπηρεσία αρνήθηκε, με αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση της Αρχής που προκάλεσε κρίση ανάμεσα στους θεσμούς. Μια κρίση που εξ’ όσων αντιλαμβανόμαστε από τα όσα είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας με την περιβόητη φερόμενη  «παραίτηση»  του Σάββα Αγγελίδη, έχει γερές βάσεις και πλούσιο παρασκήνιο, την ώρα που στα μάτια της κοινωνίας των πολιτών εδραιώνεται η εικόνα πως η Αρχή είναι αδύνατο να εξυπηρετήσει τον σκοπό της για καταπολέμηση της διαφθοράς στην Κύπρο, από την στιγμή που τον τελευταίο λόγο έχει πάντα η Νομική Υπηρεσία.

Το πόρισμα για τον ΔΗΣΥ ράγισε το γυαλί

Το τελευταίο «επεισόδιο» που ανέβασε στα ύψη το θερμόμετρο της δημόσιας αντιπαράθεσης ήρθε μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος για τις εισφορές στον ΔΗΣΥ και τις καταγγελίες του βουλευτή του ΑΚΕΛ  Χρίστου Χριστοφίδη για διασύνδεσή τους με άτομα που έλαβαν χρυσό διαβατήριο από το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα.

Σύμφωνα με το πόρισμα, δεν υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει τις εισφορές με τις πολιτογραφήσεις, και κατά συνέπεια δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε μεμπτό σε καμία από τις 13 περιπτώσεις που τέθηκαν ενώπιον της Αρχής. Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ αντέδρασε έντονα, αμφισβητώντας δημόσια το πόρισμα και αφήνοντας σοβαρές αιχμές για την ανεξαρτησία του θεσμού, ενώ έθιξε μέχρι και ζήτημα σκόπιμων δηλώσεων του προέδρου της Αρχής, Χάρη Πογιατζή, που κατά τον ίδιο αποσκοπούσαν στην προστασία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη. Διερωτήθηκε μάλιστα πώς ανέμεναν να βρεθεί μαρτυρία τρία χρόνια μετά την καταγγελία.

Ο κ. Χριστοφίδης έθεσε ζήτημα ηθικής, υπογραμμίζοντας ότι το γεγονός πως δεν στοιχειοθετήθηκαν ποινικά αδικήματα δεν σημαίνει πως δεν υπήρξε σύγκρουση συμφέροντος, δεδομένου ότι το τότε κυβερνών κόμμα λάμβανε εισφορές από πρόσωπα που αποκτούσαν κυπριακό διαβατήριο μέσω του ΚΕΠ.

Για το θέμα αυτό, πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι η Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο μελλοντικά πορίσματα να περιλαμβάνουν αναφορά σε πιθανή σύγκρουση συμφέροντος, όταν αυτό μπορεί να στηριχθεί. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι δεν είναι δυνατό να στοιχειοθετούνται πράξεις διαφθοράς χωρίς ύπαρξη μαρτυρίας.

Από την πλευρά του, ο ΔΗΣΥ κάλεσε το ΑΚΕΛ να μην αμφισβητεί τους πάντες και να σεβαστεί τα πορίσματα, καταγγέλλοντας προσπάθεια δηλητηρίασης της κοινωνίας για πολιτικό όφελος.

568 οι καταγγελίες, εξετάστηκαν οι 307

Σύμφωνα με στοιχεία που εξασφάλισε ο «Φ», από το ξεκίνημα της λειτουργίας της Αρχής μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου 2025, έγιναν 568 καταγγελίες για ενδεχόμενες πράξεις διαφθοράς. Από αυτές οι 307 εξετάστηκαν, είτε με ενδελεχή έρευνα είτε προκαταρκτικά, και παραμένουν προς εξέταση άλλες 261. Σημειώνεται ότι μέχρι τις αρχές του 2024, μόνο ένα πρόσωπο ερευνούσε υποθέσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό ζήτημα υποστελέχωσης και η Αρχή να κινείται με ρυθμούς που ουδέποτε θα της επέτρεπε να ανταποκριθεί στο εύρος των καταγγελιών. Το θέμα λύθηκε, τουλάχιστον προσωρινά, με αγορά υπηρεσιών. Έτσι, εδώ και 2 περίπου χρόνια έχουν προσληφθεί 7 άτομα και διεξάγουν τις έρευνες σε συνεργασία με 2 μέλη της Αρχής.

Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι στις τάξεις της Αρχής υπάρχει ικανοποίηση για τους ρυθμούς που κινούνται σήμερα οι εξετάσεις υποθέσεων και υπάρχει αισιοδοξία πως το ζήτημα με τις καθυστερήσεις στη διερεύνηση οδεύει προς επίλυση.

Στο μεταξύ, η μόνιμη λύση στο πρόβλημα της υποστελέχωσης και των προεκτάσεων του, έρχεται με νομοσχέδιο που προώθησε η Κυβέρνηση, το οποίο δίνει στην Αρχή τη δυνατότητα πρόσληψης μόνιμου προσωπικού. Προς ενίσχυση της ανεξαρτησίας του θεσμού, η επιλογή θα γίνεται από Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή της Αρχής και όχι από την ΕΔΥ. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε σε νόμο από τη Βουλή στις 30 Οκτωβρίου, ωστόσο εκτιμάται ότι θα χρειαστούν ακόμη αρκετοί μήνες μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσλήψεων.

Το ερώτημα που πλανάται πλέον είναι αν η Αρχή μπορεί να ανταποκριθεί στο έργο της ή αν η Κύπρος χρειάζεται κάτι πιο ισχυρό και αποτελεσματικό. Η ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού είναι αυτονόητη. Απαιτείται όμως με σοβαρότητα να βρεθούν τρόποι ώστε να γίνει πραγματικά λειτουργικός. Μακριά από μηδενισμούς, επιβάλλεται να ανοίξει ξανά η συζήτηση για το πώς η Αρχή μπορεί να ενισχυθεί, ώστε να ξεπεράσει τις αδυναμίες που την κρατούν πίσω και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μιας κοινωνίας που απαιτεί λογοδοσία, ταχύτητα και αξιόπιστες απαντήσεις που να μην αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.

Παρέμβαση Νίκου Γεωργίου

Άδικα βρέθηκε στο κάδρο της αμφισβήτησης

Η ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς υπήρξε αποτέλεσμα εκτεταμένης και ενδελεχούς συζήτησης στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, στην οποία έχω την τιμή να συμμετέχω. Η υπερψήφισή της από τη Βουλή συνιστά σημαντική θεσμική τομή, η οποία ανταποκρίνεται αφενός στις απαιτήσεις της κοινωνίας για ενισχυμένη λογοδοσία και αφετέρου στις διεθνείς συστάσεις προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η σύστασή της αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν σχετικά νεοσύστατο θεσμό, το πρόσημο μέχρι στιγμής είναι θετικό. Η Αρχή έχει αποδείξει μέχρι στιγμής ότι λειτουργεί με ανεξαρτησία και αμεροληψία.

Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Η Αρχή αντιμετωπίζει θεσμικές και επιχειρησιακές προκλήσεις, όπως η στελέχωση, η εξειδίκευση των λειτουργών της και η δυνατότητα διεύρυνσης του εύρους των παρεμβάσεών της. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι κάθε νέος θεσμός χρειάζεται χρόνο για να εδραιωθεί, να αναπτύξει τις απαραίτητες δομές και διαδικασίες και να αποκτήσει πλήρη επιχειρησιακή επάρκεια.

Πεποίθησή μου είναι πως η Αρχή άδικα έχει βρεθεί στο κάδρο της αμφισβήτησης. Η Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς δεν ιδρύθηκε για να ικανοποιεί το λαϊκό αίσθημα, πρόσκαιρες πολιτικές επιδιώξεις ή τακτικισμούς. Έχει ξεκάθαρες αρμοδιότητες και ευθύνες. Δεν είναι λαϊκό δικαστήριο. Λαμβάνει αποφάσεις στη βάση  αξιολόγησης μαρτυρίας και τεκμηρίων και όχι υποθέσεων.

Ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη δράση της Αρχής είναι θεμιτός και χρήσιμος νοουμένου ότι στοχεύει στην ενίσχυση και όχι στην απαξίωση ή την εργαλειοποίηση του θεσμού. Από την πλευρά της, η Αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη την καλόπιστη και εποικοδομητική κριτική. Π.χ. να επιταχύνει όπου είναι δυνατό τις διαδικασίες της και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη διαφάνεια του έργου της. Την ώρα, χρειάζεται πολιτική και κοινωνική στήριξη, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει με επιτυχία την αποστολή της.

Το ζητούμενο, πλέον, είναι η συνέπεια, η περαιτέρω ενίσχυση της θεσμικής και λειτουργικής της ανεξαρτησίας και η συστηματική προσπάθεια ώστε η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση να αποφέρει απτά αποτελέσματα που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών.

*Βουλευτής ΔΗΣΥ, μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Νομικών.

Παρέμβαση Άριστου Δαμιανού

Πενιχρά τα αποτελέσματα

Η λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς στην Κύπρο αποτελεί ένα θεσμικό βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της διαφθοράς, Η έως τώρα εμπειρία αποδεικνύει ότι είναι ακόμη μακριά από το να θεωρείται αποτελεσματική. Οφείλω να υπενθυμίσω ότι κατά τη διάρκεια των πολύωρων συζητήσεων πριν από την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας, ως ΑΚΕΛ προειδοποιούσαμε για το ενδεχόμενο η Αρχή να μην αφεθεί ή να μην μπορέσει να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή της. Ή να χρησιμοποιείται από άλλους θεσμούς -εντεταλμένους με την πάταξη της διαφθοράς- ως άλλοθι για τη δική τους απραξία.

Η ίδρυση της το 2022, σε συνδυασμό με νέους νόμους περί δημοσιοποίησης αποφάσεων, διαφάνειας και προστασίας όσων καταγγέλλουν παρατυπίες ή πράξεις διαφθοράς (whistleblowers), δημιουργεί νέες δυνατότητες θεσμικής πάταξης της διαφθοράς. Ωστόσο, ενώ η Αρχή έχει ξεκινήσει να εξετάζει υποθέσεις διαφθοράς, να προωθεί τον νόμο για διαφάνεια (lobbying) και να σχεδιάζει εκσυγχρονισμό του συστήματος υποβολής καταγγελιών, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.

Παράλληλα τα δομικά προβλήματα παραμένουν:

Έλλειψη πόρων και προσωπικού, περιορισμένες εξουσίες, αφού η Αρχή δεν δύναται να έχει ανακριτικές εξουσίες, αργές διαδικασίες και χαμηλή αναλογία καταγγελιών προς έρευνες/διώξεις.

Δεδομένα που ενισχύουν την αντίληψη ότι η ατιμωρησία παραμένει. Εξάλλου η αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν είναι μόνο ευθύνη της Αρχής. Πόσω δε μάλλον που δεν διαπιστώνουμε ύπαρξη πολιτικής και θεσμικής βούλησης για τιμωρία της διαφθοράς, στο σύνολο της διωκτικής αλυσίδας. Δηλαδή από την Αστυνομία, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, μέχρι την Εισαγγελία. Το κακό παράδειγμα των χρυσών διαβατηρίων, όπου αποδεδειγμένα είχαμε σοβαρά φαινόμενα παραβίασης νόμων αλλά και κανόνων χρηστής διοίκησης από ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, είναι δείγμα αυτής της θεσμικής έλλειψης βούλησης για πάταξη της διαφθοράς.

Η ύπαρξη ενός θεσμού, όσο καλό πλαίσιο και να έχει, δεν εγγυάται την αποτελεσματική έρευνα και έπειτα την απονομή δικαιοσύνης αν δεν του δοθούν τα αναγκαία εργαλεία, το προσωπικό, η τεχνολογία. Η πραγματική αλλαγή δεν θα έρθει μόνο με νόμους και ρητορική, αλλά με διαρκή υποστήριξη της Αρχής, κοινωνική απαίτηση για αποτελεσματική δικαιοσύνη, και πολιτισμική μεταστροφή στη δημόσια διοίκηση και την κοινωνία. Χρειαζόμαστε επειγόντως κουλτούρα ενίσχυσης και όχι κατάλυσης του κράτους δικαίου.

*Βουλευτής ΑΚΕΛ, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Εσωτερικών

Exit mobile version