Από το 55% των ασθενών που λαμβάνουν παραπεμπτικό προς ειδικό γιατρό, πέσαμε στο 33% ενώ το ποσοστό των επειγόντων παραπεμπτικών που εκδίδουν οι προσωπικοί προς ειδικούς γιατρούς περιορίζεται στο 2,5% με το 85% των ασθενών να εξυπηρετούνται εντός δεκαημέρου. Την ίδια ώρα το ποσοστό ορθώς συμπληρωμένων εξιτηρίων που εκδίδουν τα νοσοκομεία του ΓεΣΥ διπλασιάστηκε και από 33% ανέβηκε στο 65% σε διάστημα διετίας.
Όλα τα πιο πάνω δεδομένα, μαζί με τη διαδικασία προσαρμογής και εφαρμογής των έξι πρώτων κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών που εντάχθηκαν στο Γενικό Σύστημα Υγείας, παρουσιάστηκαν από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας, στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Δημόσιας Υγείας που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες αφού κρίθηκε, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι τα μοντέλα αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από τον ΟΑΥ αποδίδουν ουσιαστικά αποτελέσματα και διασφαλίζουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Κύριος στόχος του συνεδρίου είναι «η προαγωγή της δημόσιας υγείας στην Ευρώπη μέσα από την ανάπτυξη και διάχυση επιστημονικής γνώσης, διαμόρφωση και ενίσχυση πολιτικών υγείας που βασίζονται σε δεδομένα και συζήτηση για ανάπτυξη βιώσιμων, ανθεκτικών συστημάτων υγείας» και σε αυτό συμμετέχουν επιστήμονες και επαγγελματίες δημόσιας υγείας, ακαδημαϊκοί, διεθνείς οργανισμοί καθώς και δημόσιες Αρχές αλλά και φορείς χάραξης πολιτικής.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου εκπρόσωποι του ΟΑΥ μαζί με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, παρουσίασαν τρεις διαφορετικές ενότητες οι οποίες αφορούσαν τον τρόπο αξιολόγησης υπηρεσιών και παρόχων υπηρεσιών Υγείας παραθέτοντας ταυτόχρονα και τα θετικά αποτελέσματα της μεθοδολογίας που ακολουθείται από τον Οργανισμό σε κάθε μια από τις συγκεκριμένες θεματικές.
Το 2,5% είναι επείγοντα με το 90% και άνω να είναι δικαιολογημένα
Η αξιολόγηση των προσωπικών γιατρών του Συστήματος, σε ό,τι αφορά το κριτήριο της έκδοσης παραπεμπτικών προς ειδικούς γιατρούς, ήταν το πρώτο από τα ζητήματα που αναλύθηκαν από τον ΟΑΥ.
Όπως εξήγησε στον «Φ» ο ανώτερος λειτουργός του Οργανισμού Πέτρος Νεοφύτου, «για την ποιοτική αξιολόγηση των παραπεμπτικών χρησιμοποιούμε τρία βασικά κριτήρια. Το πρώτο αφορά τις ενέργειες που έκανε ο γιατρός πριν την έκδοση του παραπεμπτικού, το δεύτερο τους λόγους της παραπομπής σε ειδικό γιατρό και την κατηγοριοποίηση του παραπεμπτικού και το τρίτο εάν ακολουθήθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες που εφαρμόζονται εντός ΓεΣΥ».
Ο έλεγχος των παραπεμπτικών που εκδίδουν οι προσωπικοί γιατροί προς ειδικούς γιατρούς άρχισε πριν από τρία χρόνια «και σταδιακά το μοντέλο που χρησιμοποιείται ενισχύθηκε και είναι δομημένο επιστημονικά».
Βάσει των αποτελεσμάτων του συγκεκριμένου ελέγχου, πριν από τρία χρόνια το ποσοστό των παραπεμπτικών προς ειδικούς γιατρούς αφορούσε το 55% των επισκέψεων σε προσωπικούς γιατρούς. Δηλαδή ο ένας στους δύο δικαιούχους που επισκεπτόταν προσωπικό γιατρό ενηλίκων έπαιρνε παραπεμπτικό για ειδικό γιατρό. Πλέον, είπε ο κ. Νεοφύτου, «βλέπουμε ότι πέσαμε στο 33% με τη μείωση να θεωρείται πολύ σημαντική, αν και βεβαίως υπάρχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης».
Σε ό,τι αφορά τους παιδίατρους, πριν από τρία χρόνια το ποσοστό των παραπεμπτικών ήταν στο 28%, δηλαδή περίπου ένα στα τρία παιδιά έπαιρνε παραπεμπτικό για ειδικό γιατρό και τώρα βρίσκεται στο 18%. «Άρα βλέπουμε και στην περίπτωση των παιδιάτρων σημαντική μείωση».
Σε ό,τι αφορά την κατηγοριοποίηση των παραπεμπτικών από τους προσωπικούς γιατρούς, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΑΥ, αποτελούν μόλις το 2,5% του συνόλου των παραπεμπτικών που εκδίδονται.
Από την αξιολόγηση δε των παραπεμπτικών αυτών από τους ειδικούς γιατρούς για το κατά πόσον ο χαρακτηρισμός του «επείγοντος» ήταν δικαιολογημένος, προκύπτει ότι σε ποσοστό πέραν του 90% τα επείγοντα παραπεμπτικά αφορούν πραγματικά επείγοντα περιστατικά.
Επιπρόσθετα και βάσει δεδομένων, το 85% των επειγόντων περιστατικών εξυπηρετούνται από τους ειδικούς γιατρούς εντός του χρονοδιαγράμματος των 10 ημερών που έχει καθορίσει ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας.
Διπλασιάστηκε το ποσοστό των σωστών εξιτηρίων
Ο ΟΑΥ, παρουσίασε στο συγκεκριμένο συνέδριο και το μοντέλο που χρησιμοποιείται για την ποιοτική αξιολόγηση των εξιτηρίων που εκδίδονται από τα νοσοκομεία του ΓεΣΥ. Όπως εξήγησε στον «Φ» η ανώτερη λειτουργός του Οργανισμού δρ Μόνικα Κυριάκου, «η σημασία της ορθής συμπλήρωσης των εξιτηρίων είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα εξιτήριο έχουν στόχο να διευκολύνουν τόσο τον ίδιο τον ασθενή όσο και τους γιατρούς τους οποίους αυτός θα επισκεφθεί στο συνέχεια για την ομαλή και πιο αποτελεσματική συνέχιση φροντίδας».
Η διαδικασία αξιολόγησης και η βαθμολόγηση των εξιτηρίων, είπε η δρ Κυριάκου, «γίνεται σε συνεργασία με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες» και βάσει των κριτηρίων που εφαρμόζονται, «τα εξιτήρια πρέπει να περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας, τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ο ασθενής, τα φάρμακα που χορηγήθηκαν, τα επόμενα ραντεβού και γενικά τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο ασθενής μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο».
Από τη μέχρι τώρα αξιολόγηση, η οποία γίνεται δειγματοληπτικά στα εξιτήρια που εκδίδονται από τα νοσοκομεία του ΓεΣΥ κάθε έξι μήνες, προκύπτει «σημαντική βελτίωση».
«Τα νοσοκομεία τα οποία παρουσιάζονται να συμπληρώνουν ορθά κατά 75% και άνω τα εξιτήρια τους, όταν άρχισε η διαδικασία αποτελούσαν το 33% των νοσηλευτηρίων που είχαν αξιολογηθεί. Τώρα το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 65%».
Συμμόρφωση στην εφαρμογή των κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών
Η τελευταία πρωτοβουλία που παρουσιάστηκε από τον ΟΑΥ στη διάρκεια του συνεδρίου υπό μορφή εργαστηρίου αφορούσε την εφαρμογή των έξι κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών που ο Οργανισμός ετοίμασε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κύπρου, τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο και τον οργανισμό NICE και ενέταξε στο ΓεΣΥ, αλλά και των ποιοτικών δεικτών που χρησιμοποιούνται προκειμένου να ελεγχθεί η εφαρμογή των οδηγιών αυτών.
Στόχος, είπε η δρ Κυριάκου, «είναι σίγουρα η αναβάθμιση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες και στην προκειμένη περίπτωση παρακολουθείται και κατά πόσον οι κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες εφαρμόζονται από τους γιατρούς μας».
Ήδη, «έχουμε εκδώσει την αξιολόγηση της οδηγίας που αφορά την κολπική μαρμαρυγή και ο έλεγχος αυτός μας έδωσε δεδομένα τα οποία έχουν οδηγήσει στην προώθηση συγκεκριμένων μέτρων για περαιτέρω βελτιώσεις».
Υπενθυμίζεται ότι από την αξιολόγηση της συγκεκριμένης Οδηγίας διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των ασθενών με κολπική μαρμαρυγή που εισήχθησαν για εγκεφαλικό επεισόδιο και λάμβαναν αντιπηκτική αγωγή στην Κύπρο ήταν 58% το 2023 και αυξήθηκε στο 69% το 2024 μετά την εισαγωγή της Οδηγίας.
Όπως επεσήμανε η ανώτερη λειτουργός του ΟΑΥ, η αντιπηκτική θεραπεία, σύμφωνα με τις διεθνείς συστάσεις, χορηγείται σε ασθενείς χωρίς αντενδείξεις, καθώς μειώνει τον κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων και εμείς παρατηρήσαμε ότι «παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε, εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω αύξησης της κάλυψης των ασθενών».
Επιπρόσθετα ολοκληρώθηκε και ο δείκτης που αφορά την τακτική παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, της κάθαρσης κρεατινίνης, της γενικής αίματος και της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά και διαπιστώθηκε ότι μόνο το 68% των ασθενών ελέγχθηκαν όπως προβλέπεται, τόσο στην περίοδο αναφοράς όσο και στην περίοδο σύγκρισης.
«Το ποσοστό αυτό θεωρείται χαμηλό, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη σημαντικών προσπαθειών για την πλήρη εφαρμογή των συστάσεων της Οδηγίας και την ενίσχυση της ασφάλειας των ασθενών».
Ακολουθεί, είπε η δρ Κυριάκου, «η αξιολόγηση των Κλινικών Κατευθυντήριων Οδηγιών που αφορούν τη χρόνια νεφρική νόσο και τον καρκίνο του θυρεοειδούς».










