Το ενδιαφέρον μεγάλων διεθνών ομίλων για τους ελληνικούς λιμένες έχει εκτοξευθεί, καθώς η Ελλάδα θεωρείται πλέον στρατηγικός κόμβος σε έναν παγκόσμιο χάρτη όπου εμπόριο, ενέργεια και ναυτιλία αναδιατάσσονται. Η γεωγραφική θέση της χώρας, πάνω στον άξονα Σουέζ – Ανατολική Μεσόγειος – Ευρώπη, δημιουργεί ένα δυναμικό περιβάλλον όπου οι εμπορικές ροές, οι ενεργειακές υποδομές και οι θαλάσσιες μεταφορές συναντώνται.
Το σταδιακό άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ σε μεγαλύτερα πλοία, με mega-containerships 18.000 TEU να επιστρέφουν στη διέλευση, αυξάνει περαιτέρω τα φορτία που κατευθύνονται προς τα ελληνικά λιμάνια, ενισχύοντας τον ρόλο τους ως βασικών πυλών εισόδου στην ενιαία αγορά της ΕΕ.
Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη: οι βασικοί άξονες
Ο Πειραιάς αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Υπό τη διαχείριση της COSCO, έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο εμπορευματικό λιμάνι της Μεσογείου, μια «ναυαρχίδα» του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και σημείο αναφοράς για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, η Θεσσαλονίκη ενισχύει τον ρόλο της ως κύρια πύλη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ η Αλεξανδρούπολη καταγράφει εντυπωσιακή γεωστρατηγική άνοδο χάρη στον νέο τερματικό σταθμό LNG, που την τοποθετεί στον χάρτη των ενεργειακών διαδρόμων.
Αμερικανικό ενδιαφέρον: ONEX και Ελευσίνα
Παράλληλα, το αμερικανικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ναυπηγεία της ONEX – στη Σύρο και κυρίως στην Ελευσίνα – όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που συνδυάζει ναυπηγική τεχνογνωσία, επισκευές, ενεργειακές υποδομές και επενδύσεις σε logistics.
Στα Ναυπηγεία Ελευσίνας, για πρώτη φορά δρομολογείται ανάπτυξη λιμενικών δραστηριοτήτων που υπερβαίνουν τη ναυπηγική, με στόχο τη μετατροπή της περιοχής σε ενεργειακό λιμενικό hub της Ανατολικής Μεσογείου. Το σχέδιο, με τη συμμετοχή της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC (U.S. International Development Finance Corporation), προβλέπεται να αποτελέσει ένα από τα πιο φιλόδοξα βήματα αναβάθμισης της λιμενικής ικανότητας της χώρας.
Οι εγκαταστάσεις της ONEX στην Ελευσίνα, που ήδη διαθέτουν βασικές λιμενικές υποδομές, αναμένεται να ενισχυθούν με νέες επενδύσεις ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν χύδην ξηρό φορτίο (bulk carriers), ειδικά φορτία, καθώς και ενεργειακές λειτουργίες με αιχμή τη δυνατότητα υποδοχής LNG. Στόχος είναι η δημιουργία ενός μεγάλου logistics hub, σε διασύνδεση με το Θριάσιο.
Ωστόσο, παρά τις προοπτικές, οι διαδικασίες δεν είναι άμεσες. Η νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέπει την επέκταση των δραστηριοτήτων – συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής λιμενικής λειτουργίας – αναμένεται να ενσωματωθεί στο σχέδιο νόμου για τη νέα Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου της Αγοράς και Προστασίας του Καταναλωτή, με ψήφιση στις 27 Νοεμβρίου. Ακόμη και μετά, θα απαιτηθούν επιπλέον αδειοδοτήσεις και πιστοποιήσεις ώστε η εγκατάσταση να μπορεί να ασκεί πλήρη λιμενική υπηρεσία σύμφωνα με το εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Κρουαζιέρα, τουρισμός και ευρωπαϊκές «πράσινες» επενδύσεις
Η κρουαζιέρα τοποθετεί τα ελληνικά λιμάνια στο επίκεντρο μιας παράλληλης δυναμικής: της τουριστικής ισχύος. Η πολυνησία και η μοναδική πολιτιστική κληρονομιά καθιστούν την Ελλάδα ιδανικό προορισμό για μεγάλους παίκτες όπως η MSC Cruises, η οποία έχει εκφράσει ενδιαφέρον για ελληνικούς λιμένες και συμμετέχει στους διαγωνισμούς για Λαύριο, Πάτρα και Κατάκολο.
Ο όμιλος θεωρεί τα ελληνικά λιμάνια κρίσιμα για την ανάπτυξη της κρουαζιέρας, προσφέροντας ευελιξία δρομολογίων, εναλλακτικούς προορισμούς και τουριστική εμπειρία που λίγες χώρες μπορούν να ανταγωνιστούν.
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει την ελληνική λιμενική πολιτική μέσω του Σχεδίου Βιώσιμων Μεταφορών (STIP), που κατευθύνει σημαντικά κονδύλια σε «πράσινες» υποδομές, όπως ηλεκτροδότηση πλοίων από ξηράς (shore power), αναβάθμιση εγκαταστάσεων και διασύνδεση με σιδηροδρομικά δίκτυα. Με την πράσινη μετάβαση σε προτεραιότητα, τα ελληνικά λιμάνια αναλαμβάνουν ρόλο-κλειδί στην Ευρώπη.
Ελλάδα και παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες: Cosco, ΗΠΑ και ανταγωνισμός
Τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας στον νέο χάρτη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων υπογραμμίζει ο Γιώργος Ξηραδάκης, Πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζικών & Χρηματοοικονομικών Στελεχών της Ελληνικής Ναυτιλίας, Αντιπρόεδρος του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου και Ιδρυτής – Διευθύνων Σύμβουλος της XRTC Business Consultants.
Όπως επισημαίνει, η αναδιάταξη του διεθνούς εμπορίου, οι εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ – Κίνας και η ανάγκη για νέους ασφαλείς διαύλους μεταφοράς στρέφουν το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων προς την ελληνική ακτογραμμή.
«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέλιξη που διαμορφώνει νέες εφοδιαστικές αλυσίδες σε παγκόσμια κλίμακα», σημειώνει.
Παρά τη συμφωνία των Προέδρων των ΗΠΑ και της Κίνας, Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ, για αναστολή ενός έτους στην κλιμάκωση του “πολέμου των τελών”, οι δύο υπερδυνάμεις, όπως λέει, συνεχίζουν να προετοιμάζουν τις μελλοντικές ροές φορτίων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το γεωοικονομικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι, κατά τον ίδιο, ξεκάθαρο: αποτελεί τη συντομότερη οδό για την εξυπηρέτηση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τόσο στη διαμετακόμιση όσο και στις θαλάσσιες συνδέσεις. Αν και η χώρα δεν αξιοποίησε έγκαιρα τη μεγάλη ακτογραμμή της, οι διεθνείς εμπορικές δυνάμεις κινoύνται πλέον δυναμικά προς την Ελλάδα – και αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες πέρα από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Λιμάνια που σήμερα φαίνονται υποδεέστερα, όπως ο Βόλος και η Καβάλα, θα αποτελέσουν χώρους μεγάλων επενδύσεων στο μέλλον», σημειώνει.
COSCO και Πειραιάς: «Καμία πιθανότητα πώλησης»
Για την παρουσία της COSCO στον Πειραιά, ο κ. Ξηραδάκης είναι κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση η Κίνα να διαπραγματευτεί πώληση του μετοχικού της πακέτου».
Το Πεκίνο έχει επενδύσει πολιτικά και οικονομικά τόσο στην ελληνοκινεζική και ευρωκινεζική σχέση όσο και στην αναβάθμιση του λιμένα Πειραιά. Τα σχέδια της COSCO υπερβαίνουν τα εμπορευματοκιβώτια, περιλαμβάνοντας μεταφορά αυτοκινήτων, κρουαζιέρα και περαιτέρω αξιοποίηση του τουριστικού τομέα.
Ταυτόχρονα, ο ίδιος επισημαίνει ότι η COSCO δεν ενδιαφέρεται να αναπτύξει μεγάλα έργα χύδην φορτίου, κάτι που κατά τον ίδιο δημιουργεί «τεράστιες δυνατότητες» για την ανάπτυξη νέων εφοδιαστικών διαδρομών από δυτικές αλυσίδες, ιδιαίτερα προς την περιοχή της Ελευσίνας.
Προκλήσεις για τις δυτικές επενδύσεις και νέο λιμάνι στην Ελευσίνα
Ο κ. Ξηραδάκης θέτει δύο κρίσιμα ερωτήματα για το μοντέλο δυτικών επενδύσεων:
- Υπάρχει η αναγκαία κίνηση φορτίων ώστε να στηριχθούν επενδύσεις σε terminals εμπορευματοκιβωτίων από άλλους μεγάλους παίκτες;
- Μπορεί η χρηματοδότηση της αμερικανικής DFC να συνδυαστεί αρμονικά με ιδιωτικά συμφέροντα, ώστε τα έργα να προχωρήσουν γρήγορα και βιώσιμα;
Κατά τον ίδιο, το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι πραγματικό, αλλά η πρόκληση είναι αν θα υπάρξει συνεκτική στρατηγική που θα συνδέει κρατική υποστήριξη, ιδιωτική κεφαλαιαγορά και ρεαλιστικές προοπτικές ανάπτυξης φορτίων.
Πειραιάς και Ελευσίνα: συμπληρωματικοί ρόλοι
Μια συνοπτική αποτίμηση για το μέλλον των Πειραιά και Ελευσίνας κάνει ο Θάνος Λιάγκος, στέλεχος της λιμενικής βιομηχανίας και πρώην Πρόεδρος της ΕΛΙΜΕ, υπογραμμίζοντας ότι οι δύο υποδομές μπορούν – με διαφορετικό ρόλο η καθεμία – να ενισχύσουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα του ελληνικού λιμενικού συστήματος.
Ο Πειραιάς παραμένει «ο ισχυρότερος διαμετακομιστικός κόμβος της χώρας με σημαντικό διεθνή ρόλο», θέση που όμως δεν είναι δεδομένη. Για να διατηρηθεί η πρωτοκαθεδρία του, απαιτούνται συνεχής αναβάθμιση υποδομών, επιτάχυνση της ψηφιοποίησης και μετάβαση σε πιο πράσινα και αποδοτικά μοντέλα λειτουργίας.
«Ο διεθνής ανταγωνισμός αυξάνεται και οι ανάγκες των χρηστών διαφοροποιούνται», σημειώνει, τονίζοντας ότι ο Πειραιάς πρέπει να παραμείνει τεχνολογικά και επιχειρησιακά μπροστά από τις εξελίξεις.
Για την Ελευσίνα, ο κ. Λιάγκος αναγνωρίζει ένα σαφές πλεονέκτημα: την ύπαρξη μεγάλων διαθέσιμων χώρων, ικανών να στηρίξουν νέες αναπτύξεις. Με στρατηγικό σχεδιασμό και στοχευμένες επενδύσεις, η περιοχή μπορεί να εξελιχθεί σε διεθνές κέντρο logistics, με δραστηριότητες που ο Πειραιάς δεν μπορεί πλέον να φιλοξενήσει λόγω περιορισμένης χωρητικότητας. Η υφιστάμενη βιομηχανική και ενεργειακή βάση ενισχύει την προοπτική ενός σύγχρονου, συνδυασμένου κόμβου μεταφορών και παραγωγικών λειτουργιών.
Ο ίδιος καταλήγει ότι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων κάθε λιμένα με ρεαλισμό, στρατηγική και σύγχρονη αντίληψη για τα logistics και τις θαλάσσιες μεταφορές αποτελεί τον μόνο δρόμο για τη συνολική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών λιμένων.
Το στοίχημα ενός νέου «μεγάλου λιμανιού»
Παρά τις φιλοδοξίες, στελέχη της λιμενικής βιομηχανίας τονίζουν ότι η συζήτηση για ένα νέο μεγάλο λιμάνι ανταγωνιστικό του Πειραιά δεν είναι εύκολη, καθώς ο πήχης είναι εξαιρετικά υψηλός.
Ο Πειραιάς διαθέτει πλέον υπερσύγχρονες υποδομές, διεθνή επενδυτική παρουσία, σιδηροδρομική διασύνδεση και πρόσβαση σε ένα από τα μεγαλύτερα clusters ναυτιλιακών υπηρεσιών στον κόσμο. Για να ανταγωνιστεί ένα νέο λιμάνι, απαιτούνται:
- βαθιές, σύγχρονες και υψηλής παραγωγικότητας υποδομές με βάθη 14–18 μέτρων και τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό,
- ισχυρή σιδηροδρομική σύνδεση με το διεθνές δίκτυο,
- σύγχρονο τελωνείο και άμεση πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς διαδρόμους,
- καθώς και η παρουσία στρατηγικού διεθνούς επενδυτή – operator (όπως COSCO, MSC/TIL, CMA-CGM, Maersk APMT, DP World), που φέρνει κεφάλαια, σταθερούς πελάτες, δρομολόγια και παγκόσμια δικτύωση.
Χωρίς όλα τα παραπάνω, τονίζουν, καμία νέα εγκατάσταση δεν μπορεί να εξελιχθεί σε περιφερειακό hub, τη στιγμή που ο Πειραιάς δέχεται ήδη ισχυρές πιέσεις ανταγωνισμού τόσο από άλλα λιμάνια της Μεσογείου όσο και της Ευρώπης.
Πηγή: ΑΠΕ










