Ο Κωνσταντίνος Κωμοδρόμος, από τη Λάρνακα, αρχικά κατάφερε να μαγέψει και τους τέσσερις κριτές στα blind auditions και στη συνέχεια χιλιάδες τηλεθεατές με τη φωνή και τις ερμηνείες του. Με συνέπεια και πειθαρχία κατάφερε να φτάσει μέχρι την κορυφή και να αναδειχθεί ο μεγάλος νικητής του «The Voice».
Στην πρώτη του συνέντευξη «ειδικά για το κυπριακό κοινό» μετά τη μεγάλη του νίκη, «για τον κόσμο που τόσο πολύ τον στήριξε» και που «θα ήθελε, έστω μέσω αυτής της πρώτης του συνέντευξης για την Κύπρο, να ευχαριστήσει, με όλη του την καρδιά, τον κόσμο που στάθηκε δίπλα του, που τον στήριξε στέλνοντας τα “πολύτιμα” μηνύματά του, και ιδιαίτερα τους συμπολίτες του από την Λάρνακα», όπως μου λέει, προσπαθώντας ακόμη να ξεκουραστεί λιγάκι από αρκετές ώρες αυπνίας, στο σπίτι του πια, στη Λάρνακα, αγκαλιά στον καναπέ του σαλονιού του, με την σύζυγό του και τα «τρία» του, όπως μου εξηγεί, ξαφνιάζοντάς με αρχικά, «παιδιά» του (δηλαδή, τις δύο τους κόρες, έξι και τριών ετών, αλλά και το αγαπημένο τους σκυλί «γιατί είναι και αυτό μέλος της οικογένειάς μας»), καθώς προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να ετοιμαστεί να γιορτάσει μαζί με τους δικούς του ανθρώπους την Πρωτοχρονιά.
Ταυτόχρονα, αναπόφευκτα, «επιστρέφει», μέσω της συζήτησής μας, στις πιο έντονες στιγμές του τελικού και μιλά στο «Like.com.cy» για όλες εκείνες τις αποφάσεις που σημάδεψαν την πορεία του στο «The Voice» – ανάμεσά τους και την επιλογή του να βρεθεί στην ομάδα της Έλενας Παπαρίζου, παρότι δηλώνει «φανατικός του Γιώργου Μαζωνάκη».

Ποια ήταν η πρώτη σκέψη που έκανες μόλις άκουσες το όνομά σου ως νικητή του φετινοιύ «The Voice», το οποίο, σύμφωνα και με την Nielsen, παρακολούθησε με αγωνία ένα μεγάλο μέρος του κοινού;
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω στον πατέρα του Χριστόδουλου και να τον αγκαλιάσω! Οι περισσότεροι θεώρησαν ότι αγκάλιασα πρώτα τους δικούς μου ανθρώπους, όμως δεν είναι έτσι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω απόλυτα, παρότι τον γνώρισα μόλις μία μέρα πριν τον τελικό – όμως, ένιωσα έντονα αυτή την ανάγκη. Ίσως να έχει να κάνει με το γεγονός ότι το 2007 έχασα τον δικό μου πατέρα.
Υπάρχει κάποιο σημείο από τη βραδιά του τελικού που συνεχίζει να είναι εντυπωμένο στο μυαλό σου, ξανά και ξανά;
Ξεκάθαρα, η στιγμή που από τους εννέα διαγωνιζόμενους έπρεπε να μείνουν τέσσερις. Πέρασα τελευταίος, οπότε το στρες εκείνης της φάσης ήταν πάρα πολύ έντονο.
Το πρωί, όταν ξύπνησε ως «ο νικητής» πλέον του «The Voice», πως ένιωσες;
Ξέρεις, επειδή μερικές ώρες έχουν περάσει μόνο, προσπαθώ ακόμα να βάλω τα συναισθήματα μου σε σειρά. Δικαιωμένος νιώθω σίγουρα, γιατί «ξεπληρώθηκε», κατά κάποιο τρόπο, όλη η σκληρή δουλειά που έκανα, αλλά και η πειθαρχία που έδειξα σε όλη την διάρκεια του παιχνιδιού.

Υπήρξε κάποια στιγμή μέσα στο παιχνίδι που σκέφτηκες να τα παρατήσεις;
Πολλές φορές. Κυρίως λόγω της πίεσης που έβαζα ο ίδιος στον εαυτό μου, ώστε να είμαι κάθε φορά καλύτερος. Ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ να ερμηνεύσω εξίσου καλά και Βίσση και Ρέμο, αλλά και να τραγουδήσω στα ιταλικά με την ίδια άνεση. Παράλληλα, μου έλειπε πάρα πολύ η οικογένειά μου! Το γεγονός ότι δεν έβλεπα τα παιδιά μου ήταν ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι όλης της διαδρομής.
Αφού το ανέφερες, τα παιδιά σου, έχεις πει ότι η κόρη σου είναι ο λόγος που βρέθηκες στο «The Voice». Τι ακριβώς σου είπε η μικρή;
Θυμάμαι ότι παρακολουθούσε η κόρη μου τηλεόραση και εγώ δούλευα στον υπολογιστή. Και τότε ξεκινά να παίζει το τρέιλερ για συμμετοχή στο «The Voice» και μου λέει η μικρή: «Μπαμπά, θέλω να πας εδώ!». Την ίδια στιγμή -πρώτη φορά το λέω αυτό- έλαβα μήνυμα από έναν φίλο μου με το link για τις αιτήσεις στο «The Voice». Όποτε ήταν λες και είχα δυο σημάδια. Και τα «ακολούθησα». Ήταν κάτι σαν καρμικό.
Σήμερα είναι χαρούμενη που νίκησε ο μπαμπάς;
Η μικρή δεν το είδε ποτέ όλο αυτό ως «Διαγωνισμό», με την έννοια ότι ο μπαμπάς της πήγε για να βγει νικητής. Το αντιλήφθηκε περισσότερο ως κάτι πολύ φυσικό, ότι δηλαδή ο μπαμπάς της πήγε εκεί «για να κάνει τη δουλειά του».

Θα σε πάω λίγο πίσω, στα blind auditions. Τι σε έκανε, τελικά, να επιλέξεις την Έλενα Παπαρίζου;
Είμαι φανατικός του Μαζωνάκη, βρίσκομαι πολύ κοντά στο ρεπερτόριο του Μάστορα και ο Πάνος είναι ο αγαπημένος τραγουδιστής της γυναίκας μου. Παρ’ όλα αυτά, από την αρχή είχα στο μυαλό μου ότι αν γύριζε η καρέκλα της Έλενας, θα πήγαινα στην ομάδα της. Ήθελα αυτή την καθοδήγηση και τη σιγουριά που δίνει η Έλενα Παπαρίζου στα μέλη της ομάδας της.
Υπήρξε κάποια στιγμή που σε ώθησε, με την καλή έννοια, να ερμηνεύσεις κάτι έξω από τη «ζώνη άνεσής» σου;
Η Έλενα είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορείς να συζητήσεις τα πάντα. Δεν σε πιέζει, σε ακούει και σε καθοδηγεί. Έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις ερμηνείες μου, όπως φυσικά και η Ελένη Αλεξανδρή, η vocal coach.
Ποια είναι τα επόμενά σου σχεδία;
Προτεραιότητα έχει φυσικά η δισκογραφία με την «Minos EMI, a Universal Music Company» , και πιο μετά θα ήθελα να φτιάξω μια μπάντα και να τριγυρνάμε σε μπαράκια της Ελλάδας και της Κύπρου.
Στη Eurovision, είτε με την Ελλάδα είτε με την Κύπρο, θα πήγαινες;
Γιατί όχι; Είμαι ανοικτός σε όλα!

Λίγα λόγια για τον Κωνσταντίνο:
Ξεκίνησε να παίζει ντραμς στην Γ’ Γυμνασίου και κιθάρα στην Α’ Λυκείου, μαθαίνοντας τις πρώτες συγχορδίες με τη βοήθεια του ξαδέρφου του. Στη συνέχεια, εξελίχθηκε ως αυτοδίδακτος και στα δύο όργανα, αλλά και στη φωνή του. Παράλληλα, ήταν αθλητής (στον στίβο, στο μπάσκετ), ενώ έπαιζε και ποδόσφαιρο μέχρι τα 18 του χρόνια. Ως φοιτητής, δοκίμασε να τραγουδήσει στον δρόμο, όμως συνειδητοποίησε πως δεν ήταν η «αλήθεια» του. Από τα 19 του κι έπειτα, άρχισε να παίζει επαγγελματικά σε μουσικές σκηνές και μπαρ σε όλη την Κύπρο, ενώ τα τελευταία 20 χρόνια έχει «χτίσει» μια σταθερή παρουσία σε μουσική σκηνή της Λάρνακας. Τα τελευταία 13 χρόνια τραγουδά σταθερά στο ίδιο μαγαζί, ερμηνεύοντας κυρίως pop και rock ελληνικό ρεπερτόριο. Μένει μόνιμα στην πόλη του Ζήνωνα, μαζί με την σύζυγό του και τις δύο του κόρες, ηλικίας έξι και τριών ετών.









