Η μοναχοκόρη του κορυφαίου συνθέτη-ογκόλιθου της μουσικής στην Ελλάδα, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα της και τη λατρεία που είχε ο Μίκης Θεοδωράκης για το «Χρυσοπράσινο Φύλλο» της καρδιάς του, ανοίγει, για πρώτη φορά στα Μέσα, το σπίτι όπου εκείνος περνούσε το μισό περίπου χρόνο, εκεί όπου έγραψε μεταξύ άλλων και τα έργα του «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Αντρέα», «Εχθρός Λαός», «Χαιρετισμοί», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Τα Τραγούδια του Αγώνα» κ.α.
Η θέα απ’ το μπαλκόνι -εκεί όπου έστεκε κι Εκείνος όταν μελοποιούσε του στίχους του Ελευθερίου «Το τρένο φεύγει στις οχτώ / Ταξίδι για την Κατερίνη / Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει / Να μη θυμάσαι στις οχτώ»- μπροστά στην απλωσιά της θάλασσας με τη στεριά απέναντι, με ανταμείβει έπειτα από δυο ώρες δρόμο, την απεργία των ταξί που γέμισε από αμάξια τις λεωφόρους, ένα αναποδογυρισμένο φορτηγό στην Αθηνών και τη βροχή από το Χαϊδάρι μέχρι την Κακιά Σκάλα που μούσκευε το παρμπρίζ. Πίσω μου, στο γραφείο του, το πιάνο του, οι παρτιτούρες του, ένας χάρακας, οι πίνακές του, ένα πικάπ με τον δίσκο των Beatles επάνω, ένα κομπολόι, μερικά βιβλία που του άρεσαν, ένα πακέτο τσιγάρα, προσωπικά του αντικείμενα ως πολύτιμα κειμήλια, κι εκείνη να ξεκινά να μου μιλάει για τον «ήρωά» της.
«Το συγκεκριμένο κτήμα αγοράστηκε το 1964, με τα χρήματα του “Ζορμπά” – 400 χιλιάδες δραχμές στο σύνολο, δηλαδή πουλήθηκε στον πατέρα μου για 100 χιλιάδες δραχμές το στρέμμα. Μέχρι τη Χούντα δεν υπήρχε ο Α’ όροφος, αλλά μόνο το ισόγειο -το οποίο πρέπει να είχε κτιστεί το 1966-, εκεί όπου είναι σήμερα το μπιλιάρδο το οποίο είχε κάνει αργότερα δώρο στον πατέρα μου κάποιος φίλος του – ήταν τρία δωμάτια, το κουζινάκι, το μπάνιο κι από πάνω οι κολόνες. Σε αυτό το χώρο έγραψε τα περισσότερα από τα έργα και τα τραγούδια που γράφτηκαν μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Μετά, σιγά-σιγά, βάλανε τα κουφώματα, τις σκάλες, το κλείσανε και κτίστηκε και το υπόλοιπο κτήριο – ο μπαμπάς μοίραζε τη δουλειά του μεταξύ του Α’ ορόφου και του γραφείου επάνω. Κυρίως σε αυτούς τους χώρους γράφτηκαν τα συμφωνικά του έργα. Θυμάμαι, είχε πάντοτε μία τσάντα, την άνοιγε, και μέσα βρίσκονταν οι παρτιτούρες του σε χαρτιά Α3. Πηγαινοερχόταν πάντοτε με αυτή την τσάντα».

«Οι γονείς μου, για αρκετά χρόνια, έμεναν στη Νέα Σμύρνη, στο σπίτι της μαμάς μου. Μετά θέλησαν να φτιάξουν ένα εξοχικό, αλλά η επιθυμία τους ήταν να είναι κοντά στην Αττική και όχι σε νησί, ώστε να μπορούν να πηγαινοέρχονται σε αυτό, ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών. Κι έτσι ξεκινήσαμε να γυρνάμε όλη την Αττική. Το θυμάμαι σαν τώρα: Κάθε Κυριακή, μπαίναμε στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε και βλέπαμε κτήματα, σα να ‘ταν εκδρομή – πρέπει να ήμουν 4-5 ετών τότε. Αφού εξαντλήσαμε την Αττική, γυρίσαμε έπειτα την Κορινθία. Εδώ, θυμάμαι, ήταν μια απέραντη γη με καλλιέργειες αμπελιών -βλέπαμε μόνο θάλασσα, βουνό και αμπέλια-, και στην περιοχή δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα σπίτια – στο δρόμο μας μέχρι εδώ συναντούσαμε μερικά χωριουδάκια, ψαροχώρια με λιγοστούς κατοίκους, κυρίως Μικρασιάτες, οι οποίοι ζούσαν δίπλα από τη θάλασσα. Ήταν τόσο ωραίο το τοπίο! Αφότου ο μπαμπάς αγόρασε αυτό το κτήμα, πλέον το Βραχάτι έγινε “της μόδας”, ξεκίνησε να αναπτύσσεται και να ενδιαφέρονται οι άνθρωποι να επενδύσουν στην περιοχή».
«Σε αυτό το σπίτι περνούσαμε τον μισό περίπου χρόνο – από το Πάσχα, μέχρι τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, αναλόγως και του καιρού, με μικρά διαλείμματα για υποχρεώσεις στην Αθήνα. Μέχρι που ο μπαμπάς ακινητοποιήθηκε, το 2005, και πλέον δεν μπορούσε να σηκωθεί· από τότε δεν ξανάρθαμε σε αυτό το σπίτι. Ο χρόνος μας εδώ κυλούσε οικογενειακά, ανέμελα και με μεγάλη τρυφερότητα κι αγάπη – η μαμά μαγείρευε, τρώγαμε, ο μπαμπάς διάβαζε ή έγραφε, εγώ με τον αδελφό μου παίζαμε, τα βράδια βλέπαμε τηλεόραση και φυσικά κολυμπούσαμε πάρα πολύ όλοι μαζί ή πηγαίναμε βόλτα στη θάλασσα με ένα μικρό Chris-Craft που είχε αγοράσει ο μπαμπάς, το οποίο βρίσκεται μέχρι σήμερα στην αυλή. Μετά τη Χούντα μάλιστα, ο αδελφός μου ο Γιώργος κι εγώ κάναμε μέχρι και θαλάσσιο σκι – το προσπάθησε πολλές φορές κι ο μπαμπάς, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να σηκωθεί. Έπεφτε συνεχώς και γελάγαμε. Όταν πια γεννήθηκαν και τα παιδιά -τα εγγόνια του- “χάλαγε” για λίγο το πρόγραμμά του και μπορεί να περνούσε ακόμη και τρεις συνεχείς ώρες μαζί μας στη θάλασσα· ο ίδιος μπορεί να πήγαινε και μέχρι απέναντι, στο Φάρο. Θέλω να πω μ’ αυτά, πως ήμασταν μία κανονική οικογένεια, όπως χιλιάδες άλλες, στο εξοχικό της».
«Θυμάμαι, το 1976, ο μπαμπάς πήρε μόνος του το Chris-Craft αλλά δεν γύρισε ποτέ. Σκοτείνιασε και μας είχε πιάσει πλέον η αγωνία. Ειδοποιήσαμε το λιμεναρχείο – το είπαν και στις ειδήσεις πως “χάθηκε στον Κορινθιακό, ο κορυφαίος συνθέτης…” κ.λπ., διότι Θεοδωράκης ήταν αυτός· το έχω στη μνήμη μου σα να συνέβη χθες, είχε εκφωνήσει μάλιστα την είδηση ο εγγονός της Παξινού, ο Αντωνόπουλος. Είχαν σηκώσει μέχρι και ελικόπτερο! Τελικά, τον βρήκαν με κάτι προβολείς… Είχε άπνοια. Και τον έφεραν στη στεριά».
«Τα γενέθλια του πατέρα μου, στις 29 Ιουλίου, πάντοτε τα περνάγαμε εδώ. Συνήθως γινόταν μια μεγάλη συναυλία στην περιοχή και μετά τα γιορτάζαμε όλοι μαζί, στο σπίτι. Κόσμος… Κόσμος… Απλώναμε τις τάβλες, και στο τέλος τραγουδάγαμε όλοι μαζί – αν και ο μπαμπάς δεν τραγούδαγε τα δικά του τα τραγούδια, παρά μόνο όσο τα έγραφε, στο πιάνο. Μια χρονιά, όταν είχαν έρθει εδώ ο Μακεδόνας, ο Λέκκας, ο Μπάσης, η Λεονάρδου, ο Γαϊτάνος, είχαμε κάνει την αυλή πίστα, είχαμε βάλει και ενισχυτές… Κι ο μπαμπάς απολάμβανε τις στιγμές, παρόντος πάντα του Φλωράκη, ο οποίος ήταν καλεσμένος μας κάθε χρόνο. Τι μου θυμίζεις… Τα πάρτι μας ήταν πάντοτε θρυλικά!».
«Ο μπαμπάς ξύπναγε πάντοτε στις 07:00. Έκανε τον καφέ του – Nescafé συνήθως-, κι ανέβαινε επάνω στο γραφείο του για να γράψει – εκεί έμενε ως τις 12:00. Μέσα στο σπίτι έπρεπε να επικρατεί απόλυτη ησυχία αυτές τις ώρες· έκλεινε τις πόρτες και βυθιζόταν στη μουσική του. Η μάνα μου στις 10:00 θα είχε ετοιμάσει για εμάς, τα παιδιά, Quaker, καρύδια και σταφίδες, ενώ ταυτόχρονα μαγείρευε και το μεσημεριανό μας. Στις 12:30 κατέβαινε ο μπαμπάς και πάντοτε τρώγαμε όλοι μαζί – η μάνα μου, ως Μικρασιάτισσα, έκανε τα σουτζουκάκια της, τους λαχανοντολμάδες της, τις πίτες της, αλλά και τις φασολάδες της που τόσο πολύ αγαπούσε ο μπαμπάς· ήταν όλα υπέροχα! Όσο πηγαίναμε εμείς σχολείο, μέχρι και τον Ιούνιο δηλαδή, έτρωγαν μονάχοι οι δυο τους στην κουζίνα, όταν πια ξεκινούσαν κι οι δικές μας διακοπές η μαμά έστρωνε πια το μεγάλο τραπέζι και τρώγαμε όλοι μαζί στη βεράντα. Με το που τελειώναμε το φαγητό, ο μπαμπάς πήγαινε να ξαπλώσει απαραιτήτως· αν δεν κοιμόταν για λίγο το μεσημέρι, υπέφερε. Το βράδυ άρεσε πολύ στον μπαμπά να διαβάζει -ήταν βιβλιομανής- ή να παρακολουθεί τηλεόραση – ειδήσεις σίγουρα κι έπειτα αμερικανικές ταινίες δράσης· του άρεσαν πολύ τα αστυνομικά, όπως και σε μένα».
«Όσο ο μπαμπάς έγραφε εδώ, π.χ. “Τα Λαϊκά” –“Το παλικάρι έχει καημό”, “Το τρένο φεύγει στις Οκτώ”, “Έχει ο Θεός”, “Σ’ αυτό το δύσκολο καιρό” κ.λπ.- μπορεί να ακούγαμε όλα τα τραγούδια από 100 φορές το καθένα μέχρι πετύχει εκείνο που ήθελε στη μελωδία και να φτιάξει σωστά τα ακόρντα – είναι γνωστό πως ήταν τελειομανής με τη μουσική του και δοκίμαζε πολλές εκδοχές για κάθε του τραγούδι, κι έπειτα για κάθε συμφωνικό του έργο. Όλη μέρα ο μπαμπάς τραγούδαγε αυτά που είχε μόλις γράψει κι έβλεπε και πώς ανταποκρινόμασταν κι εμείς σ’ αυτά που, θέλοντας και μη, τα μαθαίναμε απέξω τη στιγμή που δημιουργούνταν. Μπορεί ένα και μόνο τραγούδι ο μπαμπάς να το τραγούδαγε μέρες ατελείωτες, το ίδιο και το ίδιο… Όλο έγραφε, έγραφε, έγραφε… Στο ισόγειο αυτού του σπιτιού, θυμάμαι χαρακτηριστικά πως είχε κάνει την ενορχήστρωση του “Ζορμπά”. Θέλω να σας πω μ’ αυτά, πως εγώ στη διάρκεια των χρόνων μάζεψα πολύ Θεοδωράκη μέσα μου, γνωρίζω όλο του το έργο αφού το έζησα από μέσα, το βίωσα ενόσω γραφόταν, το αισθάνομαι ολόκληρο και το ξέρω – και τα τραγούδια του και τα συμφωνικά του έπειτα. Κι οι αναμνήσεις μου από τον μπαμπά μου, πέρα από τις μικροδιαφωνίες που έχει κάθε παιδί με τον γονιό του, είναι μόνο καλές και γλυκές… Πώς να σας το πω αλλιώς; Είμαι ολόκληρη δοσμένη μέσα στο σύμπαν του Θεοδωράκη!».
«Τελευταία φορά που ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι ήταν το 2014, με το καροτσάκι. Ήταν συγκινητικό… Του είχαμε κάνει και γεύμα με ψάρια στο τραπέζι του πινγκ πονγκ, είχαν έρθει κάποιοι φίλοι, φάγαμε, μετά έκανε βόλτα γύρω γύρω στην αυλή, αλλά δεν μπόρεσε να ανέβει επάνω. Λάτρευε αυτό το σπίτι ο μπαμπάς!».
Με την οικογένειά του δεν ήταν ποτέ «ο Θεοδωράκης»
–Προτεραιότητα του μπαμπά σας ήταν οι άνθρωποί του ή η μουσική του; Η Τέχνη, για κάθε καλλιτέχνη, είναι πάνω απ’ όλα. Ο καλλιτέχνης, για να ‘ναι «καλλιτέχνης» γίνεται ένας εγωκεντρικός και νάρκισσος άνθρωπος, γιατί αν δεν πιστέψει σε αυτό που κάνει, αν δεν είναι ο πιο φανατικός απ’ όλους μ’ αυτό που δημιουργεί, τότε δεν έχει αξία το έργο. Δείτε όλους τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές, τους ζωγράφους, τους συγγραφείς, ακόμα και τους αθλητές… Ωστόσο, ο μπαμπάς μου ήταν ένας ισορροπημένος άνθρωπος, αφοσιωμένος σε εμάς, καθόλου απόμακρος και πολύ δοτικός. Ίσως επειδή είχε αγωνιστεί πολύ στη ζωή του, φυλακίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, ήταν ιδεολόγος, είχε μάθει πώς είναι να σέβεσαι τους γύρω σου, πώς είναι να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου… Με την οικογένειά του δεν ήταν ποτέ «ο Θεοδωράκης» – μας δινόταν!
–Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, σε ποιες στιγμές σας λείπει ο Μίκης; Δεν μου λείπει! Είναι συνεχώς μέσα στη ζωή μου – όλη μέρα ασχολούμαι με τον μπαμπά. Τον έχω με πολλή γλύκα μέσα μου… Η μουσική του, όπως έλεγε κι ένας καλός του φίλος, κάνει καλό στην υγεία…
–Ποια είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του πατέρα σας προς εσάς; Η μόρφωση. Το να ρωτώ, το να μαθαίνω, το να διαβάζω συνεχώς… Όταν πήγα πρώτη φορά στο Παρίσι ήμουν 11 ετών. Και τον επόμενο χρόνο πήγαμε στο Saint-Michel. Εκεί υπήρχε ένα δισκάδικο. Και ρωτούσα τον μπαμπά μου: «Μπαμπά, τι μουσική ν’ ακούσω;». Μου έδινε τις «4 Εποχές» του Vivaldi, Chopin «Le polonaise», τα βαλς του Strauss, Sempert κι έφτασα, παιδί ακόμα, μέχρι τον «Θάνατο στη Βενετία». Έλεγε η μαμά μου: «Τι δίνεις στο παιδί ν’ ακούσει;», αλλά εκείνος εκεί, επέμενε.
–Ποια είναι η άποψή σας για την δημόσια χρήση της μουσικής του πατέρα σας, σε αντιστοιχία με αυτό που συνέβη πριν από λίγες μέρες με τον γιο του Μάνου Χατζιδάκι; Ο πατέρας μου απαγόρευε το «απαγορεύεται»! Ήθελε τα τραγούδια του να είναι ελεύθερα! Και να παίζονται παντού και συνεχώς. Για όλο τον κόσμο! Η επιθυμία του ήταν να διαδίδεται η μουσική του. Κι από τη στιγμή που έγραφε ένα τραγούδι π.χ., έλεγε πως ανήκει στο λαό. «Κάθε φορά που κερδίζεις έναν νέο ακροατή, είναι καλό και για την Τέχνη γενικότερα», μου έλεγε. Τη δική του επιθυμία εκτελώ κι εγώ. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα: Όταν ο Ρουβάς τραγούδησε το «Άξιον Εστί» στη Νέα Σμύρνη -για το οποίο τόσα είχαν ειπωθεί τότε- ο μπαμπάς μου όχι μόνο δεν αντιστάθηκε σ’ αυτό, αλλά πήρε τηλέφωνο τον Ρουβά την επόμενη μέρα και τον ευχαρίστησε! Γιατί πήγε τη μουσική του σε ένα κοινό που, υπό άλλες συνθήκες, ίσως και να μην άκουγε ποτέ του Θεοδωράκη. Δεν «κλείδωσε» το έργο. Κι αυτό, για τον συνθέτη, μόνο κέρδος είναι!
–Εσείς, έχετε ζητήσει ποτέ από κάποιους να μην ερμηνεύσουν Μίκη Θεοδωράκη; Όχι, ποτέ. Να τραγουδήσουν κι η Πάολα, κι ο Ρέμος, κι ο Σφακιανάκης -όπως κι έκαναν-, κι όποιος άλλος θέλει Θεοδωράκη. Από μόνη της, άλλωστε, η μουσική θα ξεδιαλέξει τους καλούς από τους λιγότερους καλούς, όπως και το κοινό. Για ποιο λόγο να επέμβω εγώ στη λειτουργία της Τέχνης – αν και έχω το ηθικό δικαίωμα γι’ αυτό;
–Γνωρίζετε τον κ. Χατζιδάκι – το γιο του Μάνου; Όχι. Μια φορά τον είχα δει πριν από καμιά τριανταριά χρόνια. Έκτοτε, δεν έχουμε καμία σχέση. Πάντως, ο Μίκης με τον Μάνο, εκτός του ότι ήταν πολύ καλοί φίλοι -κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό-, είχαν διοργανώσει και συναυλίες μαζί, οι δυο τους, οι οποίες ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Συνήθως αυτές ξεκινούσαν με τη μουσική του Μάνου και κατέληγαν με τα τραγούδια του Μίκη. Χαρακτηριστικά μάλιστα, θυμάμαι πως, τελειώνοντας ο Μάνος, γυρνούσε στον Μίκη και του έλεγε με χιούμορ: «Μίκη, τώρα δικά σου τα θηρία!».
Ελεύθερα, 7.12.2025


