Έφυγε από τη ζωή το απόγευμα της Κυριακής, σε ηλικία 76 ετών, η σπουδαία Κύπρια μονωδός Αλεξάνδρα Παπατζιάκου.
Απεβίωσε στο γαλλικό νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για περισσότερο από έναν μήνα. Με τον θάνατό της, η Κύπρος και ο ευρύτερος μουσικός κόσμος αποχαιρετούν μια από τις πιο σημαντικές λυρικές φωνές που ανέδειξε ποτέ ο τόπος.
Η Αλεξάνδρα Παπατζιάκου έζησε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της στη Γαλλία, χωρίς ποτέ να αποκοπεί από την κυπριακή της καταγωγή. Μεσόφωνος σπάνιας ποιότητας, με βαθιά εκφραστικότητα και καλλιτεχνική ευγένεια, υπήρξε μια αυθεντική πρέσβειρα της Κύπρου στο διεθνές λυρικό στερέωμα.
Η απώλεια της κορυφαίας μεσοφώνου αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό, αλλά και μια βαριά κληρονομιά ήχου, ήθους και προσφοράς στην τέχνη της όπερας. Η φωνή και η παρουσία της θα παραμείνουν ζωντανές στη μνήμη όσων είχαν την τύχη να την ακούσουν και να τη γνωρίσουν.
Γεννημένη το 1949 στη Λεμεσό, η Αλεξάνδρα Παπατζιάκου μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η τέχνη είχε ουσιαστική παρουσία. Ήταν κόρη του τυπογράφου Κώστα Παπατζιάκου με ενεργή συμμετοχή στο ερασιτεχνικό θέατρο της Λεμεσού. Οι πρώτες μουσικές της σπουδές πραγματοποιήθηκαν στη γενέτειρά της, με τη Μαρίκα Τσιρίκου, στο παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών, όπου μελέτησε πιάνο και αρμονία.
Η πορεία της σύντομα την οδήγησε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Ωδείο του Παρισιού, μαθητεύοντας δίπλα σε εξέχουσες προσωπικότητες της λυρικής τέχνης, όπως οι lρέν Ζοακίμ, Ζαν Ζασέν, Ζαν-Κλοντ Μπενουά και Ελέν Μπουβιέ. Παράλληλα, μελέτησε πιάνο με τη θρυλική Υβόν Λεφεμπίρ.
Η καλλιτεχνική της ποιότητα αναγνωρίστηκε από νωρίς, καθώς τιμήθηκε με πρώτο βραβείο τραγουδιού και λυρικής τέχνης, ενώ απέσπασε σημαντικές διεθνείς διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το βραβείο «Τότι Νταλ Μόντε» στο Τρεβίζο της Ιταλίας, το βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού της Βαλλονίας στο Βέλγιο και το βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού του Παρισιού (UFAM).
Η καριέρα της ξεκίνησε στη Γαλλία και γρήγορα έλαβε διεθνείς διαστάσεις. Συμμετείχε σε κορυφαία φεστιβάλ, όπως του Μπαϊρόιτ, του Μοντρέ και το Φεστιβάλ Αθηνών, ενώ την περίοδο 1985–86 εγκαινίασε την καλλιτεχνική σεζόν στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων με την οπερέτα La Périchole του Ζακ Όφενμπαχ.
Την ίδια χρονιά ερμήνευσε για πρώτη φορά τον εμβληματικό ρόλο της Κάρμεν, που έμελλε να σημαδέψει την πορεία της και να της ανοίξει τις πόρτες μεγάλων ευρωπαϊκών λυρικών θεάτρων.
Έκτοτε, εμφανίστηκε σε μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών: Λα Φενίτσε της Βενετίας, Όπερα του Μονπελιέ, Όπερα της Ζυρίχης, Παλαί Γκαρνιέ, Όπερα της Βαστίλλης, Οπερά Κομίκ, κ.π.ά. Παράλληλα, εμφανίστηκε σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών, ερμηνεύοντας έργα του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου.
Υπό την καθοδήγηση των Τζιανκάρλο Μενότι και Σπύρου Αργύρη αναδείχθηκε σε μία από τις επιφανείς ερμηνεύτριες των φεστιβάλ του Σπολέτο και του Τσάρλεστον. Στο Λονδίνο και την Αθήνα συμμετείχε σε συναυλίες αφιερωμένες στη μουσική του Γιάννη Χρήστου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διάδοση και ερμηνευτική προσέγγιση του έργου του.
Η σχέση της με την Ελλάδα υπήρξε σταθερή και ουσιαστική. Συνεργάστηκε με την Εθνική Λυρική Σκηνή για σχεδόν δύο δεκαετίες (1975–1994), ερμηνεύοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε 13 όπερες και σε 18 παραγωγές ή αναβιώσεις παραγωγών, μεταξύ των οποίων Οι γάμοι του Φίγκαρο, Ο κουρέας της Σεβίλλης, Η Ιταλίδα στο Αλγέρι, Η πολιορκία της Κορίνθου και Ο Πρωτομάστορας.
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εμφανίστηκε σε σημαντικούς ρόλους, όπως η Νέρις στη Μήδεια του Κερουμπίνι, η Ζενεβιέβ στον Πελλέα και Μελισσάνθη του Ντεμπισί, η Ηγουμένη στη Θαΐς του Μασνέ, καθώς και η Ελένη της Σπάρτης στην Επιστροφή της Ελένης του Θάνου Μικρούτσικου.
Συνεργάστηκε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ενώ πραγματοποίησε ηχογραφήσεις για την Ελληνική Ραδιοφωνία και για ραδιοφωνικούς σταθμούς πολλών ευρωπαϊκών χωρών.










