Το κατοχικό καθεστώς, μόλις πρόσφατα ποινικοποίησε το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων και δεν διαθέτει θεμελιώδεις δομές για την προστασία των θυμάτων και την ποινική δίωξη των δραστών, σε αντίθεση με την Κυπριακή Δημοκρατία, που διαθέτει ένα καλά ανεπτυγμένο νομοθετικό πλαίσιο και εθνικούς μηχανισμούς κατά του σωματεμπορίου, όπως προκύπτει από εμπεριστατωμένη, κοινή έκθεση που συνέγραψαν τους προηγούμενους μήνες, οι ερευνήτριες Χριστίνα Καϊλή (MIGS) και Mine Yucel (Prologue Consulting).
Η έρευνά τους, διήρκεσε από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο 2025 και έγινε στο πλαίσιο του Προγράμματος Ενωμένης Δράσης κατά της Εμπορίας Ανθρώπων, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υλοποιείται από την τουρκοκυπριακή οργάνωση πολιτών Refugee Rights Association και την ελληνοκυπριακή Caritas Cyprus.
Η έκθεση των δύο συγγραφέων, στοχεύει στη χαρτογράφηση και ενίσχυση των πολιτικών και των μηχανισμών, τόσο στις ελεύθερες, όσο και στις κατεχόμενες περιοχές, για αναγνώριση, προστασία και στήριξη των θυμάτων εμπορίας, αλλά και για βελτίωση των ποινικών διαδικασιών, με έμφαση στη διακοινοτική συνεργασία, όπως υπογραμμίζεται. Τονίζεται πάντως ότι «η ιδιαίτερη πολιτική κατάσταση και η ανεπίλυτη σύγκρουση στο νησί, εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τη συνεργασία, που θα μπορούσε να αποτρέψει καλύτερα την εμπορία ανθρώπων και να προστατεύσει τα θύματά της.
Οι πολιτικές πραγματικότητες, δημιουργούν πρόσθετα εμπόδια, ωστόσο η επιτακτική ανάγκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, απαιτεί εναρμονισμένες, επικεντρωμένες στο θύμα και ευαίσθητες ως προς το φύλο, απαντήσεις. Μια κοινή στρατηγική, είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων σε ολόκληρο το νησί». Σημειώνουμε ότι η έκθεση βασίσθηκε σε έρευνα γραφείου και έξι ημιδομημένες συνεντεύξεις (τρεις στις ελεύθερες περιοχές και τρεις στα κατεχόμενα), με βασικά ενδιαφερόμενα μέρη που εμπλέκονται στις τρέχουσες πρακτικές, πολιτικές και πλαίσια κατά της εμπορίας ανθρώπων.
Ένα μοντέλο μη βιώσιμο, ελλιπές και ανεπαρκές
«Η παρούσα αξιολόγηση – τονίζεται συμπερασματικά στην έκθεση – υπογραμμίζει την ανάγκη και την εγγενή αξία μιας εναρμονισμένης προσέγγισης, κατά της εμπορίας ανθρώπων στην Κύπρο, δεδομένης της πολιτικής κατάστασης και των συνεχώς μεταβαλλόμενων χαρακτηριστικών της εμπορίας ανθρώπων. Άλλωστε, είναι ένα έγκλημα που ευδοκιμεί, όταν οι δομές και οι μηχανισμοί απουσιάζουν ή/και είναι ανεπαρκείς.
Είναι λοιπόν ύψιστης σημασίας, η οικοδόμηση κοινών προτύπων και ουσιαστικής συνεργασίας, παρά τις πολιτικές πραγματικότητες, γιατί τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, δεν μπορούν να περιμένουν και αξίζουν άμεση δράση». Σε ό,τι αφορά τα κατεχόμενα, επισημαίνεται ότι «το βόρειο τμήμα της Κύπρου, παραμένει ανεπαρκώς εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την εμπορία ανθρώπων, λόγω νομικών, θεσμικών και πολιτικών ελλείψεων. Η κοινωνία των πολιτών – προστίθεται – έχει αναλάβει ρόλους που συνήθως αναλαμβάνονται από κρατικούς φορείς, αλλά αυτό το μοντέλο, είναι μη χρηματοδοτούμενο, μη αναγνωρισμένο, μη βιώσιμο, ελλιπές και ανεπαρκές. Μέσω στοχευμένης μεταρρύθμισης του νομικού κειμένου, θεσμικής ανάπτυξης και μέτρων προστασίας των θυμάτων που βασίζονται στα δικαιώματα, το βόρειο τμήμα της Κύπρου μπορεί να αρχίσει να εκπληρώνει τις ευθύνες του, βάσει του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δημιουργία μιας λειτουργικής υποδομής κατά της εμπορίας ανθρώπων, δεν είναι μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και ηθική επιταγή».
Σε ό,τι αφορά τις ελεύθερες περιοχές, τα ευρήματα της έρευνας, αποκαλύπτουν ότι «ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει σημαντικά βήματα στην ενίσχυση των μηχανισμών καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, τα κενά στην εφαρμογή, τον συντονισμό και την υποστήριξη και φροντίδα με επίκεντρο το θύμα, θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Παραμένουν οι επείγουσες ανάγκες για διευρυμένες ψυχολογικές, ψυχοεκπαιδευτικές υπηρεσίες, νομική βοήθεια, διακοινοτικό συντονισμό και προσβάσιμες οδούς δικαιοσύνης.
Επιπλέον, η συλλογή δεδομένων, πρέπει να ενισχυθεί και να διατεθεί στις επίσημες γλώσσες της Κύπρου και οι πληροφορίες πρέπει να διατίθενται στις πληγείσες κοινότητες, σε κατανοητή γλώσσα(ες). Ο Εθνικός Μηχανισμός Αναφοράς στην Κυπριακή Δημοκρατία (σ. σ. το σύστημα συνεργασίας μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, για την αναγνώριση, προστασία και βοήθεια των θυμάτων εμπορίας προσώπων), εκτός από τη συμβολή του στην εκπαίδευση, την ευαισθητοποίηση της κοινότητας και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι απαραίτητος για την καλύτερη υποστήριξη των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, πέρα από τη διαχωριστική γραμμή και για την πρόληψη μελλοντικής εκμετάλλευσης, ειδικά όταν εργαζόμαστε για ένα ενιαίο και κοινό πλαίσιο.
Είναι επείγουσα ανάγκη, όπως οι Δικοινοτικές Τεχνικές Επιτροπές για το Έγκλημα και την Ισότητα των Φύλων, να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο σε δράσεις πρόληψης, που διευκολύνουν την ανταλλαγή γνώσεων, καθώς και στην υποστήριξη των προσπαθειών επιβολής του νόμου/νομοθετικής εφαρμογής. Δεδομένου του ολοκληρωμένου νομικού και πολιτικού πλαισίου που έχει θεσπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία, αυτό που λείπει είναι η συνοχή και η εφαρμογή σε όλους τους τομείς. Ακόμα πιο σημαντική, είναι η ουσιαστική πολιτική και θεσμική βούληση για την αντιμετώπιση της δράσης και της πολιτικής κατά της εμπορίας ανθρώπων, όχι μόνο ως ζήτημα επιβολής του νόμου ή ζήτημα μετανάστευσης, αλλά και ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Εκπόρνευση γυναικών σε νυχτερινά κέντρα
Σε σχέση με το νομικό πλαίσιο στα κατεχόμενα, επισημαίνεται ότι «στο βόρειο μέρος της Κύπρου, δεν υπάρχει ολοκληρωμένο νομικό κείμενο, Σχέδιο Δράσης ή Μηχανισμός Αναφοράς για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Η εμπορία ανθρώπων ορίστηκε ως έγκλημα, μόλις το 2020, με την προσθήκη του «Άρθρου 254 στον Ποινικό Κώδικα», που ποινικοποιεί την αναγκαστική εργασία και την εμπορία ανθρώπων, προβλέποντας ποινές έως και 16 ετών φυλάκισης. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του, είναι σοβαρά περιορισμένη.
Τα θύματα δεν λαμβάνουν καμία νομική ή κοινωνική προστασία και η «αστυνομία» συχνά τα απελαύνει, λόγω λήξεων «θεωρήσεων», παρά τις σχετικές πρόνοιες προστασίας στα «άρθρα». Η απουσία καταφυγίων, νομικής βοήθειας και υπηρεσιών για τα θύματα, επιδεινώνει περαιτέρω το πρόβλημα. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, με περιορισμένη χρηματοδότηση και δυνατότητα στέγασης θυμάτων, παραμένουν τα μόνα διαθέσιμα συστήματα υποστήριξης.
Ως αποτέλεσμα, τα θύματα συχνά επιλέγουν να μην καταγγείλουν την κακοποίηση, φοβούμενα την απέλαση και περαιτέρω βλάβη. Η νομοθεσία για τα νυχτερινά κέντρα, επιτρέπει στην «αστυνομία» να κατάσχει τα διαβατήρια γυναικών που απασχολούνται σε τέτοιους χώρους κι αυτό συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ενώ ο ποινικός κώδικας απαγορεύει την πορνεία σε νυχτερινά κέντρα, είναι κοινό μυστικό ότι η πορνεία υπάρχει στους χώρους αυτούς, αφού η νομοθεσία για τα νυχτερινά κέντρα, ουσιαστικά το επιτρέπει αυτό, επιβάλλοντας τακτικούς ιατρικούς ελέγχους για «σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ειδικά για τις γυναίκες που απασχολούνται σε τέτοιους χώρους, θεσμοθετώντας έτσι την εκμετάλλευσή τους, με το πρόσχημα της ρύθμισης της δημόσιας υγείας.
Η καταναγκαστική εργασία και η «χρεωστική δουλεία», είναι συχνές πρακτικές στα νυχτερινά κέντρα, οι οποίες επίσης δεν αναγνωρίζονται και δεν τιμωρούνται». Σε σχέση με το νομικό και θεσμικό πλαίσιο στην Κυπριακή Δημοκρατία, επισημαίνεται μεταξύ άλλων, ότι «οι μετανάστες και οι αιτητές ασύλου, ιδιαίτερα οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν κίνδυνο εμπορίας ανθρώπων, σεξουαλικής εκμετάλλευσης και επανατραυματισμού» και ότι «πολλά από τα φερόμενα θύματα, εντοπίστηκαν μεταξύ αιτητών ασύλου που έτυχαν εκμετάλλευσης στο βόρειο τμήμα του νησιού. Σύμφωνα με την έκθεση GRETA (2025), έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στον αριθμό των αιτούντων άσυλο που αναγνωρίστηκαν ως θύματα εμπορίας ανθρώπων ή που κινδυνεύουν να θυματοποιηθούν, ιδίως κορίτσια και νεαρές γυναίκες από τη Συρία και γυναίκες και άνδρες που προέρχονται από αφρικανικές χώρες, κυρίως από το Καμερούν και τη Νιγηρία».
Η μη δίωξη των εγκληματιών
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, αυτή εστιάζεται στο τρίπτυχο πλαίσιο «Πρόληψη, Προστασία και Δίωξη» στις δύο πλευρές, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ευρήματα που αφορούν τη δίωξη – ή καλύτερα, τη μη δίωξη – των σωματεμπόρων στα κατεχόμενα. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «στο βόρειο μέρος της Κύπρου, η «αστυνομία», συχνά ισχυρίζεται ότι είναι «αδύνατο» να αποδειχθεί η ύπαρξη υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων και αποφεύγει να παραπέμψει τις υποθέσεις στους εισαγγελείς, οδηγώντας σε μη δίωξη, ακόμη και προφανών υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων.
Η απουσία εξειδικευμένης αστυνομικής μονάδας καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, οδηγεί σε έλλειψη θεσμικής γνώσης και «ερευνητικής ικανότητας». Συνεντεύξεις με ειδικούς, υποδεικνύουν ότι υπάρχει έλλειψη ευαισθητοποίησης, σχετικά με την εμπορία ανθρώπων μεταξύ της «αστυνομίας», των «εισαγγελέων» και των «δικαστών», και δισταγμός από την «αστυνομία» να παραπέμψει υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων στο «γραφείο του εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα, έχει καταγραφεί μόνο μία καταδίκη και ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, το θύμα τελικά απελάθηκε. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για εκπαίδευση, ευαισθητοποιημένη ως προς το φύλο, με επίκεντρο το θύμα, σε όλους τους αρμόδιους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της «αστυνομίας», των «κοινωνικών υπηρεσιών», του τοπικού φορέα που είναι αρμόδιος για την απασχόληση, των «εισαγγελέων» και «δικαστών».
Ωστόσο, οι συνεντεύξεις αποκαλύπτουν αντίσταση σε μια τέτοια εκπαίδευση, ιδίως μεταξύ των μελών της «δικαστικής εξουσίας» και της «εισαγγελίας». Χωρίς εγγυημένα δικαιώματα και προστασία, τα θύματα είναι απίθανο να εμφανιστούν. Οι ειδικοί αναφέρουν ότι πολλά άτομα (έως και 80%) που αρχικά ζητούν βοήθεια, αργότερα αποσύρονται, λόγω φόβου απέλασης. Όπως σημείωσε ένας ειδικός, «παλιότερα δυσκολευόμασταν να κάνουμε τα θύματα βίας να μιλήσουν, αλλά μόλις εξασφαλίσαμε καταδίκες και ευνοϊκά δικαστικά αποτελέσματα, η εμπιστοσύνη άρχισε να αναπτύσσεται.
Παρόμοια είναι και με τα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Είναι απαραίτητο ένα λειτουργικό σύστημα, για να ριζώσει αυτή η εμπιστοσύνη». Αυτό υπογραμμίζει την κρίσιμη σημασία ενός ολοκληρωμένου νομικού κειμένου, κατά της εμπορίας ανθρώπων, που περιλαμβάνει επίσημους μηχανισμούς αναγνώρισης και αναφοράς και παρέχει διερμηνεία, ψυχολογική και ιατρική υποστήριξη και νομική βοήθεια στα θύματα. Η τρέχουσα προσέγγιση επιβολής του νόμου, όχι μόνο δεν προστατεύει τα θύματα, αλλά συχνά τα τραυματίζει ξανά».
* Σημειώνουμε ότι η έκθεση παρουσιάστηκε από τις δύο συγγραφείς της, Χριστίνα Καϊλή και Mine Yucel, προχθές Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025 σε εκδήλωση στο Chateau Status, δίπλα στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία, ενόψει της Ευρωπαϊκής Ημέρας Κατά της Εμπορίας Προσώπων που είναι η 18η Οκτωβρίου κάθε έτους. Εισαγωγικά σχόλια, έκαναν ο Mihai-Florin Stoleru διευθυντής του Προγράμματος Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και οι επικεφαλής των οργανώσεων που υλοποιούν την έκθεση – η Damla Kodan από το Refugee Rights Association και η Ελισάβετ Κασίνη από το Caritas Cyprus. Η κυρία Κασίνη εξέφρασε στον «Φ» την απογοήτευσή της, για το γεγονός ότι δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, καμιά βουλεύτρια ή βουλευτής μέλος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κανένα μέλος της Πολυθεματικής Συντονιστικής Ομάδας κατά της Εμπορίας Προσώπων, παρόλο που προσκλήθηκαν όλοι, όπως μας είπε.



*Ολόκληρη η έκθεση, στον σύνδεσμο https://mhdkibris.com/upload/files/mhdfile-assessmentreport.pdf