10 Ιουνίου, 2025
4:24 μμ

Στην αρένα της Βουλής, όπου και αναμένεται να πάρει και πολιτική χροιά, μεταφέρεται σύντομα το περιβόητο θέμα του νέου συστήματος αξιολόγησης εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικού έργου. Κι αυτό διότι, το κυβερνητικό νομοσχέδιο που έχει ήδη κατατεθεί στη Βουλή, θα αρχίσει να συζητείται ενώπιον της επιτροπής Παιδείας στις 18 Ιουνίου. Η επιτροπή επιθυμεί  να αρχίσει τη συζήτηση αυτού του ιδιαίτερα δύσκολου – όπως έχει εξελιχθεί λόγω διαφωνών που έχουν προκύψει – ούτως ώστε να αξιολογήσει πώς τελικά θα προχωρήσει. Εάν δηλαδή, μεσολαβήσει και εξευρεθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση μεταξύ εκπαιδευτικών οργανώσεων και υπουργείου Παιδείας με τροποποιήσεις στα σημεία που παρουσιάζονται διαφωνίες και διιστάμενες απόψεις ή εάν τελικά στείλει πίσω το νομοσχέδιο για να υπάρξει επιπλέον κύκλος επαφών και διαλόγου μεταξύ των μερών ούτως ώστε να ξεπεραστούν τα σημεία τριβής.

Πάντως, όπως έχει διαμορφωθεί το σκηνικό γύρω από τη δημόσια συζήτηση για την πρόταση του υπουργείου Παιδείας για το νέο σύστημα αξιολόγησης εκπαιδευτικών, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξέλιξη του ζητήματος στην επιτροπή Παιδείας της Βουλής. Κι αυτό διότι, ήδη κάποια πολιτικά κόμματα έδωσαν ξεκάθαρο στίγμα για τις θέσεις που θα διατυπώσουν στο πλαίσιο της συζήτησης. Συγκεκριμένα, πριν από μερικές μέρες το ΑΚΕΛ εξέφρασε τη θέση πως το εν λόγω κυβερνητικό νομοσχέδιο θα πρέπει να αποσυρθεί, διά στόματος του κοινοβουλευτικού του εκπροσώπου, Γιώργου Λουκαΐδη. Η άποψη αυτή είχε προκύψει έπειτα από συνάντηση του ΑΚΕΛ με την ΠΟΕΔ, η οποία ενημέρωσε για τις θέσεις της σχετικά με την πρόταση που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας.

Με την εξέλιξη αυτή, το ΑΚΕΛ είναι το πρώτο κόμμα που τοποθετήθηκε επίσημα για το νομοσχέδιο, πριν καν αυτό τεθεί ενώπιον της Βουλής.  «Χωρίς να εισέρχομαι στην ουσία του νομοσχεδίου, θέλω να αναφέρω ότι ως ΑΚΕΛ έχουμε την έντονη άποψη ότι το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί και το Υπουργείο Παιδείας να μπει σε έναν αποτελεσματικό διάλογο με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις, σε μια προσπάθεια να εξευρεθεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση γύρω από το νέο σύστημα αξιολόγησης. Θα είναι η πολλοστή φορά που η Βουλή θα έχει ενεργήσει με έναν ανάλογο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουμε μπροστά μας ένα σημαντικό νομοθέτημα, με εκπαιδευτικές προεκτάσεις αλλά και εργασιακή πτυχή. Επομένως, δεν είναι λογικό η Βουλή να μετατρέπεται σε ειδικό επί ακαδημαϊκών ζητημάτων ή σε επιδιαιτητή επί εργασιακών ζητημάτων διότι, όπως είναι γνωστό, οι εκπαιδευτικές οργανώσεις έχουν αντιδράσει επί της φιλοσοφίας και της ουσίας του νομοσχεδίου. Αφού γίνει αυτός ο διάλογος, θα είμαστε έτοιμοι να τοποθετηθούμε επί ενός σχεδίου που θα διασφαλίζει, ακριβώς, τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση των εκπαιδευτικών», ανέφερε στις δηλώσεις του τότε ο κ. Λουκαΐδης.

Η τύχη όμως του νομοσχεδίου θα κριθεί ανάλογα και με τη στάση άλλων κομμάτων. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο «Φ» επικοινώνησε και με τον βουλευτή του ΔΗΣΥ, μέλος της επιτροπής Παιδείας, Γιώργο Κάρουλλα, σχετικά με το τι σκοπεύει να πράξει το κόμμα του στη συζήτηση του θέματος. Όπως είχε αναφέρει τότε ο κ. Κάρουλλας, τη δεδομένη χρονική στιγμή γινόταν μελέτη του σχεδίου καθώς επίσημα νομοσχέδιο δεν είχε μέχρι τότε κατατεθεί. Στόχος εκείνης της μελέτης ήταν να καταλήξει ο ΔΗΣΥ σε τελική απόφαση επί του σχεδίου, το οποίο όπως είπε ο κ. Κάρουλλας έχει θετικά σημεία. «Ωστόσο, θεωρούμε πως χρειαζόταν ένας ακόμα κύκλος εντατικού διαλόγου με συγκεκριμένα και σύντομα χρονοδιαγράμματα, ώστε οι εκπαιδευτικοί να είναι συνδιαμορφωτές του σχεδίου», είχε αναφέρει, προσθέτοντας πως είναι ξεκάθαρο πως χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα αξιολόγησης προς όφελος του εκπαιδευτικού συστήματος και βελτίωσης των μαθησιακών μας αποτελεσμάτων.

Από πλευράς του το υπουργείο Παιδείας είχε τοποθετηθεί για το νομοσχέδιο επισημαίνοντας πως «η Βουλή έχει μπροστά της μια τεκμηριωμένη πρόταση μεταρρύθμισης που στηρίζεται σε επιστημονικά πρότυπα, παιδαγωγικές αρχές και, πλέον, σε ισχυρή κοινωνική στήριξη» και συμπλήρωσε πως «είναι σημαντικό ότι με την έγκριση της νομοθεσίας προνοείται μια σειρά ασφαλιστικών δικλείδων, στο πλαίσιο της πενταετούς μεταβατικής περιόδου εφαρμογής του νέου συστήματος, με θεσμοθετημένη την συμμετοχή των εκπαιδευτικών οργανώσεων».

Σε μια άλλη εξέλιξη, πέραν του τι θα προκύψει σε επίπεδο Βουλής, το θέμα της αξιολόγησης απασχολεί εκτός από τους εκπαιδευτικούς, και την κοινωνία ευρύτερα. Αυτό προκύπτει και από τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που διενήργησε το philenews σχετικά με το πώς κρίνει το κοινό το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης εκπαιδευτικών και το κατά πόσον θεωρεί πως αυτό χρήζει αλλαγής.

Με βάση μερικά από τα αποτελέσματα της έρευνας: Τα 2244 άτομα τα οποία απάντησαν επιτυχώς τα ερωτήματα της δημοσκόπησης, με συντριπτικά ποσοστά τάσσονται υπέρ της αλλαγής του τρόπου αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Υποστηρίζουν την απόφαση του υπουργείου Παιδείας για αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης και με εξίσου συντριπτικό ποσοστό εκφράζουν την άποψη πως το ισχύον σύστημα δεν αξιολογεί σωστά τους εκπαιδευτικούς. Επίσης, η πλειοψηφία όσων απάντησαν, θεωρεί ότι η συνολική πρόταση για εκσυγχρονισμό του συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου θα βοηθήσουν θετικά την εκπαίδευση και τους μαθητές.

Για την κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Κύπρο, η πλειοψηφία σε ποσοστό 53% τη θεωρεί κακή (27% πολύ κακή, 26% κακή) και το 31% μέτρια. Ποσοστό μόλις 16% τη θεωρεί καλή (5% πολύ καλή, 11% καλή).

Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης θεωρεί σημαντική την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: Ποσοστό 72% πολύ σημαντική και ποσοστό 21% αρκετά σημαντική.

Συντριπτικό ήταν και το ποσοστό το οποίο τοποθετήθηκε στην ερώτηση: «Θεωρείτε ότι οι σημερινοί εκπαιδευτικοί είναι επαρκώς προετοιμασμένοι για ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό περιβάλλον;». Ποσοστό 69% απάντησε «όχι» και μόνο το 24% «ναι».

Επομένως, διαφαίνεται ότι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης επιδεικνύει ενδιαφέρον για το θέμα αυτό και αναμένει να δει πού θα καταλήξει η συζήτηση γύρω από την αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου, το οποίο παράγεται μέσα στις σχολικές μονάδες.

Γιατί η ΠΟΕΔ απορρίπτει την κυβερνητική πρόταση

Για την πρόταση του υπουργείου Παιδείας τοποθετήθηκε η ΠΟΕΔ, η οποία στο πλαίσιο δημοσιογραφικής της διάσκεψης πριν από μερικές μέρες, έθεσε ψηλά το θέμα της αξιολόγησης. Η πρόεδρος της, Μύρια Βασιλείου, ξεκαθάρισε πως οι εκπαιδευτικοί ζητούν σωστή αξιολόγηση και σε καμία περίπτωση δεν είναι απέναντί της.

Συγκεκριμένα, η ΠΟΕΔ τοποθετήθηκε ως ακολούθως: «Κανονισμοί Αξιολόγησης υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν στο Εκπαιδευτικό Σύστημα της Κύπρου. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό τους δεν μπορεί να ισοδυναμεί στον μηδενισμό του συστήματος, που στο τέλος της μέρας το ίδιο το ΥΠΑΝ εφάρμοζε και εφαρμόζει εδώ και 50 χρόνια. Επιπλέον, η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου συστήματος κανονισμών αξιολόγησης, δεν μπορεί να αφήνεται να νοηθεί ότι ξεκινά από το μηδέν, αφού πολλές από τις προτεινόμενες αλλαγές ήδη υπάρχουν σε κανονισμούς και νομοθεσίες.

Ως εκπαιδευτικοί ζητούμε τη σωστή αξιολόγηση και σε καμία περίπτωση δεν είμαστε απέναντι στην αξιολόγηση. Επιζητούμε ένα δίκαιο και αξιοκρατικό σύστημα αξιολόγησης το οποίο να δίνει ευκαιρίες στους ικανότερους εκπαιδευτικούς να ανελιχθούν, να μην αδικεί κανένα εκπαιδευτικό. Η όλη προσπάθεια θα πρέπει να παραπέμπει σε ένα σύγχρονο σύστημα αξιολόγησης, το οποίο θα διορθώνει στρεβλώσεις και παραλήψεις του υφιστάμενου.

Ο εκσυγχρονισμός των κανονισμών αξιολόγησης, σαφώς και είναι αναγκαίος. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να τύχει αποδοχής η προσέγγιση ότι με αυτό τον τρόπο θα επιλυθούν όλα τα προβλήματα που αφορούν στο Δημόσιο Σχολείο. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρξουν επιπλέον πάρα πολλές στοχευμένες και σωστές εκπαιδευτικές πολιτικές.

Η ΠΟΕΔ από την πρώτη στιγμή δήλωσε το παρών της και συμμετείχε εποικοδομητικά στον διάλογο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2024. Σημειώνουμε δε ότι προσχέδιο μιας ολοκληρωμένης πρότασης, μάς δόθηκε τον Φεβρουάριο του 2025. Σε αυτό το διάστημα η Οργάνωση μελετώντας τις θέσεις ή/και προτάσεις του ΥΠΑΝ, κατέθετε γραπτώς τις εισηγήσεις, τις θέσεις και τους προβληματισμούς της, με τελευταία την επιστολή της στις 7 Μαΐου 2025, για την οποία δεν λάβαμε την όποια απάντηση. Αντί απάντησης ενημερωθήκαμε για την απόφαση του ΥΠΑΝ να προχωρήσει μονομερώς, καταθέτοντας σχετικό νομοθέτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη συνέχεια στη Βουλή, ενέργεια για την οποία η ΠΟΕΔ διαμαρτυρήθηκε και δημόσια, καλώντας όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα να μην προχωρήσουν σε συζήτηση επί του σχεδίου και να ζητήσουν το ΥΠΑΝ να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια διαλόγου με την ΠΟΕΔ.

Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν τη θέση μας για άλλη μια φορά, δηλώνουμε ότι η ΠΟΕΔ δεν μπορεί να αποδεχθεί ως έχει μια πρόταση, στην οποία καταγράφονται σοβαρά σημεία διαφωνίας, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει η ανάγκη διασαφήνισης άλλων σημείων και συμφωνίας τους με την Οργάνωση.  Ως εκ τούτου, ζητούμε όπως συνεχιστεί ο διάλογος του ΥΠΑΝ με την ΠΟΕΔ, έτσι ώστε το επόμενο διάστημα να συζητηθούν και να συμφωνηθούν τα σημεία διαφωνίας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποια εξ αυτών:

– Ο ρόλος του διευθυντής στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, πρέπει να παραμένει ως έχει, επιτρέποντας την καθοδήγηση και τη διαμορφωτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ο διπλός ρόλος του αξιολογητή και του καθοδηγητή αποτελεί ήδη στρέβλωση του υφιστάμενου συστήματος, ενώ οι ιδιαιτερότητες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης με τον μεγάλο αριθμό μονοθέσιων και διθέσιων και μικρών σχολικών μονάδων, το επιβάλλει.

– Η μετατροπή της βαθμολογίας από το 40 στο 100, χωρίς να υπάρξουν άλλες απαραίτητες τροποποιήσεις και σε άλλες νομοθεσίες και κανονισμούς όπως ο κανονισμός προαγωγών , θα δημιουργήσει τεράστιες στρεβλώσεις και αδικίες. Παράλληλα, η μετατροπή των υφιστάμενων βαθμολογιών στη νέα κλίμακα θα αδικήσει με μαθηματική ακρίβεια μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών.

– Ζητήματα που αφορούν σε επιπλέον καθήκοντα εκπαιδευτικών (διευθυντικής ομάδας, εκπαιδευτικών, νεοεισερχόμενων εκπαιδευτικών κλπ.), δημιουργία νέων σχεδίων υπηρεσίας και άλλα εργασιακά θέματα, πρέπει να είναι ξεκάθαρα και συμφωνημένα. Ο διάλογος για αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της ΜΕΠΕΥ. Ξεκάθαρη πρέπει να είναι και η αντίστοιχη αύξηση του διοικητικού και εξωδιδακτικού χρόνου, κατά τον οποίο αυτά τα καθήκοντα θα πραγματώνονται».

Σαρωτικό το «όχι» της ΟΕΛΜΕΚ

Ηχηρό μήνυμα έστειλε και η ΟΕΛΜΕΚ με τη συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών-μελών της να απορρίπτει την πρόταση του Υπουργείο (ποσοστό 92%), στο πλαίσιο δημοψηφίσματος που διενήργησε στα σχολεία στις 29 Μαΐου.

Σύμφωνα με τα επίσημα αποτέλεσμα:

– 5286 εκπαιδευτικοί (91.85%) ψήφισαν εναντίον της πρότασης του υπουργείου Παιδείας επιλέγοντας το «Διαφωνώ».

– 469 εκπαιδευτικοί (8.15%) ψήφισαν υπέρ της πρότασης επιλέγοντας το «Συμφωνώ».

-Ψήφισαν συνολικά 5797 εκπαιδευτικοί (ποσοστό 85.79%).

– Έγκυρα ψηφοδέλτια: 5755 (ποσοστό 99.28%).

-Δικαίωμα ψήφου είχαν 6757 καθηγητές – μέλη της ΟΕΛΜΕΚ.

Σε σχετική της ανακοίνωση η ΟΕΛΜΕΚ, κάλεσε την Κυβέρνηση «να αφουγκραστεί τη ξεκάθαρη θέση του καθηγητικού κόσμου και να αποσύρει από τη Βουλή το Νομοσχέδιο για να γίνει επιτέλους ουσιαστικός και περιεκτικός διάλογος», ενώ καλεί και τη Βουλή όπως επιστρέψει το Νομοσχέδιο για την Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών στο υπουργείο Παιδείας «για να γίνει πραγματικός διάλογος που να έχει στόχο την επίτευξη μιας συμφωνημένης πρότασης». «Η βάση μίλησε και η απόφαση που έλαβε στη σημερινή δημοκρατική διαδικασία είναι δεσμευτική για την Οργάνωση. Καλούμε όλους τους φορείς και πρωτίστως την Υπουργό Παιδείας, να δείξει τον δέοντα σεβασμό στις δημοκρατικές διαδικασίες, τους εκπαιδευτικούς και τις Οργανώσεις που τους εκπροσωπούν, τον οποίο δεν έδειξε το προηγούμενο διάστημα και ιδιαίτερα τις ημέρες πριν από το δημοψήφισμα», σημείωσε χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή της η ΟΕΛΜΕΚ.

Τα σημεία της διαφωνίας της ΟΕΛΜΕΚ είναι μεταξύ άλλων:

>> Η προτεινόμενη διεύρυνση της κλίμακας αξιολόγησης από το 40 στο 100.

>> Η αριθμητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών από τον διευθυντή, επειδή θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σχολικό κλίμα, θα εντείνει τον ανταγωνισμό αντί της συνεργασίας στις σχολικές μονάδες και θα αποτελέσει καίριο πλήγμα στο δημοκρατικό χαρακτήρα του σχολείου, όπου ανώτατο όργανο θα έπρεπε να είναι ο Καθηγητικός Σύλλογος και όχι ο διευθυντής του σχολείου.

>> Η ύπαρξη δύο προγραμμάτων εισδοχής για τους  νεοεισερχόμενους εκπαιδευτικούς της Μέσης Εκπαίδευσης (Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης και Πρόγραμμα Νεοεισερχομένων Εκπαιδευτικών).

>> Η εμπλοκή οποιουδήποτε παράγοντα εκτός σχολείου (Επιθεωρητών) στις διαδικασίες διαμορφωτικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.

>> Με τις προτάσεις του Υπουργείου που προβλέπουν την παραπομπή εκπαιδευτικών που δεν λαμβάνουν το 50% στις αριθμητικές αξιολογήσεις ή/και την παραπομπή εκπαιδευτικών και εκτός των διαδικασιών αριθμητικής αξιολόγησης σε Πρόγραμμα Στήριξης και ακολούθως στην ΕΕΥ για απόλυση, γιατί συνιστούν έμμεση άρση τους μονιμότητας.

>> Με την υιοθέτηση ασαφών και μη αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης.

>> Με την υποχρέωση των 50 ωρών επαγγελματικής μάθησης ανά διετία που προβλέπονται στο πλαίσιο του Προγράμματος Επαγγελματικής Μάθησης.

Την απάντηση του στο δημοψήφισμα της ΟΕΛΜΕΚ έδωσε το Υπουργείο εκφράζοντας προβληματισμό ως προς το τι εξυπηρετεί αυτό καθώς η ηγεσία της οργάνωσης απέρριψε ήδη την πρόταση.

Exit mobile version