Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της εταιρείας Ανδρέας Δημητριάδης ΔΕΠΕ και άλλων έξι προσώπων ορισμένοι εκ των οποίων κατηγορούνται στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, για υποθέσεις με τα χρυσά διαβατήρια, η οποία στρεφόταν κατά απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, να μην ακυρώσει το ένταλμα που αφορούσε πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
Συγκεκριμένα, οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι λανθασμένα το Ανώτατο Δικαστήριο (ένας δικαστής) απέρριψε την αίτησή τους για έκδοση εντάλματος certiorari που να ακυρώνει διατάγματος ημερομηνίας 23.7.2023, το οποίο παρείχε πρόσβαση σε sms, e-mails, υπολογιστές κ.ά. της εταιρείας Δημητριάδη στην Πάφο και άλλων έξι προσώπων, για τα έτη 2011-2015.
Οι δικηγόροι των αιτητών εισηγήθηκαν πως, σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Συντάγματος, η επέμβαση στο δικαίωμα της επικοινωνίας μπορεί να γίνει εφόσον πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις, η μία εκ των οποίων προνοεί την ύπαρξη νόμου, ήτοι του εφαρμοστικού του Άρθρου 17 νόμου, Ν.216(Ι)/2015, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2015.
Ο εφαρμοστικός νόμος, κατά την εισήγηση των δικηγόρων, δεν αφορά ζήτημα διαδικαστικό, όπως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ουσιαστικό σε ό,τι αφορά τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος. Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η εισήγηση του εκπροσώπου της Δημοκρατίας, ο οποίος υποστήριξε ότι το ουσιαστικό δικαίωμα του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας περιορίστηκε με την τροποποίηση που επέφερε ο περί της 6ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2010, Ν.51(Ι)/2010, στο Άρθρο 17 του Συντάγματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με σύνθεση τρεις δικαστές, συμφώνησε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι με την 6η τροποποίηση του Συντάγματος το 2010, επετράπη η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, κατόπιν έκδοσης διατάγματος υπό προϋποθέσεις. Επομένως, αναφέρει σε απόφασή του, ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως «χωρίς την αναγκαία τροποποίηση του Συντάγματος με την οποία να επιτρέπεται η πρόσβαση στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας, η θέσπιση οποιουδήποτε τέτοιου νόμου δεν θα μπορούσε να είχε ισχύ και εφαρμογή, αντιθέτως θα μπορούσε να κριθεί αντισυνταγματική.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας, ήταν δυνατό να εκδοθεί μόνο μετά την τροποποίηση του 2015. Το ερώτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι, κατά πόσο μπορούσε να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα με αναφορά σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας για τα έτη 2011-2015. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ποεριορισμός συνταγματικού δικαιώματος, μόνο με την τροποποίηση του Συντάγματος θα μπορούσε να επιτευχθεί. Χωρίς το νόμο, ο περιορισμός που προνοείται στο Σύνταγμα δεν θα μπορούσε να είχε πρακτικό αποτέλεσμα.
Σημειώνεται ότι αντικείμενο του επίδικου διατάγματος ήταν το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που βρισκόταν καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο σε συγκεκριμένα τεκμήρια. «Δεδομένου του γεγονότος ότι, όταν εκδόθηκε το ένταλμα υπήρχε τέτοιο καταγεγραμμένο υλικό στα τεκμήρια από το 2011 που είχε τροποποιηθεί το Σύνταγμα, επρόκειτο για διάταγμα που εκδόθηκε στη βάση του Νόμου, χωρίς να τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου» κατέληξε το Ανώτατο.