8 Οκτωβρίου, 2025
5:01 μμ

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε για δεύτερη φορά αίτημα του δικηγορικού γραφείου Αρετή Χαριδήμου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ και άλλων 11 προσώπων, που ζητούσαν ακύρωση του εντάλματος έρευνας στο πλαίσιο εξετάσεων για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση πέντε προσώπων.

 Η Αστυνομία είχε διενεργήσει αρχικά στις 5/4/2024 έρευνα στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο, στη βάση εντάλματος το οποίο προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και η αίτηση απορρίφθηκε. Όμως, σε έφεση που άσκησαν οι 12 αιτητές πέτυχαν την ακύρωση της απόφασης και έτσι το αίτημα επανήλθε πίσω στο Δικαστήριο.

Σήμερα η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λένα Δημητριάδου Ανδρέου αφού άκουσε τις δύο πλευρές, απέρριψε εκ νέου το αίτημα του δικηγορικού γραφείου και των συνεργατών-υπαλλήλων του, βρίσκοντας ότι ορθά εκδόθηκε το νέο ένταλμα έρευνας στις 8/10/2024.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου, στη βάση όρκου ανακριτή της Αστυνομίας, η  έρευνα διεξαγόταν επί τη βάσει ύπαρξης εύλογης υποψίας ότι στο δικηγορικό γραφείο βρίσκονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, ηλεκτρονική αλληλογραφία και άλλα τεκμήρια, που σχετίζονται και θα παρέχουν απόδειξη για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ήτοι, 1) Συνομωσία για καταδολίευση, 2) Συνομωσία για διάπραξη κακουργημάτων, 3) Αδικήματα κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, Ψευδείς Δηλώσεις κατά παράβαση του Άρθρου 116(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, 5) Παράλειψη συμμόρφωσης στους Νόμους και Κανονισμούς κατά παράβαση του Άρθρου 88 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 και 6) Πλαστογράφηση Ταξιδιωτικών Εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 89(1)(ε) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο του Όρκου επί του οποίου στηρίχθηκε η σχετική Αίτηση της Αστυνομίας, τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης του υπό έλεγχο εντάλματος και σχετίζονταν με τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις ως Κύπριων πολιτών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος των ακολούθων προσώπων (επενδυτών) και των εξαρτώμενων τους: 1) Ε. Κ. και D. Τ., από τη Ρωσία, 2) L. G. D., από τη Βενεζουέλα, 3) V. D., από τη Ρωσία και 4) Α. Ζ., από τη Ρωσία.

Όπως περαιτέρω αναφέρετο στον Όρκο του ανακριτή, «διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανόν να αλλοιώθηκαν δια διαγραφής από τον κεντρικό εξυπηρετητή του δικηγορικού γραφείου με αποτέλεσμα να μην εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024». Επιπλέον, στον Όρκο αναφέρετο ότι η έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν ευλόγως αναγκαία για επαναφορά των δεδομένων που πιθανό να είχαν διαγραφεί/αλλοιωθεί και σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, μέσω της τεχνολογίας.

Το δικηγορικό γραφείο προσέβαλε την έκδοση του εντάλματος έρευνας, υποστηρίζοντας ότι προκειμένου η Αστυνομία να μπορεί να πετύχει πρόσβαση στην εν λόγω επικοινωνία με νόμιμο τρόπο πρέπει πρώτα να πετύχει την έκδοση δικαστικού διατάγματος στη βάση των Άρθρων 21 – 23 του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου, Ν. 92(1)/1996, αυτό δεν θα είχε οποιοδήποτε έρεισμα καθώς ένα τέτοιο διάταγμα μπορεί να εκδοθεί μόνο σε περίπτωση που ένα τουλάχιστον εκ των υπό διερεύνηση αδικημάτων εμπίπτει εντός του εύρους του Άρθρου 17.2.Β του Συντάγματος.

Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, τον οποίο εκπροσώπησε η Εισαγγελέας Πολίνα Ευθυβούλου μαζί  με τη δικηγόρο Μ. Φωτιάδου, ανέφερε ότι σκοπός της παραλαβής των ηλεκτρονικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής επικοινωνίας, ήταν ο εντοπισμός τεκμηρίων και ηλεκτρονικών δεδομένων (ηλεκτρονική αλληλογραφία) που πιθανό να διαγράφηκαν ή αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν κατά την προηγούμενη έρευνα της Αστυνομίας στις 5/4/2024. Όπως τονίστηκε, αυτό που η Αστυνομία ζητούσε ήταν ο εντοπισμός και όχι η επεξεργασία των δεδομένων.

Η πρόεδρος του Δικαστηρίου συμφώνησε με τη θέση της Εισαγγελέας τονίζοντας πως ό,τι η Αστυνομία αιτήθηκε και ό,τι το Κατώτερο Δικαστήριο εξουσιοδότησε, ήταν τον εντοπισμό και παραλαβή, ως πραγμάτων και αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή, συμπεριλαμβανομένης και επαγγελματικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που πιθανόν να είχαν διαγραφεί ή αλλοιωθεί και δεν είχε καταστεί δυνατόν να εντοπισθούν στην αρχική έρευνα και όχι πρόσβαση και επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

Όπως ορθώς επισημάνθηκε από μέρους των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Γενικού Εισαγγελέα, επισημαίνει η δικαστής, στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή η ποινική έρευνα είναι αναπόφευκτο να οδηγηθεί και σε άυλα τεκμήρια τα οποία τηρούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και servers. Πολλές φορές η παραλαβή ή μετακίνηση τέτοιων ψηφιακών συσκευών δεν είναι πρακτική, ενώ πιο πρακτική είναι η εξαγωγή και απόσπαση δεδομένων που βρίσκονται εντός τέτοιων συσκευών η οποία, βεβαίως, δεν συνεπάγεται, όπως φαίνεται να είναι η αντίληψη των Αιτητών με βάση τις σχετικές τοποθετήσεις τους, σε πρόσβαση και επεξεργασία τέτοιων δεδομένων.

Μετά την κατάληξη αυτή, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του δικηγορικού γραφείου ανοίγοντας την πόρτα για πρόσβαση στα τεκμήρια που παραλήφθηκαν.

Exit mobile version