Στις δημόσιες συζητήσεις για την οικονομική ανάπτυξη, γίνεται συχνά λόγος για την ανάγκη ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας». Ωστόσο, υπάρχει μια τάση να συγχέεται η «ανταγωνιστικότητα της οικονομίας» με την «ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ)». Είναι, όμως, αυτά τα δύο το ίδιο πράγμα;
Στην Κύπρο, όπου οι ΜμΕ αποτελούν περίπου το 95% του συνόλου των επιχειρήσεων και το 87% είναι πολύ μικρές (εργοδοτώντας κάτω των 10 ατόμων), η διάκριση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η κυπριακή οικονομία έχει καταφέρει, τα τελευταία χρόνια, να προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις. Διεθνείς εταιρείες στους τομείς της τεχνολογίας, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της ναυτιλίας εγκαθίστανται στη χώρα, ενισχύοντας το ΑΕΠ, προωθώντας τη μακροοικονομική σταθερότητα και αναβαθμίζοντας το προφίλ της Κύπρου ως επενδυτικού προορισμού.
Αυτή η δυναμική ενισχύεται από τα ελκυστικά κίνητρα που προσφέρει η χώρα: ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς, στρατηγική γεωγραφική θέση με πρόσβαση σε αγορές της ΕΕ, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, καθώς και ειδικά προγράμματα για εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και startups.
Ενδεικτικά, το πρόγραμμα Startup Visa επιτρέπει σε μη Ευρωπαίους επιχειρηματίες να εγκατασταθούν στην Κύπρο, προσφέροντας άδεια διαμονής και εργασίας, αλλά και πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά. Το IP Box παρέχει σημαντικές φορολογικές εκπτώσεις για κέρδη από πνευματική ιδιοκτησία, ενώ φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις ισχύουν και για την εγκατάσταση και εργασία ξένων επαγγελματιών-στελεχών.
Αναμφίβολα, οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τη μακροοικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας. Ωστόσο, όταν εξετάζουμε τη μικροοικονομική διάσταση, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη.
Η ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της καινοτομίας, τη δυνατότητα εξαγωγών και την προσαρμοστικότητα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Παρόλο που η Κύπρος επιτυγχάνει υψηλές επιδόσεις σε διεθνείς δείκτες, κατέχοντας την 43η θέση στον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του IMD (2024) και την 27η στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας (GII 2024), με σημαντική πρόοδο στις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας, οι ΜμΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις.
Οι προκλήσεις
Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 0,27% στο τέλος του 2024, ενώ οι εξαγωγές αγαθών κατέγραψαν πτώση 11,8% σε σύγκριση με το 2023.
Επιπλέον, αναδεικνύονται δύο διακριτές αλλά αλληλένδετες προκλήσεις:
⦁ Από τη μία πλευρά, η προσέλκυση εξειδικευμένου προσωπικού από το εξωτερικό μέσω των διεθνών εταιρειών, αν και ωφελεί τη συνολική οικονομία, μπορεί να περιορίσει — έστω και προσωρινά — τις ευκαιρίες για το τοπικό εργατικό δυναμικό.
⦁ Από την άλλη πλευρά, οι κυπριακές ΜμΕ, λόγω περιορισμένων πόρων και μικρότερου προφίλ, δυσκολεύονται να προσελκύσουν και να διατηρήσουν εξειδικευμένους επαγγελματίες, οι οποίοι συχνά επιλέγουν να απασχοληθούν σε μεγαλύτερες και πιο ελκυστικές διεθνείς επιχειρήσεις.
Αυτός ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την πρόσβαση των ΜμΕ σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, έναν παράγοντα καίριας σημασίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της βιωσιμότητάς τους.
Κατά συνέπεια, παρά τη σημαντική πρόοδο που καταγράφει η Κύπρος σε τομείς όπως η καινοτομία και η διεθνής ανταγωνιστικότητα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ουσιαστικές προκλήσεις. Η θετική μακροοικονομική εικόνα δεν μεταφράζεται αυτόματα σε βελτίωση της καθημερινής λειτουργίας των ΜμΕ, οι οποίες συνεχίζουν να υστερούν σε κρίσιμους δείκτες, όπως η παραγωγικότητα, η εξωστρέφεια και η προσαρμοστικότητα.
Για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, δεν επαρκεί απλώς η προσέλκυση επενδύσεων. Απαιτείται μια στρατηγική που θα ενισχύει την τοπική παραγωγή, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Συγκεκριμένα, είναι κρίσιμο να:
⦁ Ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ διεθνών εταιρειών και κυπριακών ΜμΕ.
⦁ Διευρυνθεί η συμμετοχή των τοπικών επιχειρήσεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες των ξένων εταιρειών. Η ενίσχυση αυτής της διασύνδεσης μπορεί να βελτιώσει τη διάχυση της προστιθέμενης αξίας στην κυπριακή οικονομία, δημιουργώντας ευκαιρίες συνεργασίας και μεταφοράς τεχνογνωσίας.
⦁ Δοθεί έμφαση στην ενίσχυση της εκπαίδευσης, της επιχειρηματικότητας και της αξιοποίησης του τοπικού ταλέντου. Αν και πολλές διεθνείς εταιρείες βασίζονται σε προσωπικό από το εξωτερικό, η ενδυνάμωση του τοπικού ανθρώπινου δυναμικού είναι ζωτικής σημασίας για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Συμπέρασμα
Η ενίσχυση της συνολικής ανταγωνιστικότητας μιας χώρας δεν συνεπάγεται αυτόματα πρόοδο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η Κύπρος οφείλει να αξιοποιήσει τις επενδύσεις όχι μόνο για την ενίσχυση του ΑΕΠ, αλλά για τη δημιουργία μιας ισχυρότερης, ανθεκτικής και βιώσιμης οικονομίας, με τις ΜμΕ στο επίκεντρο της στρατηγικής της.
*Αναπληρώτρια Διευθύντρια, Τμήμα Υπηρεσιών, Εμπορίου και Ψηφιοποίησης, ΚΕΒΕ Συντονίστρια Enterprise Europe Network Κύπρου