20 Οκτωβρίου, 2025
12:29 πμ

Η Κύπρος βρίσκεται στην αρχή μιας νέας ενεργειακής εποχής με την εφαρμογή της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού από την 1η Οκτωβρίου 2025. Η συζήτηση γύρω από τα οφέλη των καταναλωτών παραμένει έντονη και διχαστική, ενώ αρκετοί τοποθετούνται είτε θετικά είτε αρνητικά για τα άμεσα οφέλη που θα προκύψουν. Είναι όμως σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, χρειάζεται χρόνος για την ωρίμανση του συστήματος, προτού τα πραγματικά οφέλη γίνουν ορατά για τους καταναλωτές.

Η εμπειρία από τις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρισμού παρέχει πολύτιμα διδάγματα για την περίπτωση της Κύπρου. Η διαδικασία απελευθέρωσης των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρισμού ξεκίνησε το 1996 με την πρώτη ευρωπαϊκή οδηγία και πέρασε μέσα από τέσσερα διαδοχικά ενεργειακά πακέτα, με το τελευταίο να εφαρμόζεται το 2019. Αυτή η σταδιακή μετάβαση επέτρεψε στα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τα συστήματά τους στα νέα δεδομένα και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς.

Οι πρώτες αγορές που άνοιξαν στη Νορβηγία και τη Μεγάλη Βρετανία στη δεκαετία του 1990 έδειξαν ότι η ωρίμανση της αγοράς είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και υπομονή. Η Μεγάλη Βρετανία, παραδείγματος χάρη, παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις στην απόδοση της αγοράς κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας. Στην περίοδο 1999-2001, περίπου το 32% των καταναλωτών (8,5 εκατομμύρια) επέλεξαν να αλλάξουν προμηθευτή. Ωστόσο, μετά το 2002, παρατηρήθηκε μια υποχώρηση της δραστηριότητας αλλαγής προμηθευτή, καθώς πολλοί ανεξάρτητοι προμηθευτές αντιμετώπισαν δυσκολίες να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους.

Η Γερμανία παρουσιάζει ένα από τα πιο ώριμα μοντέλα ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού. Η απελευθέρωση της γερμανικής αγοράς ηλεκτρισμού ξεκίνησε το 1998, καθώς ο στόχος της είναι να καλύψει το 80% των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2030. Η χώρα έχει εφαρμόσει μέτρα, όπως την απαίτηση από τους φορείς εκμετάλλευσης νέων αιολικών και ηλιακών σταθμών να πωλούν ανεξάρτητα την ενέργειά τους στην ελεύθερη αγορά. Η γερμανική εμπειρία επιδεικνύει πώς μια ώριμη αγορά μπορεί να ενσωματώσει αποτελεσματικά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μέχρι το 2016, οι ανανεώσιμες πηγές αντιπροσώπευαν περίπου το 30% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, ενώ σήμερα έχουν καταστεί η σημαντικότερη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας στη γερμανική ενεργειακή βιομηχανία.

Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού συμβάλλει στην ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών, καθώς οι φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών έχουν πλέον μεγαλύτερο κίνητρο να παρέχουν προβλέψεις για την παραγωγή τους και να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά.

Η αγορά Nord Pool αποτελεί τη μεγαλύτερη και πιο ώριμη ενιαία αγορά ηλεκτρισμού στην Ευρώπη. Λειτουργεί από το 1996 και καλύπτει τις σκανδιναβικές χώρες, τις Βαλτικές και πολλές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Το μοντέλο αυτό ξεκίνησε όταν η Νορβηγία απελευθέρωσε την αγορά ηλεκτρισμού της το 1991, καθιστώντας τη πρώτη χώρα που παρείχε καθολική πρόσβαση στην αγορά. Η επιτυχία της νορβηγικής πρωτοβουλίας προσέλκυσε την προσοχή της γειτονικής Σουηδίας, η οποία αντιμετώπιζε τις δικές της προκλήσεις με τη συγκέντρωση της αγοράς. Μετά από εκτεταμένη πολιτική διαβούλευση, η Σουηδία αποφάσισε να συνεργαστεί, οδηγώντας στην ενσωμάτωση της σουηδικής αγοράς το 1996. Η διαδικασία ενσωμάτωσης συνεχίστηκε καθώς η Φινλανδία εντάχθηκε το 1998, ακολουθούμενη από τη Δανία το 1999-2000, κορυφώνοντας σε μια πλήρως ενσωματωμένη σκανδιναβική αγορά. Το μοντέλο αποδείχθηκε τόσο επιτυχημένο που το 2010, το Ηνωμένο Βασίλειο επιδίωξε να το αναπαράγει, αναθέτοντας τη λειτουργία της αγοράς του στη Nord Pool.

Η ισπανική εμπειρία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού, που ξεκίνησε το 1998, παρέχει σημαντικά διδάγματα για την Κύπρο. Οι μεταρρυθμίσεις στην Ισπανία που έγιναν μεταξύ 2013-2014 έχουν βοηθήσει να αντιμετωπιστούν ορισμένα από τα λειτουργικά προβλήματα του ηλεκτρικού τομέα.

Συγκεκριμένα, δύο σημαντικές αλλαγές εισήχθησαν: (α) το νέο σύστημα υπολογισμού του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή και (β) το νέο σύστημα κινήτρων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Αυτά τα μέτρα έλυσαν ορισμένα από τα λειτουργικά προβλήματα που σχετίζονταν με το σύστημα καθορισμού των τιμών για τους καταναλωτές στο λιανικό τμήμα.

Η σύζευξη των αγορών (market coupling) αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Η ολοκλήρωση της σύζευξης των αγορών σε όλη την Ευρώπη είχε προγραμματιστεί για το 2014. Σήμερα, το 98,6% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ είναι συζευγμένη. Η σύζευξη των αγορών οδηγεί σε σύγκλιση τιμών, αυξημένο ανταγωνισμό, αποδοτικότητα της αγοράς, κίνητρα για επενδύσεις και καινοτομία. Μια ολοκληρωμένη πανευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση των διακυμάνσεων της προσφοράς και της ζήτησης σε όλη την ήπειρο, μετριάζοντας τους κινδύνους λόγω απρόσμενων διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού πρωτογενούς ενέργειας.

Οι εξελίξεις στην Κύπρο

Η μετάβαση της Κύπρου στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βήματα για την εναρμόνιση της Κύπρου με το ευρωπαϊκό μοντέλο ενέργειας.

Η αναγκαιότητα απεξάρτησης των τιμών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τη μεταβλητότητα των ορυκτών καυσίμων αποτελεί βασικό στοιχείο για την αποφυγή συστημικών αδυναμιών και την προώθηση της διαφάνειας και σταθερότητας των τιμών. Τα οφέλη και οι θετικές επιδράσεις από την ανταγωνιστική αγορά δεν θα είναι άμεσα εμφανείς, θα υπάρξουν όμως οφέλη στη μείωση του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος εξ ορισμού μέσα από τον ανταγωνισμό.

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) έχει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την ωρίμανση της κυπριακής αγοράς ηλεκτρισμού. Οι στόχοι και οι αρμοδιότητές της περιλαμβάνουν τη διασφάλιση του ουσιαστικού ανταγωνισμού, την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, την προαγωγή της ανάπτυξης μιας οικονομικά βιώσιμης αγοράς και τη διασφάλιση της επάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας.

Η αγορά ηλεκτρισμού της Κύπρου αντιμετωπίζει μοναδικές προκλήσεις λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη αγορά. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν την ενεργειακή απομόνωση, την έλλειψη διασύνδεσης με το ευρωπαϊκό δίκτυο και την εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα.

Η δημιουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού προετοιμάζει την Κύπρο για τη μελλοντική συμμετοχή της στην εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ, μέσω της προγραμματισμένης ηλεκτρικής διασύνδεσης, όπου θα επιτρέψει στην Κύπρο να διαπραγματεύεται ηλεκτρισμό όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε ευρωπαϊκό, δημιουργώντας μεγαλύτερες ευκαιρίες για οικονομικά οφέλη και ενεργειακή ασφάλεια.

Η εμπειρία από τις σκανδιναβικές χώρες, που αποτελούν παράδειγμα ώριμων αγορών με υψηλά ποσοστά αλλαγής προμηθευτή, δείχνει ότι η επιτυχία απαιτεί χρόνο για την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού και την εκπαίδευση των καταναλωτών στις νέες δυνατότητες που τους παρέχονται. H ωρίμανση είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, υπομονή και συνεχείς προσαρμογές.

Tα πραγματικά οφέλη για τους καταναλωτές έρχονται με την ωρίμανση της αγοράς, την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού και την ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών. Όταν οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης ωριμάσουν και γίνουν πιο αποδοτικές, τότε θα αρχίσουν να φαίνονται τα πραγματικά οφέλη για τους καταναλωτές.

Η Κύπρος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο μετάβασης. Η διαδικασία της μάθησης και βελτιστοποίησης είναι βασική για την επιτυχία του συστήματος και απαιτεί υπομονή και συνεχείς προσαρμογές από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού τώρα αρχίζουν να διαμορφώνονται διασφαλίζoντας ότι η ωρίμανση θα αποκτήσει ευρωπαϊκή διάσταση, επιτρέποντας στους Κυπρίους καταναλωτές να επωφεληθούν από τα οφέλη που προσφέρουν οι ώριμες και διαφανείς αγορές.

* Καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων

Frederick University

Exit mobile version