21 Σεπτεμβρίου, 2025
3:27 μμ

Μπορεί κάποιος σήμερα να φανταστεί τη Λεμεσό χωρίς το Θέατρο Ριάλτο; Κανονικά είναι να ανατριχιάζει κανείς και μόνο στην ιδέα.

Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι μπορούν. Για παράδειγμα, κάποιοι στην Ελεγκτική Υπηρεσία. Η ΕΥ φυσικά κάνει αυτό που ξέρει κι αυτό για το οποίο υπάρχει: μετρά νούμερα, αναμετράται με νομικισμούς, αντιμετωπίζει τα πάντα μέσα σε λογιστικά κουτάκια. Έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι δεν μπορεί να αποτιμήσει την έννοια της πολιτιστικής παραγωγής. Δεν είναι κάτι χειροπιαστό, έτσι δεν είναι; Και συνεπώς δεν μπορεί ούτε να υπολογίσει τη διαφορά ανάμεσα σε μια Λεμεσό με Ριάλτο και σε μια Λεμεσό χωρίς αυτό. Αλίμονο, όμως, αν και η πολιτεία εδραιώσει αυτόν τον τρόπο σκέψης.

Η πρόσφατη ειδική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας απεφάνθη ότι η ετήσια καταβολή «κατά χάριν» χορηγίας από το Υπουργείο Οικονομικών στην εταιρεία «Θέατρο Ριάλτο Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ» για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών της εξόδων συνιστά «άνιση μεταχείριση» σε σχέση με άλλους πολιτιστικούς φορείς.

Τη διατύπωση αυτή, βέβαια, μπορεί να τη δει κάποιος από μια άλλη σκοπιά. Λ.χ. ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται να δοθούν «κατά χάριν» χορηγίες και σε άλλους πολιτιστικούς φορείς. Δηλαδή, να δημιουργηθούν κι άλλοι ανάλογοι πνεύμονες πολιτισμού στην Κύπρο. Αυτό, μάλιστα.

Διότι η «κανονική» σκοπιά, με τα σημερινά δεδομένα σε ό,τι αφορά την πολιτιστική παραγωγή στο νησί, είναι αδιανόητη. Το εφιαλτικό σενάριο μιας Λεμεσού χωρίς το Ριάλτο δεν συνθέτει απλώς το σκηνικό μιας πρακτικής απώλειας, αλλά σηματοδοτεί την κατάρρευση ενός ολόκληρου οικοσυστήματος που επί 26 χρόνια λειτουργεί ως πνεύμονας και ατμομηχανή της πολιτιστικής δραστηριότητας όχι μόνο της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Κύπρου, αλλά και ολόκληρης της χώρας.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία, μοιραία και καθηκόντως, προορίζεται να προσεγγίζει όλα τα θέματα μέσα από το δικό της στενό πρίσμα. Αυτή η οπτική, παρότι απαραίτητη για τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποδεικνύεται προβληματική όταν αφορά πτυχές της πολιτιστικής πραγματικότητας. Πώς μετρά κανείς την επίδραση μιας παράστασης στην ψυχοσύνθεση του θεατή ή τη συνεισφορά ενός φεστιβάλ στη διαμόρφωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας;

Κι όμως, μιλώντας ακόμη και με τη σκληρή και επίπεδη γλώσσα των οικονομικών η ετήσια χορηγία που χαρακτηρίζεται ως «άνιση μεταχείριση», στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει μια επένδυση με ανυπολόγιστες αποδόσεις. Το Ριάλτο δεν είναι απλώς ένας πολιτιστικός φορέας ανάμεσα σε άλλους. Εδώ και δεκαετίες τώρα κάνει δουλειά που θα έπρεπε να κάνει η αρμόδια κρατική δομή.

Όταν το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού αποφάσισε να υποστηρίξει και να γιγαντώσει τον φορέα αυτό, το έκανε με τη φιλοσοφία να επιστρέψει πίσω στην κοινωνία ένα μικρό έστω μέρος απ’ αυτά που κέρδιζε, με μια επένδυση, ωστόσο, απροσμέτρητης κομβικότητας. Αυτή η ευθύνη έχει πλέον μετακυλιστεί στο κράτος, μέσω της ΣΕΔΙΠΕΣ. Η αμφισβήτηση της «ηθικής υποχρέωσης» του κράτους από την ΕΥ αγνοεί το γεγονός ότι ορισμένες δεσμεύσεις υπερβαίνουν τις στενά «νομικές» υποχρεώσεις. Η κυριότητα ενός θεσμού που έχει καταστεί κάτι παραπάνω από απαραίτητος για την κοινωνία, συνεπάγεται και ευθύνη.

Το παράδοξο είναι ότι η πολιτιστική «γονιμότητα» μοιάζει να μετατρέπεται σε επιχείρημα εναντίον του. Επειδή λειτουργεί αποτελεσματικά, επειδή έχει γίνει αναντικατάστατο, αμφισβητείται η υποχρέωση για τη στήριξή του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Κύπρο, με όλες τις ιδιαιτερότητες που αυτό σημαίνει σε σχέση με τον πληθυσμό, τη νοοτροπία, την πολιτική πραγματικότητα.

Η πολιτιστική δραστηριότητα μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά της κρατικοδίαιτης, αλλά μόνο για κάποιον που δεν μπορεί να διακρίνει το διακύβευμα έξω από το αυστηρό λογιστικό πλαίσιο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι 100% υγιές ένας και μόνο πολιτιστικός φορέας να έχει εξελιχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτιστικής ζωής μιας ολόκληρης χώρας. Ωστόσο, δεν ευθύνεται αυτός.

Το κράτος επενδύει στο Ριάλτο χρήματα που πιάνουν αδιαμφισβήτητα τόπο. Όμως, είναι αλήθεια ότι καλύπτει εδώ και δεκαετίες ένα κενό που θα έπρεπε να καλύπτει η ίδια η πολιτεία. Στην πορεία εξελίχθηκε σε ζωντανό πυρήνα που μεταξύ άλλων διαχειρίζεται ως συνδιοργανωτής καίριες κρατικές διοργανώσεις. Και, όχι, αυτό δεν αποτελεί απλή ανάθεση υπηρεσιών, όπως υποδηλώνει η έκθεση της ΕΥ. Το Ριάλτο έχει συνδημιουργήσει και αναπτύξει αυτούς τους θεσμούς ως εταίρος. Έτσι χτίστηκε σε βάθος 2 και 3 δεκαετιών μια συνεργασία που αντιπροσωπεύει ένα δημιουργικό μοντέλο που θα μπορούσε να εμπνεύσει κι άλλες περιπτώσεις.

Με τα τωρινά δεδομένα είναι απολύτως απαραίτητες τέτοιες αυτόνομες, αποκεντρωμένες δομές, λειτουργικές στην πράξη, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το προϊόν που παράγεται θα έπρεπε να το περιμένουμε από μια υδροκέφαλη κεντρική δομή που ήδη στα πρώτα της διαπιστευτήρια δεν έχει ακόμη πείσει ούτε τον εαυτό της.

Ούτως ή άλλως όμως, το νεοσύστατο ακόμη (δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό) και άρα άπειρο Υφυπουργείο Πολιτισμού δεν χρειάζεται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπερφορτώνεται με το βάρος της διοργάνωσης τόσων απαιτητικών θεσμών. Άλλωστε, πέρα από το να λειτουργεί ως «τροχονόμος κονδυλίων», κάποια στιγμή αναμένουμε να περάσει στο επόμενο στάδιο και να αρχίσει να σχεδιάζει και πολιτικές. Η στήριξη και η πλήρης νομιμοποίηση αποκεντρωτικών δομών θα μπορούσε αποτελεί μέρος αυτού του σχεδιασμού. Γιατί να καταστρέψεις ένα μοντέλο που αποδεδειγμένα λειτουργεί;

Πάνω λοιπόν που συζητούσαμε, στο υψηλότερο μάλιστα επίπεδο, για την ανάγκη δημιουργίας ενός ανάλογου «Ριάλτο» στη Λευκωσία, βλέπουμε μια άλλη κρατική υπηρεσία να τραβάει το χαλί από το ορίτζιναλ. Γιατί όχι και στη Λάρνακα, λέω εγώ. Μιλώντας, όμως, για τη Λευκωσία το Δημοτικό Θέατρο της πρωτεύουσας είναι ενδιαφέρον να ονειρεύεται όταν… μεγαλώσει να γίνει σαν «Ριάλτο», αλλά καθόλου ωραίο να θέλει γίνει «Ριάλτο» στη θέση του Ριάλτο. Καλό είναι να αναπτύξει τις δικές του δημιουργικές προσεγγίσεις κι όχι απλά να διεκδικήσει έτοιμες, που χτίστηκαν με πολυετείς κόπους. Χρειάζεται ιδέες για νέες δομές και όχι αντιγραφές ή μοίρασμα μιας υποτιθέμενης πίττας. 

Το Θέατρο Ριάλτο συνεχίζει να παλεύει για να προσφέρει στην κυπριακή κοινωνία και χρειάζεται αναγνώριση του ρόλου του και ενίσχυση για να συνεχίσει το έργο του. Η ειδική έκθεση της ΕΥ αγνοεί ότι ορισμένα πράγματα στη ζωή έχουν αξία που υπερβαίνει το κόστος τους. Σε μια εποχή που η πολιτιστική ζωή κινδυνεύει από τη γραφειοκρατία και τον τεχνοκρατισμό, ας συμφωνήσουμε ότι τέτοιοι θεσμοί δεν αποτελούν πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα για την ίδια την επιβίωσή μας.

Ελεύθερα, 21.9.2025

Exit mobile version