22 Ιουνίου, 2025
4:18 μμ

Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο που αφορά το Οικογενειακό Δίκαιο στην Κύπρο, χρειάζεται ριζική αναθεώρηση, ενώ τα νομοσχέδια που συζητούνται σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, για ζητήματα  ρύθμισης των σχέσεων γονέων, στο πλαίσιο αρμοδιοτήτων του Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών και πρέπει να τροποποιηθούν, προς όφελος κυρίως του παιδιού.

Αυτό το μήνυμα έστειλε ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Μονογονεϊκών Οικογενειών και Φίλων, δια της προέδρου του Αργεντούλας Ιωάννου, στο συνέδριο που οργάνωσε με θέμα «Τα προτεινόμενα νομοσχέδια του Οικογενειακού Δικαίου, η αρχή της έμφυλης ισότητας, η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και της γονικής αποξένωσης», στις 13 Ιουνίου 2025 στο ξενοδοχείο «Κλεοπάτρα» στη Λευκωσία.  

Tο θεματικό τρίπτυχο «οικογενειακό δίκαιο, έμφυλη ισότητα και γονική αποξένωση», αφορά άμεσα τη ζωή και την ψυχική υγεία χιλιάδων παιδιών στην Κύπρο. Όπως επεσήμανε στον χαιρετισμό της στο συνέδριο η Επίτροπος για την Προστασία του Παιδιού Δέσπω Μιχαηλίδου, «η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου, είναι και αναγκαία και επείγουσα, αφού το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλά κοινωνικά πρότυπα μιας άλλης εποχής και δεν απαντά στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Απαιτείται  πρωτίστως – είπε – επαναπροσδιορισμός φιλοσοφίας και στόχων, εντός του πνεύματος και του σκοπού της νομολογίας του ΕΔΑΔ και των εκθέσεων των Ηνωμένων Εθνών, με ζητούμενο την κατοχύρωση ενός δικαιϊκού πλαισίου που θέτει στο επίκεντρο το παιδί, την ασφάλεια και την ευημερία του – το παιδί ως θύμα κακοποίησης ή ως μάρτυρας κακοποιητικής και βίαιης συμπεριφοράς».

Στην παρέμβασή της στην ημερίδα, η Σουσάνα Παύλου πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, αναφέρθηκε στον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, που όπως είπε, «επηρεάζει και ρυθμίζει την καθημερινότητα των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών, ενός μεγάλου αριθμού διαζευγμένων οικογενειών στην κυπριακή κοινωνία και συνεπώς, η τροποποίηση του, πρέπει να επιλύσει πρακτικές δυσκολίες, ώστε να συνδράμει αποτελεσματικά στη μείωση των συγκρουσιακών διαζυγίων και ειδικότερα στις περιπτώσεις που περιλαμβάνουν έμφυλη/ενδοοικογενειακή βία».

 Στο συνέδριο μίλησε με θέμα «Γονική μέριμνα και ενδοοικογενειακή βία στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», η δικηγόρος Κυριακή Χαραλάμπους υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και μέλος της Επιτροπής Ισότητας του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Στο πάνελ ήταν και η λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) Γεωργία Παυλίδου, πουαναφέρθηκε στο πρόγραμμα Γονικής Μέριμνας που λειτουργούν οι ΥΚΕ, «που έχει ως στόχο – όπως είπε – τη διασφάλιση του συμφέροντος του ανήλικου παιδιού».  Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Εθνικού Μηχανισμού για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ενώ όπως αναφέρθηκε, τα συμπεράσματά του θα κατατεθούν στον υπουργό Δικαιοσύνης και στην επιτροπή Νομικών της Βουλής.

Γονική μέριμνα και έμφυλη ισότητα

Μιλώντας με θέμα «Το προτεινόμενο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας, υπό το φως των αρχών της έμφυλης ισότητας», η νομικός  Αργεντούλα Ιωάννου υπογράμμισε ότι «από το 2018 παρευρισκόμαστε στη Βουλή ως Σύνδεσμος Μονογονεϊκών Οικογενειών και συμβάλλουμε με προτάσεις, για να επιτευχθεί ο αναγκαίος ριζικός εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου, στη βάση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 2017, της εσωτερικής νομοθεσίας για βία κατά των γυναικών του 2021 και της έκθεσης της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Βίας εναντίον των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (GREVIO) για την Κύπρο του 2022».

 Η κυρία Ιωάννου ανέφερε ότι οι θέσεις του Συνδέσμου Μονογονεϊκών Οικογενειών «συνοψίζονται σε συγκεκριμένες εισηγήσεις τροπολογιών ή προσθηκών στα προτεινόμενα νομοσχέδια, ώστε να υπάρχει η αναγκαία έμφυλη διάσταση της παρεχόμενης προστασίας και ρυθμίσεων. Σε ό,τι αφορά τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο, εισηγούμαστε να τεθούν οι αρχές τις οποίες οφείλει να ακολουθεί το Οικογενειακό Δικαστήριο, προς το συμφέρον του παιδιού και με σεβασμό στην έμφυλη ισότητα και την προστασία γυναικών θυμάτων έμφυλης βίας και παιδιών. Εισηγούμαστε επίσης προσωρινή αναστολή διαταγμάτων γονικής μέριμνας, σε περίπτωση καταγγελίας για άσκηση βίας, μέχρι να διερευνηθεί μέσα σε συγκεκριμένο σύντομο χρονικό πλαίσιο – δηλαδή πρώτιστο νομικό αγαθό, θα πρέπει να είναι η προστασία των ανήλικων και των θυμάτων, παρά συνέχιση της επικοινωνίας με ένα θύτη βίας. Όπου προβάλλεται ισχυρισμός γονικής αποξένωσης, αυτός θα πρέπει να διερευνάται με όρους εντολής του δικαστηρίου, σε συνάρτηση με ενδεχόμενη άσκηση βίας, δηλαδή κατά πόσο η ισχυριζόμενη γονική αποξένωση, συγκαλύπτει και συνδέεται με άσκηση βίας κατά του ανηλίκου ή του άλλου γονέα, από τον καταγγέλλοντα την γονική αποξένωση, η οποία δεν θα πρέπει αποφασίζεται από τον διευθυντή των ΥΚΕ, αλλά από ψυχολόγο ο οποίος να μπορεί να διαγνώσει και συγκαλυμμένη βία».

Σε σχέση με την παρακοή διατάγματος γονικής μέριμνας, ο Σύνδεσμος εισηγείται «να μην καταδικάζεται μάνα σε φυλάκιση για παρακοή διατάγματος, χωρίς να προηγηθεί διερεύνηση ισχυριζόμενης βίαιης συμπεριφοράς. Επιπρόσθετα θα πρέπει να ακούγεται το παιδί από το Δικαστήριο για τους λόγους που δεν επιθυμεί, είτε την επικοινωνία, είτε την φύλαξη, από τον αιτητή της παρακοής». Οι εισηγήσεις του Συνδέσμου, περιλαμβάνουν επίσης τις περιουσιακές σχέσεις συζύγων, όπως και τα διατάγματα διατροφής ανηλίκων, ώστε «να αποζημιώνεται η απλήρωτη οικιακή εργασία των μανάδων, στη φροντίδα των παιδιών».

Δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Μερικές χαρακτηριστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ, σε σχέση με τη γονική μέριμνα και την ενδοοικογενειακή βία, παρουσίασε στο συνέδριο η δικηγόρος Κυριακή Χαραλάμπους. Η πρώτη απόφαση, που  εκδόθηκε τον Μάϊο 2020, αφορά την υπόθεση Munteanu εναντίον Μολδαβίας. «Σε αυτή την περίπτωση – είπε –  η μητέρα είχε υποβάλει καταγγελίες εναντίον του κακοποιητή συζύγου και πατέρα του μικρού γιου της και είχε πετύχει την έκδοση διατάγματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης. Είχαν εκδοθεί διαταγές προστασίας της ίδιας και του παιδιού της, αλλά παρόλο που εκείνος είχε διαταχθεί να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία, εντούτοις συνέχιζε να μένει στο σπίτι και να ασκεί βία. Μάλιστα υπήρξε περιστατικό, όπου η γυναίκα χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο για τρεις εβδομάδες, αφού την είχε μαχαιρώσει και της είχε σπάσει το σαγόνι(!). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης και σοβαρής βίας, σε βάρος της μητέρας, συχνά στην παρουσία του γιου της και μετά από ένα περιστατικό και καταγγελία της γυναίκας, ο σύζυγος είπε, «μα με έσπρωξε και αυτή»… Αμέσως οι Αρχές εξέδωσαν διάταγμα προστασίας υπέρ του(!) και διέταξαν εκείνη να φύγει από το σπίτι! Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, τα παραπάνω συνιστούν μη επαρκή εκπλήρωση των θετικών υποχρεώσεων του κράτους να προστατεύσει τη γυναίκα και τον γιο της και ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 3 και 14 της Σύμβασης  των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση αυτή». Η κυρία Χαραλάμπους αναφέρθηκε  σε δεύτερη υπόθεση I. M. Και Άλλοι εναντίον Ιταλίας, η απόφαση για την οποία εκδόθηκε τον Νοέμβρη 2022. Η μητέρα είχε επίσης καταγγείλει τον σύζυγο, κυρίως για άσκηση ψυχολογικής, αλλά και σωματικής βίας σε βάρος της, σε κάποιες περιπτώσεις. Παρόλο τούτο, το εθνικό Οικογενειακό Δικαστήριο της Ιταλίας, αποφάσισε να συνεχισθούν οι συναντήσεις με τα παιδιά του, ενώ δεν εξασφαλιζόταν η ευημερία και η ασφάλεια τους. Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι  οι συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2015, διατάραξαν τη ψυχολογική και συναισθηματική ισορροπία των παιδιών, αφού ο πατέρας εξακολουθούσε να είναι επιθετικός απέναντι στη μητέρα, όπως επισημάνθηκε από τις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες επανειλημμένα τόνισαν την ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης για τα παιδιά. Η μητέρα σε κάποιο στάδιο, σταμάτησε να παίρνει τα παιδιά στις συναντήσεις, οπότε κινήθηκαν διαδικασίες εναντίον της και της αφαιρέθηκε η γονική μέριμνα(!). Το ΕΔΑΔ τόνισε μεταξύ άλλων στην απόφαση του, ότι η αφαίρεση της γονικής μέριμνας της μητέρας από το εθνικό δικαστήριο, καταδεικνύει ότι δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη, η κατάσταση βίας που βίωνε η ίδια και τα παιδιά της και η εκκρεμούσα ποινική διαδικασία κατά του πατέρα, για κακομεταχείριση. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τόσο για τη μητέρα, όσο και για τα παιδιά».

Η «γονική αποξένωση», εργαλείο χειραγώγησης

«Αποτελεί  επιτακτική ανάγκη, όπως το νομοσχέδιο που τροποποιεί τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, τεθεί ξανά προς διαβούλευση και επανεξέταση, είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία της η Σουσάνα Παύλου. «Τόσο στην Κύπρο, όσο και σε όλο τον κόσμο – πρόσθεσε – τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες, θεωρούνται υπεύθυνες για τον αντίκτυπο της κακοποίησης πάνω στα παιδιά τους, λόγω των αποφάσεων/επιλογών τους. Η έλλειψη απόδοσης ευθυνών στους δράστες, τόσο ως θύτες όσο και ως γονείς, οδηγεί στην αύξηση του κινδύνου για τις γυναίκες και για τα παιδιά τους, καθώς συμβάλλει και στην ατιμωρησία των δραστών. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του εν λόγω νόμου, οφείλουν να διασφαλίζουν έμπρακτα και ουσιαστικά, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, καθώς και την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 31 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώνεται έγκαιρα, ώστε να ρυθμίζει άμεσα το διάταγμα επικοινωνίας του βίαιου γονέα, με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας του παιδιού (όπως το ν’ αναστείλει την ισχύ του, κατά τη χρονική περίοδο που μητέρα και παιδί, φιλοξενούνται σε χώρο φιλοξενίας θυμάτων βίας). Στο πλαίσιο της βίας στην οικογένεια, το συμφέρον του παιδιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το συμφέρον της μητέρας/προστατευτικού γονέα. Πολλοί γονείς που κατηγορούνται για «αποξένωση», είναι μητέρες που βιώνουν οικογενειακή βία και κακοποίηση. Η «γονική αποξένωση», δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως ισχυρισμός για να δίνεται η επιμέλεια στον πατέρα που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία, αγνοώντας τους κινδύνους για το παιδί. Οι συνέπειες, μπορεί να είναι σοβαρές ή και καταστροφικές για τα παιδιά, αν το δικαστήριο αποφασίσει την επικοινωνία του παιδιού, με τον βίαιο πατέρα. Είναι ευρέως γνωστό ότι ο όρος «γονική αποξένωση», στερείται ερευνητικής/ακαδημαϊκής αξιοπιστίας και χρησιμοποιείται ως εργαλείο αποπροσανατολισμού, σε υποθέσεις συγκρουσιακού διαζυγίου και κυρίως σε υποθέσεις έμφυλης/ενδοοικογενειακής βίας. Έρευνες έδειξαν ότι η γονική επιμέλεια και επικοινωνία, αποτελεί συχνά τη συνέχιση της ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης γυναικών και παιδιών. Φυσικά υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου οι γονείς, άνδρες και γυναίκες, συμπεριφέρονται καταχρηστικά και ανορθολογικά ο ένας προς τον άλλον, μετά τον χωρισμό και εμπλέκουν σε όλο αυτό, τα παιδιά τους».

«Διεπιστημονική προσέγγιση» από τις ΥΚΕ

Η λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας Γεωργία Παυλίδου, ανέφερε ότι «μέσω του προγράμματος Γονικής Μέριμνας που λειτουργούν οι ΥΚΕ, ο εξειδικευμένος λειτουργός κοινωνικών υπηρεσιών, καλείται να βοηθήσει τον/την δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, στη λήψη απόφασης, στις περιπτώσεις γονέων σε δικαστική διαμάχη, για ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, με σκοπό τη διασφάλιση του συμφέροντος του ανήλικου». Η κυρία Παυλίδου σημείωσε ότι «οι ΥΚΕ εισηγήθηκαν μεταξύ άλλων, θεσμοθέτηση διεπιστημονικής προσέγγισης, μέσω της Επαρχιακής Πολυθεματικής Ομάδας στην οποία, πέραν από τις ΥΚΕ, συμμετέχουν εκπρόσωποι από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, τις Υπηρεσίες Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του υπουργείου Παιδείας και της Αστυνομίας, με σκοπό να αξιολογήσουν το συμφέρον του παιδιού και να εισηγηθούν την εφαρμογή ενδιάμεσων μέτρων». Πρόσθεσε ότι «για σκοπούς αντιμετώπισης της γονικής αποξένωσης στις σχέσεις του παιδιού με τον ένα γονέα, τέθηκε το ζήτημα όπως μέσω έκδοσης διαταγμάτων, να υπάρχει συνεργασία των ΥΚΕ και των ΥΨΥ, καθώς επίσης και ταχεία και εντός τακτής προθεσμίας εκδίκαση, ενώπιον Οικογενειακού Δικαστηρίου, αιτήσεων παρακοής δικαστικών διαταγμάτων. Πρόσθετα των πιο πάνω, σε περιπτώσεις που οι δύο γονείς έχουν διαφωνίες ενόψει διαζυγίου, γίνεται προσπάθεια να επιλύσουν τις διαφορές τους εκτός Δικαστηρίου, μέσω του περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμου του 2019, ο οποίος προωθείται από το υπουργείο Δικαιοσύνης».

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Χαρακτηριστική για τη διαχρονική υποτίμηση της γυναικείας υπόστασης, από ανδροκρατούμενα κέντρα λήψης αποφάσεων, είναι η υπόθεση Luca εναντίον Μολδαβίας, που εξέτασε  το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και αφορά τη γονική μέριμνα και την ενδοοικογενειακή βία. Την παρουσίασε η δικηγόρος Κυριακή Χαραλάμπους στο συνέδριο του Παγκύπριου Συνδέσμου Μονογονεϊκών Οικογενειών και Φίλων, στις 13 Ιουνίου 2025 στη Λευκωσία, διευκρινίζοντας ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ για τη συγκεκριμένη υπόθεση, εκδόθηκε τον Οκτώβρη 2023.

 Η μητέρα, που κατονομάζεται ως  Luca, είχε καταγγείλει επανειλημμένα, άσκηση ψυχολογικής κυρίως βίας, σε βάρος της, από τον σύζυγο της και το Οικογενειακό Δικαστήριο στη Μολδαβία, απέρριψε αρχικά το αίτημα της για προστασία, με τον ισχυρισμό ότι η υπόθεση εκκρεμούσε και ότι ο σύζυγος της, δεν είχε καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο. Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια και καταδικάστηκε τελικά ο πατέρας και σύζυγος, για ενδοοικογενειακή βία, αλλά μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, η Luca είχε χάσει κάθε επαφή και επικοινωνία με τα παιδιά της!

Περιγράφοντας την εξέλιξη αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας, η κυρία Χαραλάμπους είπε ότι σε κάποιο στάδιο πριν την τελική ποινική καταδίκη του πατέρα, η μητέρα είχε καταφέρει να εκδοθεί υπέρ της διάταγμα προστασίας, που διέτασσε τον σύζυγο να εγκαταλείψει το σπίτι. Αυτός μετακόμισε σε… γειτονικό σπίτι και έπεισε τα παιδιά να μετακομίσουν μαζί του, ενώ ισχυριζόταν ότι τα παιδιά, δεν ήθελαν καμιά επικοινωνία με τη μητέρα τους… Το ΕΔΑΔ ανέφερε στην απόφασή του, ότι οι Αρχές της χώρας, δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τις καταθέσεις της γυναίκας, περί φυσιολογικών σχέσεων με τα παιδιά της, πριν αυτά μετακομίσουν με τον πατέρα τους, ούτε έλαβαν υπόψη το πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας και το διάταγμα προστασίας που εξακολουθούσε να ισχύει.

Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, ουσιαστικά η γυναίκα αφέθηκε να υπερασπιστεί μόνη της το δικαίωμά της να διατηρεί επαφή με τα παιδιά της, ενώ οι Αρχές δεν επέδειξαν οποιαδήποτε επίγνωση ή ευαισθησία ως προς την ευάλωτη θέση της, ως θύματος ενδοοικογενειακής βίας, που χρειαζόταν προστασία. Επιπλέον, οι Αρχές υποβάθμισαν τη σοβαρότητα των καταγγελιών της, υποστηρίζοντας ότι η υπόθεση αφορούσε απλώς… «οικογενειακές παρεξηγήσεις» και ότι η Luca έκανε… «υπερβολικά δραματικούς» ισχυρισμούς περί βίας.

Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι αυτές οι γλωσσικές εκφράσεις των Αρχών, «φαίνεται να αντανακλούν στερεότυπα, προκαταλήψεις και μύθους για τις γυναίκες, που κατηγορούνται συχνά ότι κάνουν κατάχρηση του συστήματος, που δημιουργήθηκε ακριβώς για να τις προστατέψει από την ενδοοικογενειακή βία». Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε στην υπόθεση ότι παραβιάστηκαν από τις Αρχές της Μολδαβίας τα άρθρα 3, 8 και 14 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ότι υπήρξε διακριτική μεταχείριση της Luca, ως γυναίκας, με την άρνηση και την ολιγωρία τους, να τη βοηθήσουν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επεσήμανε ότι «είναι κοινό στερεότυπο σε υποθέσεις έμφυλης βίας, να γίνονται υπαινιγμοί κατά των γυναικών, ότι έχουν υστερόβουλα κίνητρα, όταν επικαλούνται ενδοοικογενειακή βία»…

Exit mobile version