Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση εργαζόμενης, η οποία είχε απολυθεί από τη Συντεχνία Επιστημονικού Προσωπικού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΣΕΠΑΗΚ), ανατρέποντας προηγούμενη απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Η υπόθεση αφορούσε αίτηση που είχε καταχωριστεί το 2009, με βάση τον περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο του 1967 και τον περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση Νόμο του 2002. Η εργαζόμενη ισχυρίστηκε παράνομη απόλυση και ζήτησε αποζημιώσεις. Προσελήφθη ως γραμματέας το 2000 και απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση στις 31 Ιουλίου 2008.
Προηγήθηκε γραπτή καταγγελία της εργαζόμενης στις 19 Ιουνίου 2008, στην οποία ανέφερε ότι ο προϊστάμενος της, την παρενοχλούσε σεξουαλικά για σειρά ετών. Η Εκτελεστική Γραμματεία ξεκίνησε διαδικασία διερεύνησης ύστερα από συνεδρία στις 23 Ιουνίου 2008, εφαρμόζοντας τον Κώδικα Πρακτικής για αντιμετώπιση σεξουαλικής παρενόχλησης. Η καταγγελία κοινοποιήθηκε στο εμπλεκόμενο στέλεχος, ενώ αποφασίστηκε ότι το ίδιο δεν θα συμμετείχε στη διαδικασία.
Κατά την ίδια συνεδρία, η εργαζόμενη ζήτησε να συνοδεύεται από τρία πρόσωπα κατά την κατάθεσή της, αίτημα που έγινε δεκτό. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πρακτικά, η συμπεριφορά της θεωρήθηκε εριστική και τέθηκε σε άδεια μετ’ απολαβών. Η έρευνα συνεχίστηκε, και αφού της δόθηκαν προθεσμίες για να υποβάλει στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών της, η ΣΕΠΑΗΚ έκρινε στις 22 Ιουλίου 2008 ότι η καταγγελία ήταν «αβάσιμη, ατεκμηρίωτη και ψευδής» και την απέρριψε. Στη συνέχεια κλήθηκε να απολογηθεί στις 31 Ιουλίου, όμως δεν προσήλθε. Την ίδια ημέρα αποφασίστηκε η άμεση απόλυσή της χωρίς προειδοποίηση.
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε την αίτηση της, κρίνοντας πως η απόλυση δεν έγινε λόγω της καταγγελίας αλλά λόγω της συμπεριφοράς της στη διαδικασία διερεύνησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας την έφεση, διαπίστωσε ότι η συντεχνία όφειλε να διασφαλίσει δίκαιη και αμερόληπτη διαδικασία, καθώς στέλεχός της ήταν το πρόσωπο κατά του οποίου στρεφόταν η καταγγελία. Έκρινε ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αμεροληψίας και ότι η συνοπτική απόλυση ήταν παράνομη. Το Ανώτατο δεν προχώρησε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, αφού η απόφαση ανατράπηκε λόγω της παραβίασης της αρχής αυτής.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην εργαζόμενη αποζημίωση €37.700, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, καθώς και έξοδα υπέρ της τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Για τον εφεσίβλητο δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων.


