Σε σειρά άρθρων μου, προσπάθησα να υποδείξω ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει επιτυχώς ακόμα και ένα «ορθόδοξο» ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Τοσούτον μάλλον το, με βάση τις ήδη «επιτευχθείσες» συγκλίσεις, έκτρωμα της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Η βιωσιμότητα ενός οποιουδήποτε ομοσπονδιακού κράτους εξαρτάται, κυρίως και πάνω από όλα, από τη θέληση των μερών, που θα το συγκροτήσουν, να ζήσουν μαζί με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συναντίληψης και συνδιαλλαγής, για προώθηση μερικών κοινών σκοπών. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος θα αποτελείται μόνο από δυο ομόσπονδα κράτη, δεν υπάρχει στην Κύπρο. Ποιοι είναι αυτοί οι κοινοί σκοποί που επιδιώκονταν από τις δυο πλευρές στις συνομιλίες που διεξάγονταν; Αλλά, δεν είναι μόνο το τείχος δυσπιστίας και καχυποψίας που χωρίζει τις δυο κοινότητες που καθιστούν μια τέτοια λύση μη βιώσιμη, αλλά, πρώτιστα, οι κατακτητικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας.
Τα αδιέξοδα από τις ατέρμονες συνομιλίες ώθησαν εδώ και αρκετά χρόνια σημαίνοντα πρόσωπα στον ελλαδικό χώρο να προβάλλουν τη λύση δυο κρατών ως αναγκαία υπό τις περιστάσεις και συμφέρουσα για τον ελληνισμό λύση. Σχετική αναφορά κάνω στις σελίδες 241 – 244 του Β΄ Τόμου του βιβλίου μου «Αναζητώντας την Αυτογνωσία, Κύπρος: Όμηρος της Γεωγραφίας, Δούλη του Εθνικισμού», Λευκωσία 2010. Μεταξύ αυτών, είναι και ο καθηγητής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Γιάννης Βαληνάκης. Είναι αρκετά ενδιαφέρον ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στις 24/9/1989 στην «Καθημερινή» των Αθηνών με τίτλο «Μια τολμηρή πρόταση για την Κύπρο».
Ο Έλληνας Καθηγητής στο άρθρο του διαπίστωνε, από τότε, ότι «όσο ο συσχετισμός δυνάμεων με την Τουρκία παραμένει συνολικά ο ίδιος οι διακοινοτικές συνομιλίες δεν μπορούν παρά να καταλήξουν στην οδυνηρότερη από όλες τις δυνατές λύσεις του Κυπριακού: σε μια τύποις ομοσπονδία, αλλά ουσιαστικά συνομοσπονδία, όπου όλες οι σημαντικές αποφάσεις θα λαμβάνονται από κοινού και όπου, όταν κάτι τέτοιο δεν θα είναι δυνατό, να υπερισχύει πρακτικά η άποψη της προστάτιδος Τουρκίας». Και συνεχίζει: «Ένα τέτοιο κράτος θα είναι βέβαια εξαιρετικά δυσλειτουργικό και δύσκαμπτο και …. θα τελεί, αφ’ ενός σε κατάσταση συνεχών εσωτερικών προστριβών και αφ’ ετέρου υπό τη συνεχή απειλή των (θεσμικά μάλιστα προβλεπομένων) τουρκικών επεμβάσεων, στις οποίες και τελικά θα είναι αναγκασμένο να ενδίδει.»
Ο Γιάννης Βαληνάκης έθεσε υπό εξέταση έστω και ως απλό «σενάριο πολιτικού παιγνίου» ή ακόμα καλύτερα, ως «διαπραγματευτικό χαρτί» την τολμηρή του πρόταση που προνοούσε: Η ελληνοκυπριακή πλευρά να αναγνωρίσει το τουρκοκυπριακό «κράτος» με αντάλλαγμα τη συρρίκνωση του εδαφικού ποσοστού των Τουρκοκυπρίων στο 27-28%. Η βασική συμφωνία να συνοδεύεται από διακρατική, και όχι διακοινοτική, συμφωνία οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας, έτσι που να μειωθεί το ψυχολογικό χάσμα και με τις επαφές και εκδηλώσεις να ενισχύει την ελεύθερη επικοινωνία και διακίνηση και «έπειτα από μερικά χρόνια οι δυο κοινότητες να μπορούν με βεβαιότητα να αποφανθούν ψύχραιμα και ειλικρινά αν πράγματι η ”κυπριακή συνείδηση” υπερισχύει των δεσμών τους με τις αντίστοιχες μητέρες-πατρίδες».
Και ο κ. Βαληνάκης, αφού αναγνωρίζει ότι η πρόταση του, με πρώτη ματιά, φαντάζει προκλητική και μπορεί να θεωρηθεί και «μειοδοτική», καταλήγει: «Για όσους, όμως, θεωρούν ότι στις στιγμές των μεγάλων αποφάσεων χρειάζεται ένας βαθύτερος προβληματισμός και για όσους δεν βλέπουν παντού προδοσίες, ξένους δακτύλους και μικροκομματικές επιδιώξεις, ίσως αποτελέσει (η πρόταση) μια συμβολή που θα επιταχύνει μια νέα προσέγγιση, που σίγουρα υφέρπει, αλλά προσκρούει στο φόβο του μειοδοτικού στίγματος».
Πρόσφατα, το 2024, κυκλοφόρησε το βιβλίο του κ. Βαληνάκης με τίτλο «Για μια Νέα Στρατηγική απέναντι στην Τουρκία – Πως θα Ακυρώσουμε τη Γαλάζια Πατρίδα» από τις Εκδόσεις Γ. Σιδέρη. Στο βιβλίο του υποβάλλει μια νέα «τολμηρή» πρόταση, προσαρμοσμένη στις εξελίξεις που έχουν, στο μεταξύ, μεσολαβήσει και που οδήγησαν το εθνικό μας θέμα στο σημερινό του κατάντημα. Στη σταδιακή αποδοχή των τουρκικών απαιτήσεων. Όπως επανειλημμένα έχω σημειώσει, με το «διαπραγματευτικό κεκτημένο», και, ειδικά, με την «κοινή δήλωση» των Χριστόφια-Ταλάτ της 23 /5/2008 και με την «κοινή διακήρυξη» της 1/2/2014 των Αναστασιάδη-Έρογλου, η Τουρκία διασφαλίζει λύση δυο κρατών και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας που επιδιώκει από το 1964. Γι’ αυτό, και ο τότε υπουργός Εξωτερικών και μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου δήλωνε μετά την «κοινή διακήρυξη» της 1/2/2014 ότι «έγινε αποδεκτό ένα κείμενο το οποίο λαμβάνει υπόψη τις βασικές αρχές που υιοθετεί η τουρκική πλευρά, για μια λύση βασισμένη στα δύο ιδρυτικά κράτη». Επίσης, ο Έρογλου τόνιζε ότι η κυριαρχία θα μοιραστεί ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και στους Ελληνοκύπριους, ενώ πρόσθετε ότι «στον νέο συνεταιρισμό θα υπάρχουν δυο ιδρυτικά κράτη». Μπορεί να επιστρατευθούν «έγκριτοι νομικοί» που να γνωμοδοτήσουν τα αντίθετα. Θα πεισθεί η Τουρκία; Επανειλημμένα το τόνισα και θα το επαναλάβω: τις ασάφειες στις διεθνείς συμφωνίες δεν είναι οι διεθνολόγοι ή οι συνταγματολόγοι που τις ερμηνεύουν, αλλά οι ισχυροί.
Τώρα, ο κ. Βαληνάκης εισηγείται τον άμεσο διαχωρισμό και τη συνέχιση της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) ως δεύτερου ελληνικού κράτους. Σε ομιλία του, που έκανε στην Κύπρο στις 27 Μαρτίου κατά την παρουσίαση του βιβλίου του, αφού σημείωσε τη σταδιακή διολίσθηση του Κυπριακού ζητήματος προς «λύσεις» καταστροφικές για τον Ελληνισμό, τόνισε την ανάγκη για μια νέα και αποτελεσματικότερη στρατηγική. Κατά τον κ. Βαληνάκη, η νέα «λύση» των λεγόμενων «δύο κρατών» που δείχνει να προωθεί η Τουρκία «υποκρύπτει έντεχνα και συγκεκαλυμμένα τον πραγματικό μεγαλεπήβολο στόχο της: τη δημιουργία ενός νέου συνομοσπονδιακού κράτους στα μέτρα της: να εξισωθούν και να συνενωθούν δηλ. πρώτα τα διεθνώς παράνομα Κατεχόμενα (στη σημερινή τους κατάσταση) με την νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία – φορτωμένη όμως με τις εγγυήσεις, τα επεμβατικά δικαιώματα και τα άλλα βαρίδια των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου – και στη συνέχεια μέσω συνομοσπονδίας να τεθεί όλο το Νησί και η Ανατολική Μεσόγειος υπό τον πλήρη έλεγχο της Τουρκίας … Ο Ελληνισμός εκβιάζεται για νέες παραχωρήσεις («κυριαρχική ισότητα», τα 3Α κλπ.) προκειμένου να αποφύγει, δήθεν, τη διχοτόμηση … Στην πραγματικότητα λοιπόν η Τουρκία και οι Τ/κ επιδιώκουν «διαπραγματεύσεις που θα εξασφαλίσουν το ισότιμο διεθνές καθεστώς και την κυριαρχική ισότητα των δύο κρατών και αφού αυτά κατοχυρωθούν, να συνδημιουργηθεί ένα νέο κράτος υπό την στρατιωτική ”προστασία” της Τουρκίας».
Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει, κατά τον επιφανή συγγραφέα, «λογικά η ανάγκη – και μάλιστα ενόψει της λεγόμενης νέας κινητικότητας από πλευράς του ΟΗΕ – να επαναξιολογηθεί η ακολουθούμενη στρατηγική μας και να σχεδιαστεί ένας οδικός χάρτης παράλληλων δράσεων των δυο αδελφών κρατών, με στόχο τη μέγιστη δυνατή ισχυροποίηση του Ελληνισμού στην Αν. Μεσόγειο. Με την Κυπριακή Δημοκρατία, ως «ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, θα δημιουργηθεί ένας κοινός γεωστρατηγικός χώρος από την Κέρκυρα στα βορειοδυτικά μέχρι την Αγία Νάπα στα νοτιοανατολικά» στο οποίο «η Τουρκία δεν θα είχε πλέον «δικαιώματα» επ’ αυτού». Για να αντιμετωπιστούν οι πιθανές αντιδράσεις της Τουρκίας, απαιτείται η αποτελεσματική μόχλευση των ισχυρών όπλων της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων είναι η διεθνή αναγνώριση και κρίσιμες Αποφάσεις του ΣΑ και της ΓΣ του ΟΗΕ, η συμμετοχή των δύο αδελφών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η νέα στρατηγική αξία της ΚΔ για ΗΠΑ, Ισραήλ και ΕΕ.
Πέραν των πιο πάνω εκτεθεισών απόψεων του κ. Βαληνάκη, κρίνω πρέπον, για πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών, να αναφερθώ και στις απόψεις τεσσάρων αξιόλογων Ελλαδιτών διπλωματών. Το 1995 εκδόθηκε το βιβλίο «Σκέψεις και προβληματισμοί για την εξωτερική μας πολιτική» των ε.τ. πρέσβεων Βύρωνος Θεοδωροπούλου, Ευστάθιου Λαγάκου, Γεωργίου Παπούλια και Ιωάννη Τζούνη. Οι τέσσερις πρέσβεις, στις σελίδες 80 – 88, αφού υπογραμμίζουν ότι οι διαδικασίες που ως τώρα ακολουθήθηκαν στο Κυπριακό δεν έχουν οδηγήσει σε ικανοποιητική λύση, τονίζουν ότι «επιβάλλεται συνεπώς να μελετηθεί το ενδεχόμενο δύο χωριστών κρατών κατά τρόπο, όμως, που θα μας εξασφαλίζει τα πλεονεκτήματα – ή και ανταλλάγματα – εκείνα που θα κριθούν αναγκαία και εφικτά». Υπογραμμίζουν δυο σημαντικά στοιχεία του προβλήματος και εφιστούν την προσοχή ότι αυτά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται. «Πρώτον», γράφουν, «μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία που να περιλαμβάνει αποκλειστικά τον ελληνικό κυπριακό πληθυσμό δεν θα ζει υπό τον διαρκή έλεγχο του τουρκοκυπριακού στοιχείου, είτε υπό τη μορφή διαφόρων και αναπόφευκτων αντιπροεδρικών ή κοινοβουλευτικών βέτο, είτε υπό τη μορφή της συν-διοίκησης και συναπόφασης για τα μεγάλα εξωτερικά, αμυντικά και οικονομικά θέματα …» Περαιτέρω εφιστούν την προσοχή στο δεύτερο σημείο που είναι «η προέκταση των πραγμάτων μέσα στο χρόνο». Την αναλογία πληθυσμού των δυο στοιχείων που μπορεί να αλλάξει «αν η εισροή εποίκων – ανεξέλεγκτη εκ των πραγμάτων – συνεχισθεί … Αυτό θα έχει αναπόφευκτα τις επιπτώσεις του και στις ομοσπονδιακές ή συνομοσπονδιακές ρυθμίσεις που θα έχομεν ενδεχομένως συμφωνήσει». Προφανώς, οι τέσσερις διπλωμάτες είχαν κατά νουν την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας από την Τουρκία το 1939.
* Πρώην Β.Γ. Εισαγγελέας και πρώην Επίτροπος Διοικήσεως