Δεν έχουν τέλος οι υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων προσώπων. Κάθε ιστορία που αποκαλύπτεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των δικαστηρίων συγκλονίζει. Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, το οποίο συνεδριάζει υπό τη σύνθεση των δικαστών Γ. Πετάση – Κορφιώτη Π.Ε.Δ, Χρ. Μ. Παπαλλάς Ε.Δ. και Κ. Ηλία Ε.Δ., έκρινε σήμερα (1/12) ένοχους 36χρονο κατηγορούμενο και την 34χρονη συμβία του για σοβαρά αδικήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος της ανήλικης κόρης της τελευταίας.
Η απόφαση του Δικαστηρίου φωτίζει ένα αποτρόπαιο, πολυετές μοτίβο κακοποίησης, το οποίο σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, διήρκεσε για περίπου τέσσερα χρόνια και παρέμεινε στο σκοτάδι λόγω της σιωπής και της ανεπίτρεπτης στάσης της κατηγορούμενης μητέρας. Το Κακουργιοδικείο, μετά την απόφαση ενοχής των δύο κατηγορουμένων, όρισε νέα δικάσιμο για αγορεύσεις μετριασμού της ποινής την επόμενη εβδομάδα.
Ο 36χρονος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε 16 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιού και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου. Τα αδικήματα αφορούσαν την ανήλικη κόρη της 34χρονης μητέρας.
Σύμφωνα με την απόφαση, σε 16 περιπτώσεις κατά τα έτη 2019, 2020, 2021 και 2022 (τέσσερις περιπτώσεις ανά έτος) ο κατηγορούμενος κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη, η οποία δεν είχε συμπληρώσει ηλικία συναίνεσης. Την άγγιζε σε επίμαχα σημεία του σώματός της, ενώ κρίθηκε ότι ενήργησε καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης και εξουσίας που είχε απέναντί της.
Η μητέρα της ανήλικης αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες που αφορούσαν παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία και μη αναφορά υποψίας. Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων παραδέχθηκε την πρώτη κατηγορία, ενώ το Δικαστήριο τη έκρινε ένοχη και στη δεύτερη. Διαπιστώθηκε ότι σε άγνωστη ημερομηνία εντός του 2023, ενώ γνώριζε ότι η ανήλικη ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, παρέλειψε να προχωρήσει στη σχετική καταγγελία.
Για σκοπούς απόδειξης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε 12 μάρτυρες κατηγορίας. Οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν σε απολογία αλλά επέλεξαν το δικαίωμα της σιωπής. Από την πλευρά της υπεράσπισης του 36χρονου κατέθεσε μία μάρτυρας υπεράσπισης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η ανήλικη από την ηλικία των τεσσάρων ετών διέμενε με τον πατέρα της λόγω χωρισμού των γονιών της. Ο 36χρονος κατηγορούμενος συζούσε με τη μητέρα της από το 2016. Επειδή ο πατέρας εργαζόταν τις απογευματινές ώρες, η ανήλικη μετέβαινε συχνά στην οικία όπου διέμενε η μητέρα της με τον σύντροφό της και παρέμενε εκεί για 3–4 ώρες μέχρι να την παραλάβει.
Κατά τις ώρες αυτές, ενώ η μητέρα απουσίαζε για ψώνια ή έκανε δουλειές του σπιτιού, ο 36χρονος προσέγγιζε την ανήλικη και προέβαινε σε ασελγείς πράξεις. Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρατίθενται σε ανακοινωθέν του Δικαστηρίου, η ανήλικη φοβόταν και ήθελε να κλάψει. Όταν του ζητούσε να σταματήσει, εκείνος της απαντούσε πως είναι «φυσιολογικό» και ότι «όλοι το κάνουν».
Με βάση τη μαρτυρία της ανήλικης, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, τα περιστατικά άρχισαν όταν ήταν 8–9 ετών και διήρκεσαν μέχρι την ηλικία των 11–12. Συνέβαιναν κυρίως τις απογευματινές ώρες.
Το 2023, όταν η ανήλικη ήταν 12 ετών, ενημέρωσε τη μητέρα της για όσα βίωνε από τον σύντροφό της, ωστόσο, εκείνη δεν προέβη σε καμία καταγγελία, παρά την υποχρέωσή της. Την ίδια χρονιά, σε συνάντηση της ανήλικης με εκπαιδευτική ψυχολόγο, η μαθήτρια ανέφερε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει στη μητέρα της διότι ο σύντροφός της προέβαινε σε ασελγείς πράξεις και όταν το είπε στη μητέρα της, εκείνη δεν την πίστεψε. Η ψυχολόγος ενεργοποίησε το σχετικό πρωτόκολλο και ενημέρωσε τον πατέρα της ανήλικης και την Αστυνομία.
Αν και αρχικά η ανήλικη δίσταζε να προχωρήσει σε καταγγελία, ένα χρόνο αργότερα εξομολογήθηκε τα όσα βίωνε σε φίλη της, η οποία τελικά ενημέρωσε την Αστυνομία, με αποτέλεσμα να υποβληθεί επίσημα η καταγγελία.










