Διαφοροποιείται ελαφρώς στο τέλος του 2025 η κατανομή του δημόσιου χρέος σε σχέση με την αντίστοιχη κατανομή στο τέλος του 2024 ως προς το δανεισμό από επίσημες πηγές, που σχετίζονται με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, που αποτέλεσαν την κύρια πηγή χρηματοδότησης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών στο τέλος του 2025, το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους συγκεντρώνουν τα ομόλογα εξωτερικού, τα οποία προβλέπεται ν’ ανέλθουν περίπου στο 57% του ανεξόφλητου χρέους. Η δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία του δημόσιου χρέους αφορά τον επίσημο δανεισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελείται από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ο οποίος προβλέπεται να προσεγγίσει περίπου το 39% επί του συνολικού χρέους σε σύγκριση με περίπου 38% στο τέλος του 2023. Αυτό οφείλεται στη μείωση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς (επίδραση παρονομαστή). Το μέσο σταθμικό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους προβλέπεται να σημειώσει μικρή μείωση εξαιτίας των συνεχών μειώσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ που παρατηρήθηκαν το τρέχον έτος και της μείωσης της χρηματοδότησης κατά το 2025, και θα ανέλθει περίπου στο 1,75% στο τέλος του 2024, σε σύγκριση με 1,77% που ήταν στο τέλος του 2024, με βάση τα στοιχεία που παραθέτει το Υπουργείο Οικονομικών.
Η συγκράτηση του μέσου κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους κατά το 2025 οφείλεται εν μέρει στη θετική επίδραση του χαμηλού κόστους δανεισμού από τον ΕΜΣ, στη μειωμένη χρηματοδότηση ενόψει της κάλυψης του μεγαλύτερου μέρους των χρηματοδοτικών αναγκών από τα ρευστά διαθέσιμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς επίσης και εξαιτίας των θετικών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής αξιολόγησης του αξιόχρεου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Υπουργείο αναφέρει, ότι αν και το ύψος των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται να διατηρηθεί σε παρόμοια με τα σημερινά επίπεδα με θετικό αντίκτυπο στο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, η συνέχιση του πολέμου μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας και το ρευστό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή δημιουργούν συνθήκες αβεβαιότητας και ρίσκου στην οικονομία που δύναται να αλλάξουν αυτή την εικόνα σε συνδυασμό με το ότι η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους τα επόμενα έτη προβλέπεται να τιμολογείται με ψηλότερο επιτόκιο.
Όσον αφορά την εικόνα των βασικών δεικτών κινδύνου του δημόσιου χρέους όπως αυτοί θα διαμορφωθούν στο τέλος του 2025, προβλέπεται να κυμανθούν σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του προηγούμενου έτους. Διαφοροποιήσεις προβλέπεται να σημειωθούν στη μέση εναπομείνασα διάρκεια χρέους και στο μέσο κόστος εξυπηρέτησης χρέους. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η μέση εναπομείνασα διάρκεια χρέους θα διαμορφωθεί στα 5.7 έτη από 6.7 έτη στο τέλος του 2025. Μέσα από την υλοποίηση της Μεσοπρόθεσμης Στρατηγικής Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, το ΓΔΔΧ επιδιώκει μεταξύ άλλων να διατηρήσει τη μέση σταθμική διάρκεια του χρέους σε επίπεδα συγκρίσιμα με το μέσο όρο της ΕΕ μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων μεσοπρόθεσμης διάρκειας λαμβάνοντας όμως υπόψη τις συνθήκες της αγοράς. Το ποσοστό χρέους σε κυμαινόμενο επιτόκιο, αν και προβλέπεται να μειωθεί σε απόλυτους αριθμούς, εντούτοις ως ποσοστό του ανεξόφλητου χρέους θα διαμορφωθεί στα ίδια με τα περυσινά επίπεδα ως αποτέλεσμα της μείωσης του δημόσιου χρέους (επίδραση παρονομαστή). Τα ρευστά διαθέσιμα προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να υπερκαλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επόμενων 12 μηνών στο τέλος του 2025, ικανοποιώντας τον στόχο που τέθηκε στη Μεσοπρόθεσμη Στρατηγική Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους.


