Τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας της ΣΕΚ δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό. Η πλειοψηφία των εργαζομένων στην Κύπρο ζει με το άγχος του τέλους του μήνα. Έξι στους δέκα δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη Eurostat, η Κύπρος παραμένει η δεύτερη πιο ακριβή χώρα στην Ε.Ε. σε τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνει την αδυναμία της πολιτείας να προστατεύσει τους πολίτες από το κόστος ζωής που εκτοξεύεται.

Παρά τη δραματικότητα των δεδομένων, η δημόσια συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη σε γενικόλογες τοποθετήσεις και ανέξοδες εξαγγελίες. Λόγια πολλά, πράξεις ελάχιστες.

Η αγοραστική δύναμη των πολιτών συρρικνώνεται. Όχι επειδή δεν υπάρχει ανάπτυξη ή δεν αυξάνονται ονομαστικά οι μισθοί. Αλλά επειδή ο πληθωρισμός, η ενεργειακή ακρίβεια, η έλλειψη ελέγχου αλλά και η αισχροκέρδεια απορροφούν κάθε θετική εξέλιξη, διαβρώνοντας την πραγματική αξία των εισοδημάτων, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο: δεκάδες χιλιάδες νέοι Κύπριοι διερωτώνται εάν το μέλλον τους μπορεί νάναι ευοίωνο στην ιδιαίτερη τους πατρίδα ή θα πρέπει να αναζητησουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Το κράτος οφείλει με συγκεκριμένα μέτρα να τους πείσει ότι είναι αμφίδρομα επιζήμια η φυγή τους στο εξωτερικό.

Από κοντά και οι εργαζόμενοι που ζητούν επιτακτικά λύσεις. Ούτε συμπάθεια, ούτε περιστασιακά επιδόματα επετείας. Οφείλουμε λοιπόν μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές να βελτιώσουμε την αγορά εργασίας:

Πρώτον: Ενίσχυση της εποπτείας στην αγορά εργασίας:
Χρειάζεται ουσιαστικός και συστηματικός έλεγχος για να εξαλειφθούν φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, υπαμοιβής και καταπάτησης δικαιωμάτων. Η αναβάθμιση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των επιθεωρητών εργασίας, αλλά και η ενίσχυση του μηχανισμού καταγγελιών πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα.

Δεύτερο: Αναθεώρηση πολιτικών με κριτήριο την επάρκεια διαβίωσης:
Ο κατώτατος μισθός πρέπει να πάψει να είναι απλώς μια πολιτική συμβολισμού. Οφείλει να διασφαλίζει τα ελάχιστα για μια αξιοπρεπή ζωή. Και αυτό προϋποθέτει διασφάλιση ωριαίας απόδοσης και εξάλειψη του χάσματος μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η ισονομία δεν είναι διαπραγματεύσιμη.

Τρίτο: Κατάργηση των μισθολογικών διακρίσεων:
Η ανισότητα παραμένει διάχυτη, ειδικά εις βάρος των νέων και των γυναικών, όπως καταγράφεται με στοιχεία στην πρόσφατη έρευνα της ΣΕΚ. Η καθιέρωση διαφάνειας στους μισθούς – ανά φύλο και ηλικία – πρέπει να συνοδευτεί από αποτελεσματική παρέμβαση για όσους δεν τηρούν τα ελάχιστα πρότυπα.

Τέταρτο: Παραγωγικότητα με όρους δικαιοσύνης:
Η χαμηλή παραγωγικότητα δεν είναι απόρροια των μισθών, αλλά του αναχρονιστικού διοικητικού μοντέλου, της τεχνολογικής υστέρησης και της απουσίας επενδύσεων σε δεξιότητες. Δεν χτίζεται ανταγωνιστικότητα πάνω στην εξάντληση του εργαζομένου.

Πέμπτο: Στήριξη των νέων:
Το μέλλον της ημικατεχόμενης πατρίδας μας δεν μπορεί νά είναι άλλο από την επένδυση στο σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό των νέων μας. Δεν μπορείς όμως να συγκρατήσεις τους νέους με υποσχέσεις. Χρειάζονται πολιτικές στήριξης για ποιοτικές θέσεις εργασίας, στέγαση, κοινωνική προστασία, πρόσβαση σε ευκαιρίες. Αν δεν τους κρατήσουμε τώρα, δεν θα τους φέρουμε πίσω αύριο.
Η κοινωνία δεν αντέχει άλλο την αναβλητικότητα και πρόσθετες οικονομικές πιέσεις. Ο κοινωνικός διάλογος δεν μπορεί να είναι άλλοθι για αδράνεια. Οι πολίτες χρειάζονται εφαρμοσμένες πολιτικές, με διάρκεια, βάθος και αποτέλεσμα. Μπορούμε πολύ καλύτερα από την ακινησία και τα ευχολόγια. Αν η Πολιτεία δεν αναλάβει τώρα τις ευθύνες της, η φυγή των νέων μας, η απογοήτευση και η κοινωνική ρήξη θα είναι το φυσικό επακόλουθο, με αποτέλεσμα ένα γκρίζο αύριο.

*Μέλος Π.Γ. ΔΗΣΥ / Πρόεδρος του Συνδέσμου Εκτιμητών Ακινήτων Κύπρου.

Exit mobile version