15 Νοεμβρίου, 2025
12:01 μμ

Oι πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρηθούν τα ορυκτά καύσιμα στο επίκεντρο της παγκόσμιας ενεργειακής πολιτικής φαίνεται να ενισχύουν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, δίνοντάς τους μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ στα Ηνωμένα Έθνη. Ο κόσμος βρισκόταν ένα βήμα πριν από μια ιστορική συμφωνία: την επιβολή παγκόσμιου φόρου άνθρακα στη ναυτιλία. Μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων, τα κράτη-μέλη του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) είχαν καταλήξει σε σχέδιο που στόχευε στον περιορισμό των ρύπων από τα εμπορικά πλοία. Όλα έδειχναν ότι η πρωτοβουλία θα εγκρινόταν στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου.

Τότε επανεμφανίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ. Με την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο για δεύτερη θητεία, ο Αμερικανός πρόεδρος εξαπέλυσε εκστρατεία μηνών για να μπλοκάρει τη συμφωνία. Οι ΗΠΑ απείλησαν με δασμούςκυρώσεις και περιορισμούς θεωρήσεων όσες χώρες υποστήριζαν το μέτρο. Σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αμερικανοί διπλωμάτες και υπουργοί κινητοποιήθηκαν σε διεθνές επίπεδο για να ασκήσουν ωμή πίεση στους εταίρους τους, προειδοποιώντας ακόμη και για αποκλεισμό πλοίων από τα αμερικανικά λιμάνια.

Υπό αυτήν την ασφυκτική πίεση -ή εκφοβισμό- μια συμμαχία ΗΠΑ, Σαουδικής Αραβίας και Ιράν ψήφισε υπέρ της αναβολής της ψηφοφορίας για έναν χρόνο, ουσιαστικά ενταφιάζοντας την πρωτοβουλία.

Σύμφωνα με τον Φάιγκ Αμπάσοφ της ευρωπαϊκής οργάνωσης Transport & Environment, οι ΗΠΑ “εκφόβισαν χώρες που αρχικά στήριζαν το σχέδιο μηδενικών εκπομπών στη ναυτιλία”, διεξάγοντας έναν “πόλεμο εναντίον της πολυμερούς διπλωματίας και της ίδιας της κλιματικής δράσης“.

Φαινομενικά, η Ουάσιγκτον έχει αποσυρθεί από τη μάχη για το κλίμα. Ο Τραμπ αποχώρησε ξανά από τη Συμφωνία των Παρισίων, ενώ δεν έστειλε επίσημη αμερικανική αντιπροσωπεία στην COP30 στη Βραζιλία. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει στην άκρη· αντιθέτως, πολεμούν στην απέναντι πλευρά.

Από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ αξιοποίησε εμπορικές διαπραγματεύσειςαπειλές δασμών και διπλωματικές πιέσεις για να ωθήσει χώρες να εγκαταλείψουν τις δεσμεύσεις τους στις ανανεώσιμες πηγές και να στραφούν στο αμερικανικό πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Δέκα μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις υποκύπτουν στη νέα ενεργειακή ατζέντα.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τέιλορ Ρότζερς, υποστήριξε ότι ο πρόεδρος υλοποιεί μια “πολιτική κοινής λογικής για την ενέργεια”, που δεν θα θέσει σε κίνδυνο “την οικονομική και εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ για ασαφείς κλιματικούς στόχους που καταστρέφουν άλλες οικονομίες”.

Κίνδυνοι

Υποστηρικτές της πετρελαϊκής βιομηχανίας χαιρετίζουν αυτή την προσέγγιση. Ο Τομ Πάιλ, επικεφαλής της American Energy Alliance, δήλωσε ότι ο Τραμπ “επαναπροσδιορίζει τη συζήτηση”, δίνοντας πολιτική κάλυψη σε τράπεζες, κυβερνήσεις και εταιρείες που αναζητούσαν αφορμή για να αναθεωρήσουν τις πράσινες δεσμεύσεις τους.

Για τους περιβαλλοντολόγους, ωστόσο, η στάση του Τραμπ αποτελεί επικίνδυνη οπισθοδρόμηση. Ο Τζέικ Σμιτ από το Natural Resources Defense Council τονίζει ότι η νέα κυβέρνηση “ρίχνει πολύ ευρύτερο δίχτυ καταστροφής του κλίματος απ’ ό,τι στην πρώτη θητεία Τραμπ”, έχοντας πλέον “περισσότερους ανθρώπους, καλύτερη οργάνωση και σαφές σχέδιο”.

Η πίεση των ΗΠΑ εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα. Στον τομέα του εμπορίου, ο Τραμπ έχει ήδη αποσπάσει δεσμεύσεις δισεκατομμυρίων από συμμάχους για επενδύσεις σε αμερικανικά ενεργειακά έργα. Η Ιαπωνία συμφώνησε να επενδύσει 550 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, με στόχο -μεταξύ άλλων- τη χρηματοδότηση αγωγού και τερματικού σταθμού LNG στην Αλάσκα. Η Νότια Κορέα υποσχέθηκε αγορές ύψους 100 δισ. δολαρίων, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι θα δαπανήσει περίπου 750 δισ. δολάρια για εισαγωγές αμερικανικής ενέργειας, με αντάλλαγμα χαμηλότερους δασμούς στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ.

Αναλυτές εκφράζουν αμφιβολίες αν αυτές οι αγορές θα υλοποιηθούν πλήρως, καθώς θα απαιτούσαν τριπλασιασμό των ευρωπαϊκών εισαγωγών ενέργειας από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η ίδια η δέσμευση θεωρείται πολιτικός σεισμός για μια ήπειρο που πρωτοστατεί στην “Πράσινη Συμφωνία” και στους στόχους μηδενικών εκπομπών.

Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ πιέζει την ΕΕ να χαλαρώσει τους περιορισμούς στο μεθάνιο των εισαγωγών και να αποδυναμώσει τις υποχρεώσεις βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Οι πιέσεις αυτές συνέπεσαν με αντίστοιχα αιτήματα από το Βερολίνο και μεγάλους ευρωπαϊκούς ομίλους, οδηγώντας σε αναδίπλωση της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.

Η Ουάσιγκτον πιέζει και τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) να τροποποιήσει τις προβλέψεις του, παρουσιάζοντας πιο αισιόδοξα σενάρια για τα ορυκτά καύσιμα, ενώ ενθαρρύνει τις αναπτυξιακές τράπεζες να χρηματοδοτούν έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου αντί για πράσινες επενδύσεις.

Ο ίδιος ο Τραμπ, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, επιτέθηκε ανοιχτά στις χώρες που “παρασύρονται από την απάτη της κλιματικής αλλαγής”, ενώ παρότρυνε τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ να εγκαταλείψει τα αιολικά πάρκα και να αξιοποιήσει τα αποθέματα πετρελαίου της Βόρειας Θάλασσας.

Εκφοβισμός

Σε σύγκριση με την πρώτη του θητεία, η νέα προσέγγιση Τραμπ είναι πιο επιθετική και διεθνής. Αν τότε το σύνθημα ήταν “drill, baby, drill“, τώρα πρόκειται για μια παγκόσμια εκστρατεία ενάντια στην ενεργειακή μετάβαση. Όπως παρατηρεί η Άμπι Ίνες του London School of Economics, οι ΗΠΑ επιδιώκουν “να διχάσουν τους εταίρους και να αποδυναμώσουν τη διεθνή συνεργασία”.

Η επιρροή του Τραμπ θα πλανάται βαριά πάνω από τις διαπραγματεύσεις. “Χώρες όπως η Σαουδική Αραβία νιώθουν ενθαρρυμένες να προωθούν τα ορυκτά καύσιμα”, δηλώνει η Λίντα Κάλχερ του think tank Strategic Perspectives. Ευρωπαίος διπλωμάτης σημείωσε χαρακτηριστικά ότι “ο βασικός στόχος πλέον στη σύνοδο είναι απλώς να μην υποκύψουμε στον εκφοβισμό“.

Η πολιτική Τραμπ ωθεί αρκετά κράτη να στραφούν προς την Κίνα, σε αναζήτηση σταθερότητας και τεχνολογίας μηδενικών εκπομπών. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Ιωάννου του London Business School, “πολλοί πολιτικοί και επιχειρηματίες λένε: “καλύτερα ο διάβολος που γνωρίζεις”· η Κίνα προσφέρει περισσότερη σταθερότητα από την αμερικανική κυβέρνηση”.

Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

BloombergOpinion

Exit mobile version