24 Νοεμβρίου, 2025
10:56 πμ

Αλέξανδρος Χρονίδης, «Επί των ποταμών Βαβυλώνος», εκδόσεις Αλμύρα, 2024.

Ο Αλέξανδρος Χρονίδης είναι ένας νέος ποιητής, με ευπρόσωπα διαπιστευτήρια από καιρό δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά του τόπου. Η συλλογή «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» είναι το πρώτο του ποιητικό βιβλίο και διακρίνεται για την προσωπική αύρα και το προσωπικό ύφος του δημιουργού της. Αυτό δεν είναι και μικρή αισθητική κατάκτηση.

Η ειρωνεία, ο σαρκασμός μα και ο αυτοσαρκασμός είναι στοιχεία διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο. Δεν αποτελούν απλώς καρύκευμα στην ποίησή του, αλλά δεσπόζον εκφραστικό μέσο. Ο Α.Χ. επιστρατεύει την ειρωνεία κι όταν πραγματεύεται την αντικατοχική θεματική. Έχω την εντύπωση πως με πλάγιο τρόπο μειδιά με πομπώδεις ποιητές, αλλά, ενδεχομένως, και με εξίσου πομπώδεις πολιτευτές. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Πενταδάκτυλες καλοκαιρινές νύχτες», (σελ. 27) «Εισβολή», (σελ. 28) και «Ημικατεχόμενο φεγγάρι». (σελ. 35)

Το μακροσκελές «Το ψευδοκράτος σας – η μισή μας πατρίδα», (σελ. 43-45) ένα καυστικό παίγνιο με το πρόθεμα «ψευδό», αποτελεί διακωμώδηση, διασυρμό και διαπόμπευση του politically correct δημόσιου λόγου των ταγών. Στην ουσία, είναι ένα ράπισμα στην καπηλεία του άλυτου Κυπριακού.

Βέβαια, η έφεση του Α.Χ.  στο σαρκασμό και την ειρωνεία δεν εξαντλείται μόνο σε μία θεματική, αλλά εκτείνεται σε όλες. Ιδού δύο παραδείγματα από ευσύνοπτα ποιήματά του. Στο πρώτο, που τιτλοφορεί «Ψυχοθεραπεία», λέει: «Σκοτώσατε ό,τι αγαπήσατε. / Σκοτώσατε ό,τι αγαπήσατε. / Διαπίστωσις ή διαταγή, / Γιατρέ μου;». (σελ. 30) Στο δεύτερο, διακρίνεται και μια παιγνιώδης διάθεση. Τίτλος: «Η κλήση σας προωθείται». Το ποίημα: «Έχετε συνδεθεί / Με το προσωπικό φωνοκιβώτιο / Του Δημιουργού που καλέσατε. / Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας μετά τον χαρακτηριστικό στίχο». (σελ. 31)

Γενικά, οι συνειρμοί, οι παραλληλισμοί του Α.Χ. είναι ευφάνταστοι, δημιουργικοί, κάποτε αναπάντεχοι, αλλά και αρμονικοί: «Μόνο που έρχομαι από τη Λευκωσία. / Μισό φεγγάρι / Από μισή πόλη / Μισό αιώνα τώρα / Βλέπουμε». (σελ. 36)

Ιδιαιτέρως συγκινητικό βρήκα το «Ένα ποίημα αγάπης στην (τότε αγέννητη) ανιψούλα μου» (σελ. 38) όπου ο Α.Χ. απευθύνεται στην ανιψούλα του, αλλά στην ουσία συνομιλεί με την εκδημήσασα μητέρα του, γνωστή και αξιόλογη πεζογράφο, Μυρτώ Αζίνα Χρονίδη. Γενικά, ο θάνατος της μητέρας του ποιητή το 2021 διαπερνά σαν βαθύγκριζος ίσκιος αρκετά ποιήματα στη συλλογή. Όμως, όχι σε σπαραξικάρδιους τόνους, αλλά αξιοπρεπώς λυπητερούς και με επαρκή αισθητική μετάπλαση. Αυτό συμβαίνει π.χ. στα ποιήματα «Βγάλε λίγο τη μάσκα» (σελ. 101) και «Ο Καλός Λόος». (σελ. 103)

Στην ποίηση του Α.Χ. υπάρχει ευρεία αυτοαναφορικότητα και ενδοσκόπηση. Αλλά η ανατρεπτική διάθεση δεν εκλείπει ποτέ: «Χθες είχα το βάρος χιλίων εαυτών / Αύριο θα ζυγίζω όσο κανένας». (σελ. 37)

Τα πλείστα ποιήματά του είναι μακροσκελείς συλλογισμοί, αλλά δεν έχουν επίπεδη ανάπτυξη. Διακρίνονται για τις κλίμακες και την κλιμάκωσή τους. Αναπτύσσονται βαθμηδόν, ενίοτε σωρηδόν, και εκρήγνυνται με γόμωση από συμπυκνωμένο και βαθύ νόημα. Συχνά δε οι κατακλείδες των ποιημάτων του είναι απρόσμενες, με άλλη πλεύση και νόημα από τα αρχικώς αναμενόμενα: «…Το περιπολικό δεν είναι ταξί… / …Το ταξί είναι κίτρινο δεν έχει φάρους / και στον τόπο ετούτο / Το γαλανόλευκο πάντα είχε τρόπο να μας χρεώνει / Τη μεγαλύτερη ταρίφα». (σελ. 59)

Ο ποιητής αρέσκεται να λοιδορεί και να οικτίρει τη συμβατική κανονικότητα, την καθεστηκυία τάξη των κοινωνικών πραγμάτων μα και των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων: «Στου έγγαμου βίου τα πρώτα σκαλάκια / θα αγωνιούν για τα φακελάκια / Κι ύστερα όταν θα διαιωνίζουν το είδος / θα ‘ευφρανθεί η καρδιά’ της Πατρίδος». (σελ. 65 – 66)

Ο Α.Χ. ελκύεται από την αντισυμβατικότητα και δεν χάνει ευκαιρία να το διακηρύττει. Ιδού ένα παράδειγμα που συνάμα παραπέμπει σε διακείμενο με τον Μιχάλη Κατσαρό και το περίφημο ποίημα του «Αντισταθείτε». Να πως το λέει ο Α.Χ.: «Απορρίπτω το χρυσόμαλλο γήρας,… / …Απορρίπτω ένα σύστημα όπου ανθίζουν οι συστημένοι… / …Απορρίπτω την κραυγαλέα υποτακτικότητα του οπαδισμού… / …Απορρίπτω όσους συνηθίσαμε και απορρίπτω όσους αρνούνται να συνηθίσουν». (σελ. 96) Γενικά, υπάρχουν αρκετοί διακειμενικοί διάλογοι στο βιβλίο, με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Τάκη Σινόπουλο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Διονύσιο Σολωμό, ίσως και άλλους που δεν εντόπισα.

Έχω όμως και κάποιες παρατηρήσεις για τον νέο ποιητή και το πρώτο του ποιητικό βιβλίο. Έχω την εντύπωση πως, σε κάποιες περιπτώσεις, παρασύρεται, είτε από τον συναισθηματικό του οίστρο, είτε από την εικονοπλαστική του δεινότητα με τους συναφείς συνειρμούς και οδηγείται σε διαβρωτικούς για το αισθητικό αποτέλεσμα πλατειασμούς.  Πιστεύω ότι ειδικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζεται μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία με στόχο πάντα τη συμπύκνωση και την πυκνότητα του στίχου. Κάποτε ο στίχος μπορεί να αφήνεται να γίνεται ανοικονόμητος, πληθωρικός, ατίθασος, χειμαρρώδης, αλλά όχι πάντα ή τουλάχιστον όχι τόσο συχνά.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με το τελευταίο ποίημα της συλλογής. Εδώ ο Α.Χ. λειτουργεί ως ποιητής – κοινωνιστής, ως ποιητής – οραματιστής. Βιώνει έντονα την ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης ή μάλλον καλύτερα ταλανίζεται από την απουσία της. Το ανεκπλήρωτο της χίμαιρας για δίκαιο κόσμο τον συγκινεί και τον εμπνέει: «Δεν μπορεί να προσποιούμαστε συνέχεια / Πως στο αχανές σκοτάδι του κόσμου τούτου / Έγινε σωστή μοιρασιά. / Δεν μπορεί να κολυμπά ο ένας στο έρεβος / Και δυο δρόμους παρακάτω, άλλου να μην του βρίσκεται ούτε / ένα ψίχουλο σκοτάδι, / Για ώρα ανάγκης… / …Κι αλλού να νυχτώνει από τις τέσσερις / Κι αλλού στις δέκα…». (σελ. 111) Αυτό το ποίημα, από μόνο του, είναι τεκμήριο ότι ο Α.Χ. βρίσκεται σε καλό δρόμο.

g.frangos@cytanet.com.cy

Exit mobile version