5 Οκτωβρίου, 2025
10:14 πμ

Η στάση που επιδεικνύουν οι εργοδότες στον κοινωνικό διάλογο που γίνεται το τελευταίο διάστημα για την ΑΤΑ δεν αποτελεί μια αποσπασματική συμπεριφορά των επιχειρηματιών του τόπου αλλά, μια μεθοδευμένη τακτική που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, με στρατηγικό στόχο να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους σε βάρος των εργαζομένων.

Η δογματικά αρνητική τους στάση στη θέση του συνδικαλιστικού κινήματος για παραχώρηση ΑΤΑ σε όλους τους εργαζόμενους καταδεικνύει έλλειμμα ελάχιστης κοινωνικής ευαισθησίας εκ μέρους των εργοδοτικών οργανώσεων του τόπου, αφού μια τέτοια ρύθμιση θα στηρίξει πρωτίστως τους πιο χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις.  

Η «σύγχρονη» συμπεριφορά των εργοδοτικών οργανώσεων του τόπου μας δεν είναι ξένη μόνο προς τα κοινωνικά δρώμενα του τόπου. Είναι ξένη και προς τη δική τους ιστορία και τον τρόπο που πολιτεύονταν για πολλά χρόνια. Είναι η σωστή συνεργασία που είχαν οι εργοδότες με το συνδικαλιστικό κίνημα και ο σεβασμός που έδειχναν στον διάλογο και προς τους εργαζομένους που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου, ιδιαίτερα μετά την τούρκικη εισβολή το 1974. Με βάση την ειλικρινή σχέση που  ανέπτυξαν οι κοινωνικοί εταίροι, βιώσαμε μια μεγάλη περίοδο εργατικής ειρήνης και η ανάπτυξη και ευημερία των επιχειρήσεων συμπορεύτηκε με την ευημερία των εργαζομένων.

Η αλλαγή μετά την κρίση

Η οικονομική κρίση ήταν αυτή που άλλαξε τα δεδομένα στην αγορά εργασίας της Κύπρου. Μπροστά στον κίνδυνο χρεωκοπίας του κράτους, οι εργαζόμενοι αποδέχτηκαν σημαντικές μειώσεις μισθών και ωφελημάτων και σχεδόν το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού έμεινε άνεργο.

Ακόμη και τότε, την ώρα που το κράτος έφτασε μια ανάσα από την στάση πληρωμών, το συνδικαλιστικό κίνημα συμπεριφέρθηκε με ανωτερότητα και υπευθυνότητα παραχωρώντας πέραν των διακόσιων εκατομμυρίων από τα συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων στους ημικρατικούς οργανισμούς προς την Κυβέρνηση για να καλυφτούν άμεσες υποχρεώσεις της Δημοκρατίας.

Αλήθεια, οι εργοδότες, που πολλοί είχαν συσσωρεύσει σε ξένες χώρες τα εκατομμύρια που δημιούργησαν με τη συμμετοχή των εργαζομένων τους και που έτυχαν διαχρονικά πολλών διευκολύνσεων και στηρίχτηκαν οικονομικά από το κράτος, τι έδωσαν τότε προς την Κυπριακή Δημοκρατία για να σωθεί το 2013;
Αυτοί που έπαιρναν απλόχερα στήριξη, χορηγίες, κίνητρα για το επιχειρίν και φοροαπαλλαγές από την Κυβέρνηση, τη δύσκολη ώρα της οικονομικής κρίσης, που δεν τη δημιούργησαν οι εργαζόμενοι αλλά κάποιες επιχειρήσεις (βλέπε τράπεζες) ήταν απόντες και κάποιοι έγιναν πλουσιότεροι. Το μεγαλύτερο βάρος το σήκωσαν αυτοί που δεν ευθύνονταν, οι εργαζόμενοι.

Ο πιο πάνω ισχυρισμός κάθε άλλο παρά αυθαίρετος είναι, αφού κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης αρκετές επιχειρήσεις του τόπου αύξησαν σημαντικά την κερδοφορία τους, γεγονός που επισήμανε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε επαναλαμβανόμενες εκθέσεις της που ακολούθησαν.

Την εικόνα επιβεβαιώνουν και οι μελέτες της Στατιστικής Υπηρεσίας της Κύπρου, αφού το μερίδιο των κερδών την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε από το 17.13% (2012) στο  22.7% το 2016 και το 2024 αυξήθηκε ακόμη περισσότερο στο 26.3% (Gross domestic product – income approach 2024p, Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου). Την ίδια περίοδο, το μερίδιο των μισθωτών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μειώθηκε από το 48.3% το 2012 στο 43.3% το 2016, ενώ το 2024 ήταν στο 43.7%.

Βιώνουμε δηλαδή, την τελευταία δεκαετία, μια φρενήρη αύξηση των κερδών σε βάρος των εισοδημάτων των εργαζομένων. Μια αδιάψευστη εικόνα των αριθμών και των στατιστικών, η οποία επιβεβαιώνεται μέσα και από την καθημερινή πραγματικότητα στην αγορά εργασίας, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, βιώνει εργασιακή επισφάλεια, και δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις οι οποίες σε μια ελεύθερη οικονομία αποτελούν το μοναδικό εργαλείο για αξιοπρεπή απασχόληση (καλύτεροι μισθοί, 38 ώρες εργασία, ταμεία προνοίας, 13ο μισθό, ταμεία ευημερίας κλπ.).

Συνεχώς «όχι»

Δυστυχώς, σε κάθε προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια, για ρύθμιση της αγοράς εργασίας και ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης, οι εργοδότες λένε όχι:
– Όχι έλεγαν στο ΓεΣΥ, τη μεγαλύτερη σύγχρονη μεταρρύθμιση που έγινε στην Κύπρο
– Όχι έλεγαν για 3 χρόνια στην ψήφιση της νομοθεσίας για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και σύστασης της Ενιαίας Υπηρεσίας Επιθεώρησης
– Όχι έλεγαν στην ψήφιση της νομοθεσίας για εισαγωγή Εθνικού Κατώτατου Μισθού, κινδυνολογώντας ότι θα αυξηθεί η ανεργία. (ειρήσθω εν παρόδω μετά την εισαγωγή του Εθνικού Κατώτατου Μισθού μειώθηκε η ανεργία)
– Όχι λένε σε μια ισορροπημένη συμφωνία για την παραχώρηση αδειών εργασίας σε πρόσωπα από τρίτες χώρες, με τρόπο που να αποτρέπει την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς και θα περιορίζει την εργασιακή εκμετάλλευση.
– Όχι λένε στην αποκατάσταση της ΑΤΑ, και ΟΧΙ λένε στην παραχώρηση ΑΤΑ για όλους
– Όχι λένε στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, αγνοώντας σχετική ευρωπαϊκή οδηγία, που προνοεί την κάλυψη ποσοστού τουλάχιστον 80% του εργατικού δυναμικού με συλλογικές συμβάσεις και αγνοώντας επίσης πως στην Κύπρο έχουμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις.

Οι ευθύνες των κυβερνήσεων

Μεγάλο μερίδιο ευθύνης στα «όχι» των εργοδοτών φέρουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, γιατί ποτέ δεν διέγνωσαν σωστά τις πραγματικότητες και δεν άσκησαν ως όφειλαν τον ρυθμιστικό τους ρόλο σε μια  ελεύθερη και παγκόσμια οικονομία.

Σε μια εποχή που η αγορά εργασίας έχει απορρυθμιστεί και οι εργοδότες εξασκούν τη μέγιστη επιθετικότητα προς τους εργαζομένους και προς το συνδικαλιστικό κίνημα, είναι υποχρέωση της πολιτείας να θωρακίσει τους θεσμούς και τον Κοινωνικό Διάλογο και να υλοποιήσει χωρίς  άλλη καθυστέρηση τον στόχο για εδραίωση και επέκταση της εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων.

Σε διαφορετική περίπτωση θα συνεχίσει να ισχύει το δίκαιο του ισχυρού και ο αθέμιτος ανταγωνισμός και οι ανισότητες στην αγορά εργασίας θα αυξάνονται, όπως αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο στον τόπο μας και τα κέρδη των επιχειρήσεων.

Η αγορά εργασίας της Κύπρου πληρώνει το τίμημα της ασυδοσίας μεγάλης μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου αλλά και της αδράνειας και ανοχής που επιδεικνύει η πολιτεία. Μια δίκαιη και ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να γνωρίζει πως ανάπτυξη με μοναδικό κριτήριο και αποδέκτη τα κέρδη δεν είναι ανάπτυξη. H πραγματική ανάπτυξη διασφαλίζεται όταν υπάρχει μια ισορροπημένη οικονομική και κοινωνική πρόοδος.

Μια τέτοια ανάπτυξη προϋποθέτει ότι στην αγορά εργασίας θα λειτουργεί ένα ισοζύγιο δυνάμεων που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, θα συμβάλλει στην εργατική ειρήνη, θα δημιουργεί συνθήκες πραγματικής προόδου και η εργασιακή αξιοπρέπεια δεν θα είναι προνόμιο για λίγους αλλά δικαίωμα και κτήμα για το σύνολο των εργαζομένων.     

* Αναπληρωτής Γ.Γ. ΣΕΚ

Exit mobile version