Ουδεμία λέξη περιλαμβάνεται στην έκθεση της Πολιτικής Άμυνας για το ζεύγος που κάηκε ζωντανό στην προσπάθεια του να διαφύγει από την εξοχική του κατοικία στη Συλίκου κατά την τελευταία πυρκαγιά στη Λεμεσό.
Στην έκθεση γίνεται απλώς αναφορά στις οδηγίες που δόθηκαν στις 8μμ της Τετάρτης 23 Ιουλίου για εκκένωση της Συλίκου, την ευθύνη της οποίας είχε η Πολιτική Άμυνα.
Δεν γίνεται, επίσης, αναφορά στο γεγονός ότι δεν λειτούργησε ακόμη το σύστημα έγκαιρης ενημέρωσης των πολιτών.
ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ:
Της Αστυνομίας
Του Τμήματος Δασών
Της Πολιτικής Άμυνας
Της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας
Στην ίδια έκθεση με την οποία η διοικήτρια της Πολιτικής Άμυνας κ. Μαρία Παπά ενημερώνει τον υπουργό Εσωτερικών για τις ενέργειες του Σώματος αναφέρεται, πως «κατά την εκκένωση, προτιμάται η μετάβαση σε γειτονικές κοινότητες, με ιδιωτικά οχήματα όπου αυτό είναι δυνατόν, ή με τη βοήθεια της Πολιτικής Άμυνας και άλλων κρατικών υπηρεσιών, για όσους δεν έχουν το δικό τους μέσω μεταφοράς».
Αναφέρεται επίσης, πως κατά την απομάκρυνση των πολιτών δίνονται οδηγίες από την Πολιτική Άμυνα για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν αφού λάβει καθοδήγηση από τις άλλες αρμόδιες Υπηρεσίες (Πυροσβεστική, Αστυνομία, Τμήμα Δασών).
Οι κάτοικοι ειδοποιούνται, είτε με μηνύματα στα κινητά τους (όπου εφαρμόζεται τέτοιο σύστημα από κοινότητες), είτε με ενημέρωση από πόρτα σε πόρτα και με το κτύπημα της καμπάνας, είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κρίνεται κατάλληλος από το Κοινοτικό Συμβούλιο και την Πολιτική Άμυνα όταν βρίσκεται στο χώρο (οχήματα της Πολιτικής Άμυνας φέρουν σειρήνες και μεγάφωνα).
Από την έκθεση προκύπτει επίσης ότι η Κύπρος κλώτσησε τη δυνατότητα φιλοξενίας επίγειων δυνάμεων από την ΕΕ με ατομικό εξοπλισμό μόνο ή πυροσβέστες με τα πυροσβεστικά τους οχήματα και άλλο εξοπλισμό, λόγω των περίπλοκων διαδικασιών φιλοξενίας, εκπαίδευσης, ασφάλισης, εξοικείωσης με τα δεδομένα και τα εδάφη της Κύπρου. Κρίθηκε δε ότι η δυνατότητα αυτή “δεν έδινε πρόσθετη αξία στην Κύπρο”.
Από την έκθεση προκύπτει επίσης και κάτι το οποίο πιθανώς στο μέλλον αν αποδειχθεί τραγικό.
Συγκεκριμένα αναφέρεται, πως «για τη διενέργεια κατασκηνώσεων δεν υπάρχει σχετικό Νομοθετικό πλαίσιο», ενώ «δεν υπάρχει ούτε και επαρκής προετοιμασία των διοργανωτών για την εκκένωση των χώρων σε περίπτωση ανάγκης καθώς και θεσμοθετημένη ενημέρωση της Πολιτικής Άμυνας για τη λειτουργία τέτοιων χώρων».
Η διοικήτρια αναφέρει επίσης, πως «με βάση κατάλογο που υπάρχει στο ΚΕΕ της Πολιτικής Άμυνας με τις κατασκηνώσεις για τις οποίες μας ενημέρωναν σε εθελοντική βάση οι διοργανωτές ή μετά από επαφές με τους Κοινοτάρχες των περιοχών που πλήγηκαν ερευνούσαμε την ύπαρξη κατασκηνώσεων και σε συνεννόηση με την Πυροσβεστική Υπηρεσία, τους δινόταν η ανάλογη καθοδήγηση». Με άλλα λόγια, στην Πολιτική Άμυνα δεν υπήρχε εικόνα σχετικά με τις κατασκηνώσεις που λειτουργούσαν την ώρα της φωτιάς.
Στην έκθεση υποστηρίζεται, πως «η Πολιτική Άμυνα κινητοποιήθηκε αμέσως και συνεργάστηκε στενά με όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς για την αντιμετώπιση της εξαιρετικά δύσκολης σε ένταση και έκταση πυρκαγιάς, τη διασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών».
Στην έκθεση γίνεται επίσης αναφορά σε υποστελέχωση, κάτι βεβαίως το οποίο δεν αφορά τόσο την ίδια την Πολιτική Άμυνα όσο την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Ο περιορισμένος αριθμός διαθέσιμου προσωπικού και εθελοντών της Πολιτικής Άμυνας, σε συνθήκες εκτεταμένου συμβάντος όπως η εν λόγω πυρκαγιά, καθιστά αντικειμενικά αδύνατη την ταυτόχρονη φυσική παρουσία σε όλα τα σημεία όπου διενεργούνται εκκενώσεις, καθώς και τη συνοδεία του συνόλου των εκκενωμένων. Παρά ταύτα, η Υπηρεσία κινητοποιήθηκε στο μέγιστο των δυνατοτήτων της, ενεργοποιώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες και αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο για την καθοδήγηση και υποστήριξη του πληθυσμού».