Σε απερίσκεπτη απόρριψη τσιγάρου που ήρθε σε επαφή με ξηρή βλάστηση, οφείλεται η καταστροφική πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσό στις 23 Ιουλίου. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες του ATF, τους οποίους είχε μετακαλέσει η Κυπριακή Δημοκρατία σε συνεργασία με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτείων.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης:
- Το σημείο ανάφλεξης περιορίστηκε σε ακρίβεια έκτασης 30×30 εκατοστών στην άκρη του δρόμου Μαλιά – Άρσους.
- Στο σημείο εντοπίστηκαν αποτσίγαρα, δύο εκ των οποίων έφεραν θερμικές αλλοιώσεις, ένδειξη ότι αποτέλεσαν την πηγή ανάφλεξης.
Με βάση τη συστηματική επιτόπια διερεύνηση, την ανάλυση μαρτυριών, βίντεο και φωτογραφιών, καθώς και την αξιολόγηση των μετεωρολογικών δεδομένων, οι ερευνητές κατέληξαν ότι η πυρκαγιά στη Λεμεσό εκδηλώθηκε στην ανατολική πλευρά του δρόμου που συνδέει τη Μαλιά με το Άρσος. Μετά τον αποκλεισμό άλλων πιθανών αιτιών, η αιτία αποδόθηκε σε απερίσκεπτη απόρριψη τσιγάρου, που ήρθε σε επαφή με ξηρή βλάστηση.
Δύο αποτσίγαρα που εντοπίστηκαν στην περιοχή ανάφλεξης, εκ των οποίων το ένα με θερμικές αλλοιώσεις, συλλέχθηκαν από τους ερευνητές, καταγράφηκαν ως αποδεικτικό υλικό και παραδόθηκαν στις κυπριακές αρχές.
Η έρευνα για την πυρκαγιά της Λεμεσού κατέδειξε με απόλυτη σαφήνεια τόσο τη σφοδρότητα της εξάπλωσής της όσο και την αιτία εκδήλωσης.
Ενδεικτικό της ταχύτητας με την οποία αναπτύχθηκε η φωτιά είναι ότι στις 13:26 εντοπίστηκε η μοναδική εστία διαστάσεων ύψους περίπου 1 μέτρου και πλάτους 3 μέτρων, ενώ μόλις 17 λεπτά αργότερα, στις 13:43, είχε ήδη επεκταθεί σε 1,5 εκτάριο (15.000 τ.μ.). Στα 29 λεπτά από την πρώτη αναφορά, στις 13:55, η καμένη έκταση είχε φτάσει τα 2 εκτάρια (20.000 τ.μ.) και οι φλόγες είχαν εισβάλει στον οικισμό Μαλιά.
Η τοπογραφία της περιοχής λειτούργησε καταλυτικά, καθώς επέτρεψε στη φωτιά να εξαπλωθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, ανεξάρτητα από την κύρια κατεύθυνση του ανέμου. Οι ισχυροί άνεμοι, σε συνδυασμό με τα τοπικά μοτίβα που δημιουργεί το ανάγλυφο, οδήγησαν σε διάδοση με ρυθμό 60–63 μέτρα ανά λεπτό, πολλαπλασιάζοντας την ένταση και τον κίνδυνο.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η πιθανότητα ανάφλεξης είχε υπολογιστεί στο 100%, με βάση τις περιβαλλοντικές συνθήκες που είχαν καταγραφεί πριν την εκδήλωση: υψηλή θερμοκρασία (39°C), εξαιρετικά χαμηλή υγρασία (19%), παρατεταμένη ξηρασία και άνεμοι που έφταναν τα 9 μποφόρ. Πρόκειται για συνθήκες που θεωρούνται εξαιρετικά ευνοϊκές για οποιαδήποτε ανάφλεξη, συμπεριλαμβανομένης από απερίσκεπτη απόρριψη τσιγάρου.
Ο κίνδυνος πυρκαγιάς στην Κύπρο επιδεινώνεται από το μεσογειακό κλίμα του νησιού, με παρατεταμένο θερμό και ξηρό καλοκαίρι σε συνδυασμό με ισχυρούς ανέμους, την πυκνότητα και την υγρασία καυσίμων της βλάστησης, καθώς και την τοπογραφία της περιοχής, η οποία περιλαμβάνει απότομες κλίσεις.
Εντοπισμός σημείου ανάφλεξης
Αξιοποιώντας μια συστηματική μέθοδο εντοπισμού και σήμανσης δεικτών προτύπων καύσης, καθώς και λαμβάνοντας δηλώσεις από πυροσβέστες και αυτόπτες μάρτυρες της πυρκαγιάς στο αρχικό της στάδιο, οι εμπειρογνώμονες προσδιόρισαν μια γενική περιοχή προέλευσης. Η εξέταση της γενικής αυτής περιοχής συνεχίστηκε με περαιτέρω εντοπισμό και σήμανση δεικτών καύσης.
Εντός της γενικής περιοχής προέλευσης, οι δείκτες καύσης έδειξαν κίνηση της φωτιάς τόσο προς βόρεια όσο και προς νότια κατεύθυνση. Με βάση τους δείκτες αυτούς και τις ζημιές που προκάλεσε η φωτιά, οι ερευνητές κατέληξαν ότι η φωτιά είχε διασχίσει τμήματα της γενικής περιοχής προς διάφορες κατευθύνσεις, εξαιτίας των συνεχών αλλαγών στην κατεύθυνση του ανέμου, όπως περιεγράφηκαν από μάρτυρες.
Ακολουθώντας τους δείκτες καύσης, οι ερευνητές προχώρησαν στην καταγραφή τόσο μακρό- όσο και μικρο-δεικτών. Με βάση τους δείκτες καύσης που παρατηρήθηκαν, η περιοχή στην άκρη του οδοστρώματος προσδιορίστηκε ως η περιοχή ανάφλεξης.
Η περιοχή ανάφλεξης ορίστηκε ως μια και καθορίστηκε σε διαστάσεις περίπου 30 επί 30 εκατοστά.

Αιτία της ανάφλεξης
Η συστηματική εξέταση της περιοχής ανάφλεξης αποκάλυψε ένα μερικώς καμένο αποτσίγαρο και ένα πλήρως καμένο αποτσίγαρο, ως την αιτία ανάφλεξης.
Τα δύο αποτσίγαρα συλλέχθηκαν από τους ερευνητές και καταγράφηκαν ως αποδεικτικό υλικό. Το υλικό αυτό παραδόθηκε στις κυπριακές αρχές για περαιτέρω αναλύσεις.