Ακόμα μια από τις σκλαβωμένες εκκλησίες της Άσσιας, γενέτειρας του Αγίου Σπυρίδωνα, πρόκειται σύντομα να ενταχθεί στο πρόγραμμα της δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς – ‘ΤΕΠΚ’ (Technical Committee on Cultural Heritage). Η εκκλησία στην οποία αναφερόμαστε είναι εκείνη του Αγίου Γεωργίου, που είναι η μία εκ των δύο ελληνορθόδοξων ναών της μεσαρίτικης κωμόπολης, που μέχρι τον Αύγουστο του 1974 λειτουργούσαν επί τακτικής βάσεως, εξυπηρετώντας τις ισάριθμες ενορίες της.
Η εκκλησία του Άη Γιώρκη στην Κάτω Ενορία, όπως και εκείνη του Ιωάννη του Πρόδρομου στην Πάνω Ενορία, κτίστηκε το έτος 1861 μέσα σε διάστημα εξήντα πέντε ημερών – χρόνο που για το μέγεθος του εγχειρήματος αποτελεί θαυμαστό επίτευγμα, όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τη σημερινή.
Η αξιομνημόνευτη ταχύτητα περάτωσης του κτισίματος των δύο εκκλησιών, οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργασίες διεξάχθηκαν πυρετωδώς, για συγκεκριμένο λόγο που εξηγούμε πιο κάτω. Σε αυτές τις εργασίες, κατά μαρτυρίες που έφτασαν κοντά μας περνώντας από γενιά σε γενιά, συμμετείχαν εθελοντικά οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της Άσσιας κάθε ηλικίας και φύλου, με δύο άξιους πρωτοστάτες και τα παιδιά τους: για τον μεν Άη Γιώρκη, ο Χατζημιχαήλης με τους πέντε γιους του, για τον δε Ιωάννη τον Πρόδρομο ο Δημήτρης Κούππας με τους τρεις γιους του.
Η ταυτόχρονη ανέγερση και η εκπληκτικά σύντομη περίοδος αποπεράτωσής τους κατά μία εκδοχή, που συναντούμε και στο αξιόλογο σύγγραμμα του πρώην κοινοτάρχη μας, Γεώργιου Π. Πάκκου, οφείλεται στο ανταγωνιστικό πνεύμα, που υπήρχε ανάμεσα στα μέλη των δύο αντίστοιχων ενοριών της Άσσιας. Ωστόσο, η εκδοχή αυτή ίσως να είναι μόνο εν μέρει ορθή.
Το γεγονός ότι κτίστηκαν δύο εκκλησιές ταυτόχρονα και με εκπληκτική ταχύτητα στην ίδια κοινότητα το 1861, εξηγείται με περισσότερη πειστικότητα από το γεγονός ότι λίγα χρόνια προηγουμένως, κατόπιν πιέσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της χριστιανικής Ευρώπης, οι Οθωμανοί, που για αιώνες απαγόρευαν την οικοδόμηση νέων εκκλησιών, αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις, στο πλαίσιο των οποίων ελάφρυναν κάπως τα καταπιεστικά τους μέτρα εναντίον των χριστιανών υπηκόων τους και της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων.
Τανζιμάτ και σουλτανικά φιρμάνια
Οι πιο ουσιαστικές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις –γνωστές ως Τανζιμάτ (Tanzimat =Αναδιοργάνωση)– αποφασίστηκαν και ανακοινώθηκαν με φιρμάνια του Σουλτάνου μεταξύ των ετών 1839 και 1876. Το 1839 εκδόθηκε το πρώτο φιρμάνι (Χάτι Σερίφ) και το 1856, με το τέλος του πολέμου της Κριμαίας το δεύτερο (Χάτι Χουμαγιούν). Μια από τις πρόνοιες του σουλτανικού φιρμανιού του 1856, που αφορούσε τη νέα προσέγγιση στην εφαρμογή του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας, ήταν και η χαλάρωση των μέτρων που σχετίζονταν με την έκδοση αδειών επιδιόρθωσης και ανέγερσης νέων χριστιανικών χώρων λατρείας.
Η Άσσια, όπως και πλείστες άλλες κοινότητες της τουρκοκρατούμενης τότε Κύπρου, προφανώς αξιοποίησε τις χαλαρώσεις του Χάτι Χουμαγιούν για να κτίσει, πέντε μόλις χρόνια μετά τη διακήρυξή του, τους ιερούς ναούς του Άη Γιώρκη και του Πρόδρομου. Η ανάγκη για ταυτόχρονη ανέγερση δύο ναών πιθανώς να οφειλόταν στην ταχεία αύξηση του πληθυσμού της κοινότητας η οποία είκοσι χρόνια αργότερα, το 1881, αριθμούσε 989 κατοίκους. Η σπουδή να κτιστούν οι δύο ναοί όσο πιο γρήγορα γινόταν και. μάλιστα. με εθελοντική κυρίως εργασία, περισσότερο ίσως να οφειλόταν στον κίνδυνο ανάκλησης του σχετικού μεταρρυθμιστικού μέτρου, παρά στον

φημολογούμενο ανταγωνισμό.
Ο Άης Γιώρκης και το καμπαναριό του
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Άσσιας είναι ρυθμού βασιλικής, με διαστάσεις περίπου 11μ. Χ 23,1μ. και με μονόκλιτη στέγη, αποτελούμενη από πέντε σταυροθόλια σε κάθε πλευρά (με φωταγωγούς), τα οποία σχηματίζουν καμάρες. Πριν τη βεβήλωση και την εκτεταμένη καταστροφή που υπέστη από βανδαλισμούς των Τούρκων κατά και μετά το 1974, το ιερό βήμα χωριζόταν από τον κυρίως ναό με περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο που κλάπηκε μαζί με τις άγιες εικόνες του.
Στη δυτική πλευρά του ναού πριν το 1974 υπήρχε γυναικωνίτης και στον βόρειο τοίχο του έστεκε επιβλητικός ξυλόγλυπτος άμβωνας, στον οποίο από ξύλινη σκάλα ανέβαινε ο ιερέας για να εκφωνήσει το κήρυγμα του ή ο διάκονος για να αναγνώσει το ιερό Ευαγγέλιο. Μια επιβλητική τοιχογραφία δίπλα στη σκάλα του άμβωνα παρουσίαζε τον θρύλο που ήθελε τον Άη Γιώρκη πάνω στο άσπρο του άλογο να σκοτώνει με το κοντάρι του τον φοβερό δράκο. Τούρκοι αρχαιοκάπηλοι στην προσπάθειά τους να αφαιρέσουν την θαυμάσια εκείνη τοιχογραφία, έξυσαν τον τοίχο καταστρέφοντας την ολοσχερώς.

Βάσει στοιχείων που συμπεριλήφθηκαν στην προκαταρκτική έκθεση της ΤΕΠΚ για τον Άη Γιώρκη της Άσσιας, το καμπαναριό δεν μπήκε στο αρχικό σχέδιο αλλά προστέθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του ναού στα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά συνέπεια, μπορούμε αβίαστα να εικάσουμε πως ούτε και στην εκκλησία του Προδρόμου κτίστηκε εξαρχής καμπαναριό.
Η απουσία καμπαναριών στις δύο νεόδμητες εκκλησιές οφειλόταν σε αυστηρή πολεοδομική ρήτρα των οθωμανικών Αρχών, που απαγόρευε την τοποθέτηση και χρήση καμπανών. Το σκεπτικό της απαγόρευσης βασιζόταν στο γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν να σημαίνουν καμπάνες, γιατί ο ήχος τους, …καθώς εισέβαλλε στον δημόσιο χώρο, υπέσκαπτε την ανωτερότητα του Ισλάμ (Ε. Γκαρά και Γιώργος Τζεδόπουλος: «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», 2015).

Δεκαεπτά χρόνια μετά την ανέγερση των εκκλησιών, η Βρετανία συνομολογεί συμφωνία με την Υψηλή Πύλη για ανάληψη της διοίκησης της Κύπρου (1878) και ως επακόλουθο της εφαρμογής πλήρους και εγγυημένης πια ανεξιθρησκείας, οι Ασσιώτες προχωρούν στην ανέγερση καμπαναριών στις δύο εκκλησιές τους. Ο ήχος της καμπάνας αντηχεί στην ελεύθερη από τους Τούρκους Άσσια ύστερα από τριακόσια έξι χρόνια σκλαβιάς, για να σιγήσει και πάλι ενενήντα έξι χρόνια μετά, το μαύρο καλοκαίρι του 1974…
* Κοινοτάρχης Άσσιας









